Αλ. Τσίπρας: Δική μου απόφαση το δημοψήφισμα – Το βασάνισα στο μυαλό και την καρδιά

Κοινοποίηση

Την πορεία προς το δημοψήφισμα του 2015 περιγράφει ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας διαβάζοντας αποσπάσματα του βιβλίου του «Ιθάκη» από το κεφάλαιο «Ωρα Αποφάσεων». 

Ο κ. Τσίπρας αναφέρει ότι το δημοψήφισμα αποτέλεσε αποκλειστικά δική του απόφαση, την οποία πρώτα έμαθαν κοντινοί του συνεργάτες. «Ηταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου», σημειώνει, μεταξύ άλλων. 

Στη σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας, λίγο πριν από την αναγγελία του δημοψηφίσματος ο κ. Τσίπρας γράφει όσα είπε στους συνεργάτες του: «Τους εξήγησα καθαρά: “Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας”».

Το βίντεο με το απόσπασμα

Αναλυτικά το απόσπασμα:

Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στην καρδιά. Ηταν μια απόφαση με λογική και ευαισθησία. Δημοκρατική ευαισθησία. 

Πρώτα το έμαθαν οι κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν. Οχι γιατί δεν θέλαμε αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη […] Συνυπολόγισα τις επιθέσεις, τις πιέσεις και την προσπάθεια αποδόμησης όχι μόνο σε μένα αλλά κυρίως στη χώρα. 

Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ηρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας. Ηταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.

Ξεκίνησε η σύσκεψη. Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. «Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση», τους είπα. Και συνέχισα: «Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρότασή τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού».

Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Eπεσε σιωπή. Ηταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Υστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. «Ποιος είναι ο στόχος μας;» με ρώτησαν. «Ο στόχος», συνέχισα, «είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».

Τους εξήγησα καθαρά: «Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας».

Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως για το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ημουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα «Χρόνια πολλά». Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.

Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από εκεί για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου, κι ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου: «Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό». Ημουν κατηγορηματικός: «Οχι τώρα, αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει». Ημουν συγκεντρωμένος, ή μάλλον εγκλωβισμένος, στον φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση. Από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα. «Μόνο μισό λεπτό». Κι εγώ, επίμονα, της έγνεφα «Οχι, φύγε». Τότε, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά. Δαγκώθηκα, ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα