Πριν από έναν χρόνο, μια εικόνα του Τραμπ κατάφερε να συγκεντρώσει το σοκ, το πάθος και τη μεταμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής.
Ήταν η στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ, αιμόφυρτος, σήκωσε τη γροθιά του στον αέρα, καλώντας τους οπαδούς του να «πολεμήσουν».
Ήταν η στιγμή που μετατράπηκε σε πολιτικό σύμβολο και —για πολλούς — σε θεϊκή απόδειξη.
Ήταν 13 Ιουλίου 2024, όταν ο Μπλέικ Μαρνέλ, ένας από τους πιο πιστούς υποστηρικτές του Τραμπ, στεκόταν μόλις 10 μέτρα μακριά του, στην πρώτη σειρά της συγκέντρωσης στο Μπάτλερ της Πενσυλβανίας.
Ντυμένος με το χαρακτηριστικό του «τούβλινο κοστούμι» που συμβολίζει το συνοριακό τείχος, παρακολουθούσε μια μεγάλη οθόνη που έδειχνε στοιχεία για τη μετανάστευση. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, οι πυροβολισμοί άλλαξαν τα πάντα.
«Νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα», είπε αργότερα ο 60χρονος από το Σαν Ντιέγκο. Όταν είδε τους πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας να πέφτουν πάνω στον Τραμπ, και τον ίδιο να σηκώνεται με ματωμένο πρόσωπο και υψωμένη γροθιά, αναφώνησε: «Ναι! Ναι! Ναι!».
Η εικόνα εκείνης της στιγμής έκανε τον γύρο του κόσμου. Ο πρώην πρόεδρος είχε χτυπηθεί στο αυτί από τη σφαίρα του 20χρονου Τόμας Κρουκς, ο οποίος σκοτώθηκε επί τόπου από την ασφάλεια.
Ο πυροσβέστης Κόρι Κομπερατόρε σκοτώθηκε, ενώ άλλοι δύο πολίτες τραυματίστηκαν σοβαρά.
Το χάος και η ένταση εκείνων των λεπτών έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη όσων παρευρίσκονταν. «Υπήρχε μια καταιγίδα συναισθημάτων – οργή, προσευχή, δάκρυα, σοκ. Ήταν αδύνατο να συλλάβεις όλο το εύρος των αντιδράσεων», θυμάται ο Μαρνέλ.
Η αλυσιδωτή αντίδραση
Η επόμενη εβδομάδα δεν άλλαξε απλώς τον εκλογικό αγώνα· άλλαξε την ίδια την πολιτική ταυτότητα της Αμερικής.
Ο Τζο Μπάιντεν, σε ηλικία 81 ετών και μετά από μια σειρά αμφιλεγόμενων εμφανίσεων, προσβλήθηκε από COVID-19 και μόλις οκτώ ημέρες μετά την επίθεση στον Τραμπ, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την προεκλογική κούρσα.
Η κίνησή του αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα όχι μόνο της υγείας του αλλά και έντονων πιέσεων από κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Νάνσι Πελόσι και ο Τσακ Σούμερ.
Ο Τραμπ, εν τω μεταξύ, επέστρεψε εντυπωσιακά
Στις 19 Ιουλίου, εμφανίστηκε στο Ρεπουμπλικανικό Συνέδριο με επίθεμα στο αυτί και εκφώνησε μια φλογερή 90λεπτη ομιλία, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον άνθρωπο που «ο Θεός έσωσε για να σώσει την Αμερική».
Πολλοί σύνεδροι φορούσαν επιθέματα στο αυτί σε ένδειξη συμπαράστασης. Η εικόνα του να υψώνει τη γροθιά του έγινε το νέο σύμβολο της καμπάνιας του.
Η επίδραση της επίθεσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Χένρι Όλσεν, η αντίδραση του Τραμπ «θύμιζε μεσαιωνικό ηγέτη, που σηκώνει το λάβαρο και καλεί τον λαό του να συσπειρωθεί».
Ακόμη και οι επικριτές του αναγνώρισαν ότι η στάση του εκείνη τη στιγμή άλλαξε τη ροή της ιστορίας.
Μία εικόνα χίλιες λέξεις
Ο συγγραφέας Κρις Γουίπλ, που εργάζεται χρόνια πάνω σε πολιτικά πορτρέτα, περιγράφει εκείνες τις μέρες ως «την πιο απίστευτη εκστρατεία στην αμερικανική ιστορία».
Στο βιβλίο του Uncharted, παρουσιάζει πώς η «εικόνα του Τραμπ με αίμα στα μάγουλα και φωτιά στα μάτια» συνέτριψε την εικόνα του αποδυναμωμένου Μπάιντεν, ο οποίος εκείνη την ίδια περίοδο, εμφανιζόταν αποπροσανατολισμένος και κουρασμένος, ανεβαίνοντας με δυσκολία τις σκάλες του Air Force One.
Η πολιτική καταιγίδα δεν σταμάτησε εκεί.
Ο Έλον Μασκ, βλέποντας τη στροφή του κοινού, ανακοίνωσε δημόσια την υποστήριξή του στον Τραμπ και δαπάνησε πάνω από 280 εκατομμύρια δολάρια για να τον ενισχύσει.
Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ επίσης εντυπωσιάστηκε από τη στάση του Τραμπ, προχωρώντας σε αλλαγές στη Meta που έδωσαν έμφαση στην «ανεμπόδιστη έκφραση πολιτικών απόψεων», επηρεάζοντας την ενημέρωση εκατομμυρίων.
Αλλά και για τον ίδιο τον Τραμπ, η εμπειρία άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα. Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του, όπως η Σούζι Γουάιλς, ο Τραμπ αντιμετώπισε την απόπειρα ως θεϊκό μήνυμα:
«Ο Θεός σε άφησε να ζήσεις για να συνεχίσεις την αποστολή σου», του είπε. Από εκείνη τη μέρα, όπως λένε όσοι τον περιβάλλουν, «έγινε ένας άνθρωπος που ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία» — πιο παρορμητικός, πιο τολμηρός, πιο απρόβλεπτος.
Η επιτυχία του Τραμπ και η αποτυχία των Δημοκρατικών
Ο Κερτ Μπαρντέλα, σύμβουλος των Δημοκρατικών, υπογραμμίζει την έλλειψη σχεδίου διαδοχής του Μπάιντεν ως τη μεγαλύτερη αποτυχία του κόμματος.
«Αν είχε αποσυρθεί μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, θα υπήρχε χρόνος για μια ουσιαστική εκλογική διαδικασία. Αντί γι’ αυτό, η Χάρις είχε μόλις 107 ημέρες για να οργανώσει εκστρατεία, και ήταν αδύνατο να αντιστρέψει το κλίμα».
Παρόλο που η Καμάλα Χάρις έφερε μια αναλαμπή ενθουσιασμού στο συνέδριο των Δημοκρατικών και στη μοναδική της συζήτηση με τον Τραμπ, ήταν πια αργά. Το χάσμα εμπιστοσύνης προς το κόμμα είχε διευρυνθεί.
Η καθυστερημένη αποχώρηση του Μπάιντεν θεωρήθηκε από πολλούς οπαδούς της προοδευτικής πτέρυγας ως σύμπτωμα της αλαζονείας του κατεστημένου, δίνοντας ώθηση σε νέα πρόσωπα όπως ο Ζοράν Μαμντάνι και η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.
Ο απόηχος
Η σκιά του 2024 απλώνεται ακόμα πάνω από την Ουάσινγκτον.
Από μια απλή πολιτική ομιλία σε μια σκληρή, σχεδόν υπερβατική μάχη για το μέλλον των ΗΠΑ, το καλοκαίρι του 2024 μετατράπηκε σε σημείο καμπής.
Όμως, καθώς ο δημόσιος λόγος συρρικνώνεται σε συνθήματα και εικόνες, και οι θεσμοί μοιάζουν όλο και πιο αδύναμοι μπροστά σε προσωποπαγείς δυναμικές, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι τελικά το τίμημα αυτής της «αναγέννησης» του Τραμπ.
Η πολιτική γίνεται όλο και πιο θεατρική, αλλά λιγότερο προβλέψιμη — και συχνά, λιγότερο δημοκρατική.
Το αν η χώρα βγήκε πιο δυνατή ή πιο διχασμένη από εκείνες τις δραματικές ημέρες του Ιουλίου είναι ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα.
Και ίσως το πιο ανησυχητικό είναι πως, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, μια τόσο καθοριστική αλλαγή δεν προέκυψε από μια πολιτική ιδέα ή από ένα κοινωνικό κίνημα — αλλά από μια σφαίρα και μια γροθιά.