Φόρτωση Text-to-Speech…
Δύσκολο εγχείρημα αποδεικνύεται για την κυβέρνηση η «φυγή προς τα εμπρός», καθώς στη θετική ατζέντα που δημιουργεί με μέτρα όπως το «πακέτο» της Θεσσαλονίκης λειτουργούν αντίρροπα η επιμονή της ακρίβειας, αλλά και η διατήρηση στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας των υποθέσεων των Τεμπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Το υφιστάμενο σκηνικό αποτυπώνεται και στις έρευνες της κοινής γνώμης, όπου η Ν.Δ. παραμένει εγκλωβισμένη σε ποσοστά κάτω του 30%, αν και, όπως παρατηρούν δημοσκόποι, και τα μέτρα της ΔΕΘ του 2024 δεν απέδωσαν άμεσα δημοσκοπικά, αλλά σταδιακά μέχρι τον Ιανουάριο του 2025. Πάντως, με βάση το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί –παρότι ο Κυρ. Μητσοτάκης κρατάει παγίως κλειστά τα χαρτιά του για το ενδεχόμενο ανασχηματισμού–, ορισμένοι δεν αποκλείουν ο πρωθυπουργός να επιχειρήσει «επανεκκίνηση» με αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, λίγο πριν ή αμέσως μετά την έλευση του νέου έτους.
Εξάλλου από τον Ιανουάριο η απόσταση μέχρι τις προσεχείς εκλογές δεν θα είναι μεγάλη: θα πραγματοποιηθούν το αργότερο τους πρώτους μήνες του 2027, καθώς το ενδεχόμενο της «διπλής κάλπης» είναι ιδιαίτερα ισχυρό, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του έτους η χώρα αναλαμβάνει την προεδρία της Ε.Ε. και θα πρέπει να διαθέτει κυβέρνηση. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις, παρότι αποτυπώνουν στο σύνολό τους ότι η Ν.Δ. δεν έχει αντίπαλο που να διεκδικεί την πρώτη θέση, καταγράφουν δύο «μαύρες τρύπες» για το κυβερνών κόμμα.
Η πρώτη είναι πως οι αυξήσεις στα εισοδήματα που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση δεν αντισταθμίζουν το πρόβλημα του πληθωρισμού. Είναι ενδεικτικό ότι, σε έρευνα της Metron Analysis (Μega), το 50% προσδιορίζει την ακρίβεια ως το σημαντικότερο πρόβλημα. Επίσης, σε θεσμικό επίπεδο, η εικόνα της Ν.Δ. έχει «θολώσει»: στο ερώτημα «ποια λέξη χαρακτηρίζει την κυβέρνηση» (Αlco για τον Αlpha), το 74% απαντά «συγκάλυψη» και μόνο το 14% «διαφάνεια». Πάντως, οι δημοσκοπήσεις εμπεριέχουν και θετικά στοιχεία για το Μέγαρο Μαξίμου, με βασικότερο ότι έχει σημαντικά περιθώρια άντλησης ψήφων από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων. Σύμφωνα με την Αlco, οι αναποφάσιστοι αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί σε ποσοστό 6%, κεντροδεξιοί 28% και κεντρώοι 21%.
Το ΠΑΣΟΚ και η 2η κάλπη
Συζητήσεις εντός του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε η αποστροφή του Νίκου Ανδρουλάκη, στις αρχές της εβδομάδας, ότι «ο χρόνος που απομένει μέχρι τις εκλογές μπορεί να είναι χρόνος ανατροπής: να πάμε την πρώτη Κυριακή σε μια αλλαγή, η οποία αν δεν έρθει, να έρθει τη δεύτερη Κυριακή». Η αναφορά του σε διπλές κάλπες ήταν μία ακόμη σαφής δήλωση προθέσεων ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη Ν.Δ. για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ομως, η τοποθέτηση του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «αλλαγή που μπορεί να έρθει τη δεύτερη Κυριακή», ότι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ μπορεί να υπολείπεται της Ν.Δ. στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση αλλά να επικρατήσει στη δεύτερη, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Συνομιλητές του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αλλά και εσωκομματικοί του αντίπαλοι, εκτιμούν πως ο Ν. Ανδρουλάκης περιέγραψε την εικόνα που του μεταφέρουν ορισμένοι δημοσκόποι. Σύμφωνα με αυτή, το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει περί το 15%, ενώ υφίσταται ένα 5% του εκλογικού σώματος που κινείται μεταξύ Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ και «γκρίζας ζώνης». Οπως λέγεται, εάν οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι στραφούν στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση στο ΠΑΣΟΚ και ο συσχετισμός της κάλπης είναι, για παράδειγμα, 26%-20% υπέρ της Ν.Δ., μπορεί να ανατραπεί τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών, καθώς θα αναπτυχθεί δυναμική υπέρ της μεταβολής του πολιτικού σκηνικού μέσω της ήττας του κυβερνώντος κόμματος. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Ν. Ανδρουλάκης υπαινίχθηκε μια μεγάλη πρωτοβουλία μεταξύ των δύο εκλογών, που θα μπορούσε να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις γύρω από το ΠΑΣΟΚ με στόχο την αλλαγή κυβέρνησης.
Πάντως, το –δύσκολο– εγχείρημα του Ν. Ανδρουλάκη για κατάληψη της πρώτης θέσης μπορεί να καταστεί ανέφικτο εάν επιβεβαιωθεί η φιλολογία περί ίδρυσης κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα. Σύμφωνα με την Pulse (για τον ΣΚΑΪ), ο Ν. Ανδρουλάκης και ο πρώην πρωθυπουργός «αλληλοεξουδετερώνονται», καθώς ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει σαφές προβάδισμα στους κεντρώους ψηφοφόρους –τον επιλέγει το 28% έναντι του 12% που προτιμά τον Αλ. Τσίπρα–, ενώ η εικόνα αντιστρέφεται σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί. Σε αυτούς ο Αλ. Τσίπρας προηγείται με 28% έναντι 19% που επιλέγει τον Ν. Ανδρουλάκη. Εάν η συγκεκριμένη τάση επιβεβαιωθεί, οι ψήφοι πέραν της Ν.Δ. και έως τις παρυφές της Αριστεράς θα «μοιραστούν», καθιστώντας πρακτικώς αδύνατον είτε το ΠΑΣΟΚ είτε το κόμμα Τσίπρα να απειλήσουν την πρωτιά του Κυρ. Μητσοτάκη.
Η καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ
Χαμηλό βαρομετρικό επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς παραμένει εγκλωβισμένος σε ποσοστά περί το 6% –στην εκτίμηση ψήφου–, όσο δηλαδή συγκέντρωνε πριν από δέκα μήνες περίπου, κατά την κορύφωση της κρίσης που πυροδότησαν οι κινήσεις Κασσελάκη. Σε πρώτη ανάγνωση, οι χαμηλές πτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ αποδίδονται στο γεγονός ότι ως «πολιτικό προϊόν» απαξιώθηκε από τις σφοδρές συγκρούσεις και τις διαδοχικές διασπάσεις. Επίσης, ανασταλτικά για την ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργεί η ασάφεια αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Ομως, στο παρασκήνιο πλέον εγείρονται ερωτήματα και για τους χειρισμούς του Σωκράτη Φάμελλου. Παρότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πιστώνεται ότι τερμάτισε τους εσωκομματικούς κλυδωνισμούς των τελευταίων ετών, βρίσκεται αντιμέτωπος με διπλή κριτική. Του καταλογίζεται:
– Πρώτον, ότι προέβη σε στρατηγικά λάθη, με βασικότερο ότι δεν κατανόησε και δεν αξιοποίησε τον ισχυρό πολιτικό αντίκτυπο της επαναφοράς της τραγωδίας των Τεμπών στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να καθηλωθεί δημοσκοπικά, ενώ ανέβασαν αισθητά τις μετοχές τους η Πλεύση Ελευθερίας αλλά και το ΜέΡΑ25.
– Δεύτερον, ότι δεν μπόρεσε να οικοδομήσει ένα ισχυρό ηγετικό προφίλ, «τραβώντας» προς τα πάνω και τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδεικτικό ότι στο ερώτημα της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, ο Σ. Φάμελλος καταγράφεται μόλις στο 1% (Metron Analysis) και βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, μαζί με τον Γ. Βαρουφάκη.
Μάλιστα, ορισμένοι εκτιμούν πως εάν το σύνολο του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ δεν τελούσε εν αναμονή των επόμενων κινήσεων του Αλ. Τσίπρα, φωνές αμφισβήτησης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα είχαν αρχίσει να ακούγονται.