Από τα Κύθηρα μέχρι την Αθήνα και τη Βοστώνη, ο Αλέξανδρος Κυριακόπουλος αρνείται την κλασική μουσική ως «μουσειακό» είδος, αναζητώντας τον «κίνδυνο» επί σκηνής. Λίγες μέρες πριν το επίσημο δισκογραφικό του ντεμπούτο, με τίτλο «Victory?», μια σύγχρονη ανάγνωση της 7ης Σονάτας του Prokofiev, συνάντησα διαδικτυακά τον πολλά υποσχόμενο νεαρό Έλληνα πιανίστα, σε μια ειλικρινή συζήτηση για τη μουσική, τη ζωή και τα όνειρά του, αλλά και όσα ανυπομονεί να παρουσιάσει στο ελληνικό και το διεθνές κοινό.
Αποκλειστική συνέντευξη: Νάντια Σουφλή
Κάθε διαδρομή κρύβει μέσα της μια αφήγηση αντιθέσεων. Για τον Αλέξανδρο Κυριακόπουλο, η αφήγηση αυτή ξεκίνησε από τη νησιωτική σιωπή των Κυθήρων, όπου ο πρώτος ήχος που τον καθόρισε δεν προερχόταν από ένα πιάνο, αλλά από τον άνεμο και τη θάλασσα. Από αυτόν τον «μικρό παράδεισο», το παιδί που έμαθε να «αντέχει τις παύσεις», βρέθηκε στην πολύβουη Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του, ολοκληρώνοντας Διπλώματα Πιάνου, Αρμονίας και Αντίστιξης από το Υπουργείο Πολιτισμού, λαμβάνοντας πρώτο βραβείο και την ύψιστη διάκριση. Ήδη από το 2018 και το 2019, με υποτροφίες του Ιδρύματος Λεβέντη, η πορεία του στράφηκε προς τη διεθνή σκηνή με εφαλτήριο το Oxford Piano Festival.


Σήμερα, η διαδρομή του μοιάζει με ρεσιτάλ: δυναμική, με παύσεις και εκρηκτικά forte. Το 2021 έγινε δεκτός με πλήρη υποτροφία στο Boston Conservatory at Berklee, όπου σπούδασε με τον Michael Lewin. Από τότε ζει στη Βοστώνη, έχοντας πραγματοποιήσει εμφανίσεις σε αναγνωρισμένα φεστιβάλ και σκηνές των ΗΠΑ (Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια κ.α.) και της Ευρώπης. Αυτή η «διπλή ταυτότητα»—η ελληνική δημιουργία απέναντι στην αμερικανική πειθαρχία—δεν είναι για τον ίδιο διχασμός. Αντιθέτως, αποτελεί έναν καθημερινό και δημιουργικό διάλογο, μέσα στον οποίο ο ίδιος δεν επαναπαύεται, αλλά αναζητά συνεχώς τρόπους επαναπροσδιορισμού της πιο καθαρής εκδοχής του εαυτού του.
–Η πρώτη μεγάλη μετατόπιση έγινε στην εφηβεία, που μετακομίσατε από τα Κύθηρα στην Αθήνα. Ποιο ήταν το κίνητρο και ποια η πιο επώδυνη συνειδητοποίηση;
Η απόφαση να φύγω από τα Κύθηρα δεν πάρθηκε σε μια στιγμή. Ήρθε σιγά-σιγά, σαν μια εσωτερική πίεση. Κατάλαβα ότι στο νησί είχα φτάσει σε ένα τέλμα – όχι με την έννοια της αγάπης ή της ποιότητας ζωής, αλλά των δυνατοτήτων. Ήθελα να συναντήσω δασκάλους, να δω πώς παίζουν άλλοι, να δοκιμαστώ σε ένα περιβάλλον που δεν με γνώριζε κανείς. Το τελευταίο «σπρώξιμο» ήταν η αίσθηση ότι αν δεν το τολμήσω στην εφηβεία, μετά θα είναι αργά. Το πιο επώδυνο κομμάτι δεν ήταν η Αθήνα η ίδια, αλλά το ότι εκεί κανείς δεν με περίμενε. Στα Κύθηρα ήμουν «ο Αλέξανδρος που παίζει πιάνο». Στην Αθήνα ήμουν ένας έφηβος μέσα σε ένα απρόσωπο σύστημα. Συνειδητοποίησα γρήγορα ότι το ταλέντο, όσο κι αν υπάρχει, δεν αρκεί. Πρέπει να ξαναχτίσεις τον εαυτό σου από την αρχή – χαρακτήρα, αντοχή, πειθαρχία. Αυτό το «reset» ήταν δύσκολο, αλλά και λυτρωτικό.
-Τώρα από μακριά, πώς μοιάζει η ζωή στα Κύθηρα;
Τώρα πια, τα Κύθηρα δεν είναι απλώς ο τόπος που μεγάλωσα, είναι ένα εσωτερικό σημείο αναφοράς. Όσο μεγαλώνω, τόσο συνειδητοποιώ πόσο σπάνιο είναι να μεγαλώνεις σε έναν χώρο όπου η ησυχία και η φύση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά καθημερινότητα. Η ζωή στα Κύθηρα μοιάζει σαν μια μόνιμη πρόβα για την ικανότητα να ακούς. Εκεί έμαθα να ξεχωρίζω τον ήχο από τον θόρυβο, τη διαφορά ανάμεσα στο «γεμάτο» κενό και στο «άδειο» γεμάτο με πληροφορία. Από εκεί κουβαλάω μια αίσθηση εσωτερικού ρυθμού που δεν εξαρτάται από ρολόγια, αλλά από το φως, τον αέρα, το χρόνο που κάνει η ψυχή για να ηρεμήσει.
– Ελλάδα, Αμερική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικατοπτρίζει μια διπλή ζωή, έναν διπλό διάλογο. Πού συγκρούονται οι δύο ταυτότητες και πώς ισορροπείτε;
Οι δύο «ταυτότητες» δεν είναι θεωρία για μένα, είναι η καθημερινότητά μου. Από τη μια, η Αμερική με έμαθε να δουλεύω με ακρίβεια, να οργανώνω, να σέβομαι το χρόνο του άλλου, να ζητάω πολλά από τον εαυτό μου. Από την άλλη, η Ελλάδα μου έδωσε φαντασία, ένστικτο, την ελευθερία να αφήνω χώρο στο απρόβλεπτο. Συγκρούονται όταν το ένα άκρο πάει να καταπιεί το άλλο. Όταν η «τελειότητα» απειλεί να στεγνώσει το συναίσθημα, ή όταν η παρόρμηση απειλεί να γκρεμίσει ό,τι έχτισα με κόπο. Ισορροπία βρίσκω όταν επιτρέπω στην αμερικανική μου πλευρά να βάζει δομή – στο πρόγραμμα, στην προετοιμασία, στην ευθύνη – και αφήνω την ελληνική πλευρά να «χρωματίζει» τον ήχο, τη φρασεολογία, την τέχνη. Σαν να έχω δύο εσωτερικούς «συνεργάτες» που πρέπει κάθε φορά να τους βάλω να δουλέψουν μαζί, αντί να τσακώνονται.


-Ποιο είναι το προσωπικό κόστος;
Το πιο μεγάλο τίμημα είναι ο χρόνος που δεν θα γυρίσει ποτέ. Ο χρόνος με τους γονείς μου, που τώρα τον ζούμε κομμένο σε κομμάτια – διακοπές, κλήσεις, σύντομες επισκέψεις. Χάνεις γιορτές, στιγμές, μικρές καθημερινές σκηνές που δεν μπαίνουν σε βιογραφικό, αλλά φτιάχνουν τη ζωή. Μου λείπει, επίσης, η αίσθηση ότι αν βγω από την πόρτα, θα συναντήσω ανθρώπους που με ξέρουν από παιδί. Στην Αμερική ζεις συνεχώς σε ένα «τώρα» που πρέπει να αποδείξεις ποιος είσαι. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα «πριν» που σε αγκαλιάζει. Προσωπικό τίμημα είναι και η μόνιμη εγρήγορση. Το να είσαι συνεχώς «σε μετάβαση», να χτίζεις καριέρα σε μια άλλη ήπειρο, σημαίνει ότι σπάνια αφήνεσαι πραγματικά. Αλλά είμαι συνειδητά μέσα σε αυτή την επιλογή. Δεν τη βλέπω σαν θυσία. Τη βλέπω σαν επένδυση ζωής.
–Ποιο είναι το πιο «αντιφατικό» μάθημα, με το οποίο τελικά έπρεπε να συμφιλιωθείτε για να βρείτε τη δική σας, αυθεντική φωνή;
Είχα την τύχη να συναντήσω δασκάλους που δεν ήθελαν να με κάνουν «αντίγραφό» τους. Ο Δημήτρης Τουφεξής μου έδειξε τη δομή, τη λογική, την πειθαρχία του βλέμματος πάνω στην παρτιτούρα. Ο Michael Lewin άνοιξε άλλες πόρτες – θεατρικότητα, κίνδυνο, σκηνική ένταση και πολλές ώρες μελέτης. Το πιο «αντιφατικό» μάθημα ήταν ότι, ενώ όλοι μου ζητούσαν ακρίβεια, την ίδια στιγμή μου έλεγαν να ρισκάρω. Στην αρχή αυτό μου φάνηκε παράλογο: πώς γίνεται να είσαι ταυτόχρονα απόλυτα ευθυγραμμισμένος με το κείμενο και εντελώς ελεύθερος; Έπρεπε να περάσει καιρός για να καταλάβω ότι η ελευθερία χωρίς γνώση είναι χάος, και η γνώση χωρίς ελευθερία είναι μουσειακό αντικείμενο. Για να βρω τη δική μου φωνή, έπρεπε να δεχτώ ότι δεν θα ικανοποιώ πάντα όλους τους δασκάλους, και ότι κάποια στιγμή πρέπει να πω: «Αυτός είμαι. Έτσι ακούω εγώ αυτό το έργο». Αυτή η στιγμή ευθύνης είναι και η πιο απελευθερωτική.
-Αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για ελληνική ηχητική ταυτότητα, ποιος είναι ο πιο «ελληνικός» ήχος που έχει γεννηθεί στο πιάνο σας στη Βοστώνη;
Όπου κι αν βρίσκομαι, με ακολουθεί ένας συγκεκριμένος τρόπος χτισίματος του χρόνου. Στην Ελλάδα μαθαίνεις να αντέχεις τις παύσεις, να μην φοβάσαι τη σιωπή. Στη Βοστώνη, πολλές φορές, νιώθω ότι η «ελληνική» πλευρά μου βγαίνει στον τρόπο που αφήνω τη φράση να αναπνεύσει λίγο παραπάνω από όσο «επιτρέπεται». Ο πιο «ελληνικός» ήχος, ίσως, ήταν σε μια πρόβα πάνω σε ένα έργο του Ravel, όπου, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, το rubato και το χρώμα του αριστερού μου χεριού έμοιαζαν περισσότερο με κύμα παρά με μέτρο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η θάλασσα των Κυθήρων είναι πάντα μαζί μου, ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιώ.
-Κι αν η σιωπή είναι το πιο ειλικρινές σημείο της μουσικής, ποια ήταν η πιο «θορυβώδης» σιωπή σε συναυλία;
Υπάρχει μια σιωπή πριν παίξεις την πρώτη νότα, όπου νιώθεις όλη την αίθουσα να κρατάει αναπνοή. Αυτή η ένταση είναι γνωστή σε όλους τους μουσικούς. Αλλά η πιο «θορυβώδης» σιωπή που έχω ζήσει ήταν μετά το τέλος ενός αργού μέρους. Είχα μόλις τελειώσει ένα νυχτερινό του Σοπέν στη Νέα Υόρκη, τα χέρια μου ήταν ακόμα πάνω από τα πλήκτρα, και για λίγα δευτερόλεπτα κανείς δεν χειροκρότησε. Δεν ήταν αμηχανία, ήταν σαν όλοι να προσπαθούσαν να μην σπάσουν κάτι εύθραυστο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως ο ήχος συνέχιζε να υπάρχει, μόνο που είχε περάσει από το πιάνο στους ανθρώπους. Αυτή η σιωπή είναι πιο δυνατή από οποιοδήποτε χειροκρότημα.


–Αν το πιάνο είναι το «όπλο σας», ποιος είναι ο πιο δύσκολος «αντίπαλος»;
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος δεν είναι ο ανταγωνισμός με άλλους πιανίστες. Είναι η επιφανειακή ακρόαση, η βιασύνη με την οποία καταναλώνουμε τα πάντα. Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα πρέπει να χωρέσουν σε λίγα δευτερόλεπτα. Η μουσική όμως, ειδικά η κλασική, χρειάζεται χρόνο. Πρέπει λοιπόν, να παλέψω με τον πειρασμό να προσαρμοστώ σε αυτήν τη λογική του «γρήγορου εντυπωσιασμού», αλλά και με τον δικό μου φόβο μήπως δεν ακουστώ. Προσπαθώ κάθε φορά να δημιουργώ ένα περιβάλλον, όπου ο ακροατής θα νιώσει ασφαλής να ακούσει σε βάθος. Αν τα καταφέρω, έστω και για λίγο, τότε έχω κερδίσει την πιο σημαντική «μάχη».
–Θα μοιραστείτε μαζί μας ένα project στο οποίο έχετε επενδύσει αυτή την περίοδο;
Αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα project που νιώθω ότι με διαμορφώνει βαθύτερα, θα επιλέξω αυτό που ετοιμάζω αυτή την περίοδο με τη Γαλλίδα εικαστικό Catheline van den Branden. Είναι ένα έργο σε εξέλιξη, αλλά ίσως γι’ αυτό ακριβώς αισθάνομαι πως βρίσκεται στην καρδιά της επόμενης φάσης μου ως καλλιτέχνη. Η βασική του ιδέα είναι η ταυτόχρονη δημιουργία: καθώς παίζω πιάνο, η Catheline θα δημιουργεί έργο τέχνης σε πραγματικό χρόνο — οι δικές μου φράσεις, παύσεις και δυναμικές θα τροφοδοτούν τη δική της κίνηση πάνω στον καμβά, και η δική της χειρονομία θα επιστρέφει πίσω σε εμένα ως νέα μουσική ενέργεια. Δεν είναι «συνοδεία» ούτε performance art με την κλασική έννοια· είναι ένας ζωντανός διάλογος δύο τελείως διαφορετικών τεχνών που προσπαθούν να συναντηθούν στο ίδιο παρόν. Προγραμματίζουμε την πρώτη παρουσίασή του μέσα στην Άνοιξη του 2026 στη Βοστώνη, σε χώρο που υποστηρίζει σύγχρονες διαθεματικές δράσεις. Από εκεί θα ξεκινήσει η πορεία του, με στόχο να ταξιδέψει και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Αυτό το project είναι σημαντικό για μένα γιατί εκεί αντιλαμβάνομαι ξεκάθαρα ότι η ταυτότητά μου δεν περιορίζεται στο να εκτελώ μουσική, αλλά στο να επιμελούμαι εμπειρίες. Με ενδιαφέρει το τι νιώθει ο θεατής πριν ξεκινήσει η πρώτη νότα, πώς ο χώρος αλλάζει με την παρουσία μας, πώς η εικόνα και ο ήχος μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς ο ένας να υπηρετεί τον άλλον. Και κυρίως, με ενδιαφέρει η αλήθεια της στιγμής. Ό,τι συμβεί εκείνη τη βραδιά, θα παραχθεί μπροστά στο κοινό και μόνο για εκείνο. Αυτό θεωρώ ότι είναι η ουσία της ζωντανής τέχνης.
-Αν ακόμα υπάρχουν ταμπού γύρω από την κλασική μουσική, ποιο είναι το πρώτο που θα καταρρίπτατε;
Το πρώτο ταμπού που θα ήθελα να καταρρίψω είναι η ιδέα ότι η κλασική μουσική ανήκει σε λίγους, σε ανθρώπους «ειδικούς», σε όσους γνωρίζουν ήδη το ρεπερτόριο ή αισθάνονται άνετα μέσα στο τυπικό περιβάλλον μιας αίθουσας. Αυτός ο φόβος του «δεν είμαι αρκετά κατάλληλος για να ακούσω κλασική μουσική» απομακρύνει ανθρώπους που στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να συγκινηθούν βαθιά από αυτήν. Η κλασική μουσική δεν είναι μουσείο. Δεν είναι εξέταση. Δεν είναι πασαρέλα γνώσης. Είναι ανθρώπινη εμπειρία και η ανθρώπινη εμπειρία δεν χρειάζεται κανόνες για να τη ζήσεις.
-Πώς οραματίζεστε, λοιπόν, εσείς την ακρόασή της από το κοινό;
Θέλω συναυλίες όπου ο ακροατής νιώθει ότι έχει θέση, ακόμη κι αν δεν έχει ξανακούσει μια σονάτα στη ζωή του. Θέλω χώρους που δεν φοβούνται να αναπνεύσουν — γκαλερί, μικρές αίθουσες, υπαίθριους και εξωτερικους χώρους — όπου η μουσική συναντά την τέχνη, τον λόγο, τον χορό, και ξαφνικά η απόσταση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον άνθρωπο εξαφανίζεται. Φανταστείτε μια συναυλία μέσα σε ένα κάστρο ή δίπλα σε έναν καταρράκτη. Κυρίως, θέλω φεστιβάλ όπου ο κόσμος δεν έρχεται να παρακολουθήσει «ειδικούς», αλλά να συμμετέχει: να ακούσει, να ρωτήσει, να αμφισβητήσει, να συνδεθεί. Η κλασική μουσική δεν θα χάσει ποτέ την αξία της αν ανοίξει· θα χάσει την αξία της μόνο αν συνεχίσει να μένει κλειστή. Η πρόσβαση δεν είναι ευγένεια προς το κοινό — είναι υποχρέωση προς την ίδια τη μουσική. Αυτό που θα ήθελα να συμβεί μετά από μια συναυλία δεν είναι απαραίτητα να πει κάποιος «τι καλά έπαιξε». Θα προτιμούσα να βγει έξω και να αισθάνεται ότι κάτι μέσα του μετακινήθηκε έστω λίγο. Μπορεί να είναι η ανάγκη να πάρει ένα τηλέφωνο σε έναν άνθρωπο που έχει καιρό να δει. Μπορεί να είναι η απόφαση να αφήσει λίγο χώρο για σιωπή μέσα στην ημέρα του. Μπορεί να είναι η σκέψη ότι δεν χρειάζεται να κρύβει τόσο πολύ το συναίσθημά του. Αν η μουσική γίνει αφορμή να αλλάξει έστω και μια μικρή επιλογή στην καθημερινότητά του, τότε έχει συμβεί κάτι ουσιαστικό.
– Στη Βοστώνη διδάσκετε. Πώς προσεγγίζετε την εκπαιδευτική διαδικασία, όταν κι εσείς ακόμα βλέπετε τον εαυτό σας να μαθαίνει και να εξελίσσεται;
Ναι, διδάσκω παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Βλέπω τη διδασκαλία όχι ως «μεταφορά γνώσης», αλλά ως κοινό ταξίδι. Κάθε μαθητής έρχεται με έναν διαφορετικό λόγο που θέλει να παίξει πιάνο – άλλος για χαρά, άλλος για διέξοδο, άλλος για στόχους. Προσπαθώ πρώτα να καταλάβω αυτόν τον λόγο. Δουλεύοντας μαζί τους, θυμάμαι ότι κι εγώ είμαι ακόμα μαθητής. Συχνά, μια ερώτηση ενός μικρού παιδιού πάνω σε μια φράση, με κάνει να ξανασκεφτώ. Θέλω οι μαθητές μου να νιώθουν ότι το πιάνο δεν είναι εξεταστικό κέντρο, αλλά χώρος όπου μπορούν να είναι οι ίδιοι πιο ειλικρινείς. Αν πετύχω αυτό, τότε η τεχνική θα βρει τον δρόμο της.
-Αν η τέχνη είναι από τα λίγα πράγματα που παραμένουν «χειροποίητα» σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο μηχανικός, πώς αισθάνεστε με το γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη συνθέτει μουσική;
Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ήδη εδώ και δεν έχει νόημα να κάνουμε σαν να μην συμβαίνει. Μπορεί να γράψει μουσική, να μιμηθεί στιλ, να παράγει ατέλειωτο υλικό. Αυτό έχει ενδιαφέρον ως εργαλείο, ως τρόπος να δοκιμάσεις ιδέες, να δεις παραλλαγές. Αλλά για μένα, το κρίσιμο σημείο είναι η παρουσία. Μια συναυλία δεν είναι μόνο οι νότες· είναι το ρίσκο του ανθρώπου που βγαίνει στη σκηνή, η αναπνοή του, το τρέμουλο, η πιθανότητα να αποτύχει. Αυτά δεν τα μιμείται εύκολα μια μηχανή. Αν το ΑΙ μάς αναγκάσει να επαναδιατυπώσουμε γιατί χρειαζόμαστε τον άνθρωπο στην τέχνη, ίσως τελικά να μας κάνει πιο συνειδητούς. Θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω ως καθρέφτη, όχι ως αντικαταστάτη.
-Κι αν το ρεπερτόριό σας ήταν ένας χάρτης, μπορούμε να ταξιδέψουμε μουσικά μέσα από κάθε τοπίο;
Τα Κύθηρα θα ήταν τα Préludes του Debussy: Όχι για την εντύπωση του «γαλλικού», αλλά για τον τρόπο που ο Debussy αφήνει τον ήχο να γεννηθεί φυσικά, όπως το κύμα που φτάνει στην ακτή χωρίς βιασύνη. Εκεί αναγνωρίζω το νησί μου: φως, ανάσα, χρώμα, μια ελευθερία που δεν αναγγέλλεται αλλά υπάρχει. Τα Κύθηρα είναι ο ήχος που δεν χρειάζεται εξήγηση — ο ήχος που απλώς συμβαίνει.
Η Αθήνα, αντιθέτως, μοιάζει με τα προκλητικά, νευρικά Preludes του Σκαλκώττα: Μια μουσική που δεν κάθεται ήσυχη, γεμάτη γωνίες, μετατοπίσεις, στιγμές που σε κρατούν σε επιφυλακή. Αυτή η πόλη ήταν το πρώτο μου «ξύπνημα»: θόρυβος, ένταση, ρυθμός. Η εφηβική μου ηλικία είχε τη δική της ατονικότητα· μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου, με τους άλλους, με την πραγματικότητα μιας μητρόπολης που σου ζητά να προσαρμοστείς ή να χαθείς.
Η Βοστώνη μοιάζει με έναν συνδυασμό Mozart και Schubert: Ο Mozart για την πειθαρχημένη ισορροπία — αυτή τη διάφανη καθαρότητα που σε αναγκάζει να είσαι έντιμος, ακριβής, συγκεντρωμένος. Και ο Schubert για την εσωτερική αναζήτηση, εκείνη τη λεπτή μελαγχολία που δεν σε πιέζει, αλλά σε οδηγεί. Στη Βοστώνη βρήκα αυτό το μείγμα: μια πόλη φαινομενικά ήσυχη, αλλά γεμάτη βάθος· ένα περιβάλλον όπου μπορείς να καλλιεργήσεις τον εαυτό σου χωρίς θόρυβο, αλλά με τεράστια απαίτηση για αλήθεια.
Και η Νέα Υόρκη; Αυτή είναι άλλο πράγμα, είναι ένα powerhouse: Θα τη συνέδεα με τις πιο εκρηκτικές σονάτες του Prokofiev και με τις σπουδές του Liszt. Εκεί νιώθεις τα άκρα: την υπερβολή, την ταχύτητα, την φιλοδοξία, την ενέργεια που σε σπρώχνει μπροστά αλλά και την ευθύνη να αντέξεις το ύψος. Αυτό που με συγκλονίζει στη Νέα Υόρκη είναι ότι μπορείς να φτάσεις πολύ ψηλά, αλλά ποτέ δεν ξεχνάς το κενό που υπάρχει από κάτω. Είναι η επιτομή του απόλυτου. Ονείρου και κινδύνου μαζί.
–Έχετε καταφύγιο στα δύσκολα;
Καταφύγιο για εμένα είναι η επαφή με τη φύση. Όταν την έχω διαθέσιμη, αρκεί μια βόλτα σε ένα πάρκο, δίπλα στο νερό, μια μικρή απόσταση από το πιάνο. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, μερικές φορές χρειάζεται να απομακρυνθείς από τη μουσική για να μπορέσεις να την ακούσεις ξανά καθαρά.
-Μέσα σε όλα αυτά, μοιράζεστε με άλλους ανθρώπους; Επενδύετε στις σχέσεις;
Η ζωή που έχω επιλέξει έχει πολλή μοναξιά – ταξίδια, μελέτη, ώρες μόνος σε μια αίθουσα. Αν δεν επένδυα συνειδητά στις ανθρώπινες σχέσεις, θα ήταν επικίνδυνο. Δεν έχω τεράστιο κύκλο, αλλά προσπαθώ οι άνθρωποι που υπάρχουν στη ζωή μου να είναι παρόντες πραγματικά. Εκτιμώ τις συζητήσεις που δεν είναι μόνο επαγγελματικές, το χιούμορ, τη δυνατότητα να δείξεις την αδυναμία σου χωρίς να φοβάσαι ότι θα σε κρίνουν. Χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, η πορεία έξω θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και όσο περνά ο χρόνος, μου λείπουν περισσότερο. Μου λείπουν οι γονείς μου, οι λίγοι φίλοι που έχουν δει όλες τις εκδοχές μου (πριν τις σκηνές, πριν τα βιογραφικά, πριν τα άρθρα). Προσπαθώ να αντισταθμίσω την απόσταση με πιο ουσιαστική επικοινωνία. Όταν βρίσκομαι μαζί τους, προσπαθώ να είμαι εκεί 100%, όχι με το μισό μυαλό στην επόμενη πρόβα.
-Πώς διαμορφώνεται ένα καθημερινό 24ωρο σας;
Η μέρα μου στη Βοστώνη αρχίζει πριν ξημερώσει. Βγαίνω από το σπίτι μέσα στο σκοτάδι και πηγαίνω κατευθείαν στο γυμναστήριο. Είναι η στιγμή όπου θέτω τον τόνο της μέρας: δύναμη, καθαρότητα, ευθύνη απέναντι στον εαυτό μου. Η προπόνηση και λίγα λεπτά στη σάουνα λειτουργούν σαν «ευθυγράμμιση». Αν δεν είμαι πειθαρχημένος στο σώμα, δεν μπορώ να είμαι πειθαρχημένος στη μουσική. Ένα δυνατό πρωινό μετά είναι το επίσημο ξεκίνημα. Κι έπειτα αρχίζει η πραγματική δουλειά: ώρες μελέτης, προετοιμασία ρεπερτορίου, και αυτό που αγαπώ περισσότερο: οι «εγκεφαλοκαταιγίδες». Η Βοστώνη σε αναγκάζει να έχεις όραμα. Οι άνθρωποί της δουλεύουν με την αίσθηση ότι το μέλλον δεν περιμένει· αυτό σε σπρώχνει να οργανώσεις, να χτίσεις, να πας παρακάτω. Τα απογεύματα είναι για διδασκαλία, πρόβες ή συναντήσεις. Και όταν η μέρα κλείσει, χρειάζομαι κάτι απλό: μια βόλτα, μια συζήτηση, λίγη σιωπή. Μια ζωή που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις, αλλά σε βοηθά να γίνεις η πιο ξεκάθαρη εκδοχή του εαυτού σου.


-Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας σε δέκα χρόνια από τώρα;
Σε δέκα χρόνια θέλω να έχω εξελιχθεί σε κάτι πέρα από τον ρόλο του σολίστα. Με ενδιαφέρει να δημιουργήσω νέες μορφές τέχνης, όπου η μουσική, η όπερα, το μπαλέτο, η κίνηση και οι εικαστικές τέχνες συναντιούνται οργανικά — όχι ως «συνεργασίες», αλλά ως ενιαία γλώσσα. Θέλω να είμαι ένας καλλιτέχνης που επιμελείται και συνθέτει εμπειρίες, όχι απλώς προγράμματα. Ένας σύγχρονος Sergei Diaghilev στη δική μου εποχή. Σε δέκα χρόνια θέλω να έχω δημιουργήσει παραγωγές που ενώνουν αυτά τα πεδία — έργα που ανοίγουν νέους δρόμους και προκαλούν το κοινό να δει την τέχνη πιο ανοιχτά, πιο σύγχρονα, πιο ανθρώπινα. Αν έχω καταφέρει να αφήσω ένα τέτοιο αποτύπωμα, να αλλάξω έστω λίγο το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρουσιάζεται η μουσική, η όπερα ή το μπαλέτο, τότε θα ξέρω ότι κινούμαι στον δρόμο που πραγματικά θέλω.
-Το πιο τρελό σας όνειρο και ο μεγαλύτερος σας φόβος;
Το πιο «τρελό» μου όνειρο είναι να ιδρύσω τον δικό μου καλλιτεχνικό οργανισμό με ένα υπερσύγχρονο Πολυμορφικό Κέντρο Τέχνης. Θα είναι ένας χώρος που θα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη δημιουργία. Θέλω να μπορώ να φιλοξενώ εκεί τα μεγαλύτερα συμφωνικά σύνολα, ballet companies και opera companies, όχι απλώς για να παρουσιάζουν έργα, αλλά για να δημιουργούν νέα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι τέχνες συναντιούνται σε μια ενιαία γλώσσα. Έναν χώρο που να δείχνει στην πράξη πώς μπορεί η τέχνη να εξελιχθεί και να αγγίξει νέους ανθρώπους. Μείζονες φόβους δεν έχω. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που συνήθως εννοούμε τη λέξη. Έχω ανησυχίες, αμφιβολίες, πίεση, αλλά όχι φόβο. Ο φόβος παραλύει. Εμένα με κινεί η ευθύνη: να μην σταματήσω να εξελίσσομαι, να μη χάσω την αλήθεια της δουλειάς μου. Δεν με φοβίζει το ρίσκο, με φοβίζει η στασιμότητα. Πολύ όμως.


-Θα επιστρέφατε στην Ελλάδα;
Η Ελλάδα δεν έχει φύγει ποτέ από μέσα μου, οπότε δεν την σκέφτομαι μόνο ως γεωγραφική επιστροφή. Θα ήθελα πολύ να περάσω πιο μεγάλα διαστήματα εκεί – με συναυλίες, δράσεις, ίσως εκπαιδευτικά προγράμματα. Το πού θα βρίσκομαι μόνιμα είναι κάτι που δεν μπορώ να το απαντήσω με σιγουριά. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν θέλω να είμαι «Έλληνας του εξωτερικού» μόνο κατ’ όνομα. Θέλω η δουλειά μου να έχει πραγματική παρουσία και στην Ελλάδα, να επιστρέφει κάτι σε αυτόν τον τόπο.
–Το επίσημο δισκογραφικό σας ντεμπούτο, Victory?, κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου στις 19:00 σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη Piano Sonata No. 7 του Sergei Prokofiev, μία από τις πιο ταραγμένες, εκρηκτικές και ιστορικά φορτισμένες συνθέσεις που γράφτηκαν μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το Victory?, θέλω να δώσω τη δική μου σύγχρονη, προσωπική ανάγνωση σε ένα έργο που σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
-Το εξώφυλλο του άλμπουμ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής αφήγησης;
Η λέξη Victory? αποδίδεται πάνω σε έναν τοίχο σημαδεμένο από σφαίρες, μια εικόνα που λειτουργεί ως υπενθύμιση πως κάθε νίκη συνοδεύεται από ένα τίμημα. Τα γράμματα εμφανίζονται αποδιοργανωμένα, σχεδόν διαλυμένα, σαν να έχουν παραμορφωθεί από την ίδια τη βία της ιστορίας. Η τυπογραφική αστάθεια θέτει το κεντρικό ερώτημα του άλμπουμ: μπορεί μια νίκη που γεννήθηκε μέσα στο χάος να θεωρηθεί αληθινά κερδισμένη; Την ίδια στιγμή, η μπλε απόχρωση που κυριαρχεί στον σχεδιασμό λειτουργεί ως λεπτή αντίστιξη: μια υπόσχεση ελπίδας μέσα σε ασπρόμαυρο φόντο, ένα χρώμα που υπενθυμίζει ότι ακόμη και στις πιο βίαιες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, το φως εξακολουθεί να επιμένει.


–Γιατί επιλέξατε την 7η Σονάτα του Prokofiev και πώς προσδιορίζετε εσείς την έννοια της «νίκης»;
Όταν βρίσκεσαι υπό την καθοδήγηση ενός μέντορα, το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι να ακολουθείς τις συμβουλές του κατά γράμμα. Έτσι και εγώ πήγα κόντρα στην θέλησή μου όταν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στην 6η και 7η σονάτα του Prokofiev για το επόμενο επίκεντρο του ρεπερτορίου μου. Κατέληξα να διαλέγω την 7η καθώς είναι από τα λίγα έργα του 20ού αιώνα που αναφέρονται τόσο ωμά στην ανθρώπινη αντοχή. Είναι γραμμένη μέσα στον πόλεμο. Κουβαλάει άγχος, αγωνία, αμφιβολία, αλλά και ένα σχεδόν σπασμωδικό ξέσπασμα δύναμης στο τέλος. Το τελευταίο μέρος δεν είναι χαρά, είναι μια νίκη που κατακτάται με τα δόντια. Ενας ρυθμός που επιμένει, ακόμη κι όταν όλα γύρω του δείχνουν έτοιμα να καταρρεύσουν. Για εμένα σήμερα η «νίκη» δεν είναι θρίαμβος ή επιβράβευση, είναι η ικανότητα να συνεχίζεις. Η επιμονή, η συνέπεια, το να προχωράς ακόμη κι όταν δεν υπάρχει χειροκρότημα. Με ενδιαφέρει η νίκη που χτίζεται αθόρυβα, μέρα με τη μέρα. Με αυτόν τον τρόπο, η 7η Σονάτα λειτουργεί σαν μια μορφή αντίστασης, μια υπενθύμιση ότι η πραγματική δύναμη είναι εκείνη που κρατάει ρυθμό όταν όλα τρέμουν.


Πληροφορίες για το άλμπουμ Victory?
Με το Victory?, ο Αλέξανδρος Κυριακόπουλος επιχειρεί κάτι περισσότερο από μια δισκογραφική καταγραφή. Δημιουργεί μια σύγχρονη καλλιτεχνική δήλωση σχετικά με το πώς ορίζεται η νίκη, πότε αυτή διαστρεβλώνεται και ποιο είναι το πραγματικό της τίμημα. Πρόκειται για μια πρώτη κυκλοφορία που συστήνει έναν νέο Έλληνα πιανίστα με διεθνή προοπτική και ξεκάθαρη καλλιτεχνική ταυτότητα. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε ζωντανά το 2025 στη Βοστώνη, στην ιστορική αίθουσα Seully Hall, αποτυπώνοντας την αμεσότητα και την ωμή ενέργεια που απαιτεί το έργο του Prokofiev. Η παραγωγή ολοκληρώθηκε στα South Side Studios στη Γλυφάδα, όπου υπό την επιμέλεια του Φίλιππου Ηλιάδη έγινε η επεξεργασία, το mixing και το mastering. Το South Side Studios έχει πλέον καθιερωθεί ως ένα από τα πιο δυναμικά και ανερχόμενα στούντιο της σύγχρονης ελληνικής σκηνής, προσφέροντας ένα περιβάλλον υψηλής ακρίβειας, αισθητικής και τεχνικής τελειότητας. Από τις 7 Δεκεμβρίου 2025 στις 19:00 σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Μότο: Με ενδιαφέρει η νίκη που χτίζεται αθόρυβα, μέρα με τη μέρα. Με αυτόν τον τρόπο, η 7η Σονάτα του Prokofiev λειτουργεί σαν μια μορφή αντίστασης, μια υπενθύμιση ότι η πραγματική δύναμη είναι εκείνη που κρατάει ρυθμό όταν όλα τρέμουν.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος


