Με φόντο τη χαοτική αποχώρηση των Αμερικανών και νατοϊκών συμμάχων τους από το Αφγανιστάν, το 2021, η επάνοδος των σκοταδιστών Ταλιμπάν στην εξουσία αντιμετωπίστηκε από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας με την πλήρη απομόνωσή τους.
Η επικρατούσα θέση ήταν ότι το σκληροπυρηνικό θεοκρατικό καθεστώς τους θα παρέμενε διεθνής παρίας, όσο θα συνέχιζε τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -και δη των γυναικών- και τις βάρβαρες πρακτικές του.
Μέχρι και σήμερα παραμένουν σε ισχύ οι κυρώσεις του ΟΗΕ.
Η de facto κυβέρνηση των Ταλιμπάν δεν τυγχάνει αναγνώρισης.
Το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν -όπως μετονόμασαν τη χώρα- βυθίζεται στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, με περίπου τον μισό πληθυσμό των συνολικά 46 εκατομμυρίων ανθρώπων να εξαρτάται από τη διεθνή βοήθεια για να επιβιώσει.
Υπογραμμίζοντας ωστόσο τα όρια των δυτικών προσπαθειών για την περιθωριοποίησή τους, οι Ταλιμπάν παραμένουν στην εξουσία, μέσω περιφερειακών συμμαχιών και της άγριας καταστολής εντός συνόρων.
Τώρα, δε, το μακροπρόθεσμο «στοίχημά» τους δείχνει να αποδίδει.
Παρά την κλιμακούμενη επιδείνωση των συνθηκών στο Αφγανιστάν στην εποχή Ταλιμπάν 2.0, το καθεστώς τους ξεπερνά σταδιακά τη διεθνή απομόνωση.
Όλο και περισσότερες χώρες -ακόμη και δυτικές- φέρονται έτοιμες να ανοίξουν διαύλους συνεργασίας με τους εξτρεμιστές δυνάστες της Καμπούλ.
Οι λόγοι ποικίλουν.
Αξιόπιστες ανησυχίες για την αναβίωση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας (από την αλ Κάιντα, έως το παρακλάδι του «Ισλαμικού Κράτους», ISIS-K), η επιδείνωση των ανθρωπιστικών συνθηκών στη χώρα, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και αντιμεταναστευτικές πολιτικές ωθούν πλέον, τη μια μετά την άλλη, κυβερνήσεις προς μια οιονεί αποδοχή της κυριαρχίας των Ταλιμπάν.
Ακόμη και τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη εμφανίζονται διατεθειμένα να ρίξουν «νερό στο κρασί» τους, όπως κατέδειξε περσινή σύνοδος στη Ντόχα για το Αφγανιστάν.
Για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των Ταλιμπάν, εξαιρέθηκαν από την ατζέντα οι συζητήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και από τη λίστα προσκεκλημένων οι Αφγανές γυναίκες.


Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και δη των γυναικών, έχουν κλιμακωθεί υπό το καθεστώτος των Ταλιμπάν 2.0 στο Αφγανιστάν (Shutterstock)
Από την Κίνα και τη Ρωσία, μέχρι τη Νορβηγία
Η Κίνα ήταν η πρώτη χώρα που που διόρισε πρεσβευτή στην Καμπούλ υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν, τον Σεπτέμβριο του 2023, και δέχθηκε επίσημα διπλωμάτη τους ως πρεσβευτή του Αφγανιστάν, έπειτα από μόλις πέντε μήνες.
Το Πεκίνο έχει ήδη σπεύσει από το 2021 να καλύψει το στρατηγικό κενό που άφησαν πίσω τους οι Αμερικανοί, με την άτακτη φυγή τους από τα -πλούσια σε σπάνια ορυκτά- αφγανικά εδάφη.
Αν και δεν έχει αναγνωρίσει πλήρως την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, η Κίνα έχει πρόσβαση στους πλούσιους φυσικούς πόρους του Αφγανιστάν και πλέον αποτελεί τον κορυφαίο ξένο επενδυτή στη χώρα.
Η Ρωσία -που επίσης επιχειρεί τη δική της έξοδο από τη δυτική απομόνωση που έφερε η εισβολή στην Ουκρανία- μόλις αφαίρεσε τους Ταλιμπάν από τη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων, αν και διατηρεί τις σε βάρος τους διεθνείς κυρώσεις.
Κάτι που δεν την είχε εμποδίσει πάντως να τους καλέσει πέρυσι στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης.
Η Μόσχα στέλνει εδώ και καιρό σήματα στην Καμπούλ για ενίσχυση των σχέσεων.
Αλλά η Ρωσία και η Κίνα δεν είναι καν οι μόνες…
Το Ουζμπεκιστάν έστειλε πέρυσι τον πρωθυπουργό του στην Καμπούλ, στην πλέον υψηλόβαθμη επίσκεψη ξένου αξιωματούχου στην εποχή Ταλιμπάν 2.0
Πολλές χώρες έχουν πλέον και πάλι πρεσβείες στην Καμπούλ.
Ορισμένες, όπως η Τουρκία, διατηρούν και προξενεία σε άλλες μεγάλες πόλεις του Αφγανιστάν.
Οι Ταλιμπάν εν τω μεταξύ ισχυρίζονται ότι περίπου 40 πρεσβείες και προξενεία του Αφγανιστάν σε όλο τον κόσμο λειτουργούν τώρα υπό τον έλεγχό τους -και όχι της έκπτωτης κυβέρνησης – αλλάζοντας έτσι την ισορροπία της διπλωματικής παρουσίας τους στο εξωτερικό.
Τελευταίο σχετικό παράδειγμα είναι η Νορβηγία, όπου οι προξενικές υπηρεσίες στην αφγανική πρεσβεία στο Όσλο ξανάρχισαν επίσημα από τα τέλη Μαρτίου.


Ένοπλοι Ταλιμπάν σε περιπολίες στην Καμπούλ, μετά την χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους από το Αφγανιστάν, το 2021 (REUTERS/Stringer/File Photo)
Μεθοδικό «άνοιγμα» προς τη Δύση
Αν και η Νορβηγία -όπως τα περισσότερα κράτη- δεν έχει αναγνωρίσει επίσημα την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, η υποδοχή ενός διπλωμάτη διορισμένου από το καθεστώς της Καμπούλ σηματοδότησε μια σπάνια περίπτωση επίσημης δέσμευσης με ευρωπαϊκή χώρα.
Η εξέλιξη δημιουργεί επί της ουσίας προηγούμενο για τις δυτικές δημοκρατίες, που επιδιώκουν επίσης να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της μη αναγνώρισης των Ταλιμπάν ως νόμιμης κυβέρνησης, ενώ παράλληλα διερευνούν τρόπους συνεργασίας σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων.
Όχι τυχαία, άλλοι δύο δίαυλοι «ανοίγματος» των Ταλιμπάν προς τη Δύση δημιουργήθηκαν εντός του 2025, έστω και δια της… τεθλασμένης.
Ο ένας είναι μέσω της Ινδίας, η οποία έχει μεν επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική, αποτελεί ωστόσο στρατηγικό σύμμαχο της Δύσης.
Τον περασμένο Ιανουάριο προκάλεσε αίσθηση η είδηση ότι ο Ινδός ΥΠΕΞ ταξίδεψε μέχρι τη Ντόχα για απευθείας συνομιλίες με τον αναπληρωτή ΥΠΕΞ της Καμπούλ.
Δεδομένων των τεταμένων διμερών σχέσεων από τη δεκαετία του 1990, η προσέγγιση αυτή θεωρείται μεγάλη επιτυχία για το καθεστώς των Ταλιμπάν.
Πλέον χαρακτηρίζουν την Ινδία «σημαντικό περιφερειακό και οικονομικό εταίρο».
Μένει να φανεί εάν η προσέγγιση αυτή θα εμβαθυνθεί ή εάν γίνεται εξ αντανακλάσεως, λόγω της κλιμακούμενης επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ των Ταλιμπάν και του Πακιστάν ή με στόχο την ανάσχεση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας.
Η τελευταία στόχευση φαίνεται πάντως ότι βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη επίσκεψη ανώτατης αντιπροσωπείας της κυβέρνησης των Ταλιμπάν στην Ιαπωνία.
Έγινε κατόπιν πρόσκλησης από το Nippon Foundation, κορυφαίο μη κερδοσκοπικό οργανισμό επιχορηγήσεων στην Ασία.
Αν και η ιαπωνική κυβέρνηση -στενός σύμμαχος των ΗΠΑ και της Δύσης- τήρησε σιγή ιχθύος για το θέμα, η εξέλιξη ήταν βαρύνουσας σημασίας.
Ήταν η πρώτη φορά που οι Ταλιμπάν έστειλαν κυβερνητικό κλιμάκιο σε μια χώρα εκτός όχι μόνο της Ρωσίας ή της Κίνας, αλλά και της Μέσης Ανατολής ή της Κεντρικής Ασίας.


Ο ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Τραμπ για θέματα ομήρων, Άνταμ Μπέλερ, στο αεροδρόμιο της Καμπούλ μαζί με τον απελευθερωθέντα από τους Ταλιμπάν Αμερικανό πολίτη Τζορτζ Γκλέζμαν, στις 25 Μαρτίου (Qatar’s Ministry of Foreign Affairs/Handout via REUTERS)
Το «φλερτ» με την Ουάσιγκτον
Οι ΗΠΑ διατηρούν επαφή με τους Ταλιμπάν μέσω του Κατάρ.
Τον περασμένο Μάρτιο ωστόσο, στον δεύτερο μήνα της προεδρίας Τραμπ, Αμερικανοί αξιωματούχοι ταξίδεψαν στην Καμπούλ για απευθείας συνομιλίες με τους Ταλιμπάν, πρώτη φορά από το 2021.
Στο επίκεντρο ήταν η απελευθέρωση ενός ακόμη Αμερικανού πολίτη -από τις αρχές του χρόνου έχουν φτάσει συνολικά τους τέσσερις.
Στις συνομιλίες συμμετείχαν ο ΥΠΕΞ των Ταλιμπάν, ο ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Τραμπ για θέματα ομήρων Άνταμ Μπέλερ και ο πρώην ειδικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν Ζαλμάι Χαλιλζάντ.
«Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης έγιναν συζητήσεις για τις διμερείς σχέσεις Αφγανιστάν-ΗΠΑ, την απελευθέρωση κρατουμένων και την παροχή προξενικών υπηρεσιών σε Αφγανούς στις ΗΠΑ», ανέφερε δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών των Ταλιμπάν.
Παρά την ταυτόχρονη άρση αμερικανικών επικηρύξεων σε βάρος τριών ανωτάτων στελεχών τους -συμπεριλαμβανομένου του Σιραζουντίν Χακάνι, υπουργού Εσωτερικών και αρχηγού του διαβόητου δικτύου Χακάνι- οι de facto ηγεμόνες του Αφγανιστάν χαρακτηρίζουν «χειρονομία καλής θέλησης» τις τελευταίες δύο απελευθερώσεις Αμερικανών, τις οποίες διαπραγματεύτηκαν με την κυβέρνηση Τραμπ.
Αντικατοπτρίζουν την προθυμία τους, υποστήριξαν, να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ «με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και τα αμοιβαία συμφέροντα».
Ως φόντο έχουν την περιώνυμη Συμφωνία της Ντόχα του 2020, επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ, με την οποία ουσιαστικά άνοιξε ο δρόμος για την αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν.
Τώρα στόχος των Ταλιμπάν είναι να κερδίσουν την εύνοια της Ουάσιγκτον, «ξεκλειδώνοντας» έτσι τις διαδικασίας για ευρύτερη διεθνή αναγνώρισή και άρση των κυρώσεων.
Προσώρας, το μόνο δεδομένο είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ενδιαφέρεται λιγότερο για τα δημοκρατικά ιδεώδη και τα ανθρώπινα δικαιώματα και περισσότερο για τα οικονομικά οφέλη (στο Αφγανιστάν βρίσκονται τα μεγαλύτερα αποθέματα λιθίου παγκοσμίως) και, φυσικά, την ανάσχεση της περιφερειακής κινεζικής επιρροής.


Αφγανοί υπήκοοι, που εκδιώχθηκαν από το Πακιστάν, στέκονται στην ουρά για καταγραφή σε προσφυγικό καταυλισμό, στο νότιο Αφγανιστάν (REUTERS/Hedyatshah Hedayat)
Επαναπατρισμοί στο Αφγανιστάν, μια νέα «κανονικότητα»
Παρά την οικονομικά και ανθρωπιστικά δραματική κατάσταση στο Αφγανιστάν, οι απελάσεις προσφύγων και μεταναστών έχουν μπει πια για τα καλά στην ατζέντα πολλών κρατών, και δη της Δύσης.
Στο πλαίσιο της σκληρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής της, η κυβέρνηση Τραμπ τερματίζει το προσωρινό καθεστώς προστασίας για χιλιάδες Αφγανούς υπηκόους, που τέθηκε αρχικά σε εφαρμογή επί προεδρίας Μπάιντεν, μετά το φιάσκο της αμερικανικής αποχώρησης από τα αφγανικά εδάφη.
Υπολογίζεται ότι 14.600 Αφγανοί κινδυνεύουν με άμεση απέλαση τον Μάιο.
Κατά την υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νόεμ, οι συνθήκες στο Αφγανιστάν δεν δικαιολογούν πλέον το καθεστώς προστασίας.
«Οι επηρεαζόμενοι αλλοδαποί καλούνται να αυτοαπελαθούν οικειοθελώς, χρησιμοποιώντας την εφαρμογή CBP Home App», ανέφερε σε ανακοίνωσή της.
Μεταστροφή προς μια όλο και πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική και πρακτικές καταγράφεται όμως και στην ΕΕ, εν μέσω ανόδου της Ακροδεξιάς.
Στη Γερμανία, στη σκληρή αντιμεταναστευτική ατζέντα του νέου «μεγάλου συνασπισμού» συγκαταλέγονται απελάσεις εξπρές Αφγανών υπηκόων χωρίς χαρτιά.
Η Αυστρία έστειλε ήδη από τον Ιανουάριο δύο αξιωματούχους στην Καμπούλ για να συζητήσουν με εκπροσώπους των Ταλιμπάν τον επαναπατρισμό Αφγανών, οι αιτήσεις ασύλου των οποίων έχουν απορριφθεί.
Η Βιέννη χαρακτήρισε τις συνομιλίες «τεχνικο-επιχειρησιακού χαρακτήρα, χωρίς διπλωματική διάσταση».
Ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη αναλάβει δράση.
Η Γαλλία απέλασε έναν Αφγανό το 2023, που είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης επειδή πανηγύριζε στο διαδίκτυο για την άγρια δολοφονία του δασκάλου Σαμιέλ Πατί σε τρομοκρατική επίθεση το 2020.
Δύο Αφγανοί επαναπατρίστηκαν με τη βία από την Ελβετία στην Καμπούλ, μέσω Κωνσταντινούπολης, τον Οκτώβριο του 2024. Υπογραμμίζοντας ότι ήταν καταδικασμένοι εγκληματίες, η κυβέρνηση της Βέρνης έκανε λόγο για «πιλοτικό πρόγραμμα».
Η Σουηδία έχει επίσης απελάσει ορισμένους Αφγανούς μέσω Ουζμπεκιστάν.
Εκατομμύρια είναι εν τω μεταξύ οι Αφγανοί που έχουν ήδη εξαναγκαστεί σε επαναπατρισμό από τις αρχές του Ιράν και του Πακιστάν, αμφότερες όμορες του Αφγανιστάν. Η πρακτική συνεχίζεται, με τον ΟΗΕ να καταγγέλλει το Ισλαμαμπάντ για πογκρόμ συλλήψεων.