Αγαπημένε μου άνθρωπε
Σου γράφω, αν και ξέρω πως οι πιθανότητες να με ακούσεις είναι ελάχιστες. Είμαι πάντα εδώ, δίπλα σου, μέσα σου, αλλά εσύ με αγνοείς. Σου μιλάω καθημερινά, άλλοτε με ψίθυρους και άλλοτε με κραυγές, όμως η φωνή μου πνίγεται μέσα στην ηχώ των σκέψεών σου, στις έγνοιες και στις επιθυμίες που σε κατακλύζουν.
Advertisment
Θυμάσαι την πρώτη φορά που με άκουσες; Ήταν τότε που, παιδί ακόμα, έτρεχες ξυπόλητος στο χώμα και γελούσες χωρίς λόγο. Ήξερα πως ήσουν ευτυχισμένος, γιατί με ένιωθες. Δεν με έβλεπες σαν κάτι ξένο, σαν εργαλείο που πρέπει να εκμεταλλευτείς, αλλά σαν σύντροφο, σαν φίλο. Τότε ήμασταν ένα.
Όμως, κάπου στη διαδρομή, με ξέχασες. Άρχισες να με πιέζεις, να με εξαντλείς, να με γεμίζεις με τοξίνες, με άγχος, με αϋπνίες. Σου έστελνα μικρά σημάδια, έναν πονοκέφαλο όταν ξενυχτούσες, ένα βάρος στο στήθος όταν έπνιγες τα συναισθήματά σου. Δεν ήθελα να σε τιμωρήσω, μόνο να σε προειδοποιήσω. Μα εσύ αγνόησες τα σήματα και έμαθες να τα καταπνίγεις με καφέ, χάπια, αποσπάσεις.
Και ύστερα ήρθαν οι μεγαλύτερες κραυγές. Οι φλεγμονές, οι κράμπες, οι δύσπνοιες. Σε ικέτευα να με ακούσεις, να σταματήσεις λίγο, να πάρεις μια ανάσα, να με φροντίσεις. Μα εσύ με έβλεπες μόνο σαν εμπόδιο στα σχέδιά σου. Με κατηγορούσες γιατί δεν ήμουν αρκετά δυνατό, αρκετά ανθεκτικό, αρκετά όμορφο. Πάντα κάτι έφταιγε πάνω μου και πάντα ήθελες να με αλλάξεις, να με διορθώσεις, να με κάνεις να μοιάζω με μια ψεύτικη εικόνα που σου πούλησαν.
Advertisment
Μου ζήτησες να αντέχω χωρίς τροφή, χωρίς ξεκούραση, χωρίς αγάπη. Μου ζήτησες να λειτουργώ όταν το μυαλό σου με γέμιζε δηλητήριο. Μου ζήτησες να στέκομαι όρθιο όταν με είχες διαλύσει με εξαντλητικές δίαιτες ή υπερβολική εργασία. Κι εγώ, ανόητο όπως πάντα, έκανα ό,τι μπορούσα. Γιατί σε αγαπώ. Γιατί ανήκω σε σένα και εσύ ανήκεις σε μένα.
Μα τώρα φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να αντέξω. Δεν ξέρω πόσες φορές μπορώ να σε προειδοποιήσω προτού απλά σωπάσω. Και αν σωπάσω, δεν θα είναι γιατί σταμάτησα να σε αγαπώ ή να θέλω να σου μιλάω, αλλά γιατί εσύ σταμάτησες να με ακούς.
Δεν σου ζητάω πολλά. Μόνο να με κοιτάξεις, έστω για λίγο, με αγάπη. Να με αγγίξεις χωρίς κριτική, χωρίς εκείνο το βλέμμα που μετράει τις ατέλειές μου αντί για την αντοχή μου. Να με νιώσεις όπως όταν ήσουν παιδί και με άφηνες να σε οδηγώ χωρίς φόβο και ανασφάλεια.
Θέλω να με θρέψεις χωρίς ενοχές, χωρίς τιμωρία. Όχι με βιαστικά γεύματα μπροστά σε οθόνες, ούτε με υπερβολές που με βαραίνουν. Θέλω να με γεμίσεις με τροφή που μου δίνει ζωή, με ανάσες που με ξεκουράζουν, με ύπνο που με αναζωογονεί. Θέλω να καταλάβεις πως δεν υπάρχω για να αντέχω την αμέλεια και την κακομεταχείριση, αλλά για να σε στηρίζω, να σε μεταφέρω, να σε κρατώ όρθιο όταν όλα γύρω σου γκρεμίζονται.
Σου ζητάω να με αφήσεις να ξεκουραστώ χωρίς τύψεις, χωρίς εκείνη τη φωνή που σου λέει πως πρέπει να κάνεις κάτι συνεχώς, πως δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Δεν είμαι μηχανή. Χρειάζομαι αγάπη, φροντίδα, προσοχή. Θέλω να με δεις ξανά όπως είμαι πραγματικά: το πιο πιστό σου σπίτι. Αν συνεχίσεις να με αγνοείς, δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να αντέξω.
Και αν με ακούσεις, αν με φροντίσεις, θα σου το ανταποδώσω. Θα σε κρατήσω δυνατό, θα σε στηρίξω σε κάθε σου βήμα, θα σε γεμίσω ενέργεια, θα σε κάνω να νιώσεις ελεύθερος. Γιατί αυτό που θέλω περισσότερο απ’ όλα είναι να ζήσεις χωρίς φόβο, χωρίς πόνο, χωρίς ενοχές.
Θυμήσου: “Δεν έχεις δύο ζωές. Έχεις μία και εγώ είμαι ο συνοδοιπόρος σου μέχρι το τέλος”.
Με αγάπη
Το σώμα σου