Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τις εκλογές της 21ης Μαΐου· τις εκλογές της απλής αναλογικής, του γαλάζιου «41%», του τέλους του κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος – πρωταγωνιστή του πολιτικού γίγνεσθαι.
Από τα χρόνια της κρίσης και των Μνημονίων, υπήρξαν πολλές καμπές του πολιτικού βίου που χαρακτηρίστηκαν -ενίοτε κάπως βεβιασμένα- ως «το τέλος της Μεταπολίτευσης».
Αν ο εκλογικός «σεισμός» του 2012 αναδιάταξε το πολιτικό σύστημα «σπάζοντας» τον δικομματισμό της Μεταπολίτευσης και φέρνοντας ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην πόρτα της διακυβέρνησης και το δημοψήφισμα του 2015 αποκρυστάλλωσε ανάγλυφα την κοινωνική και ταξική πόλωση της περιόδου της κρίσης, οι εκλογές του 2023 διαμόρφωσαν μια μάλλον πρωτόγνωρη συγκυρία· ένα σκηνικό κυριαρχίας του ενός κόμματος, χωρίς ισχυρό ανταγωνιστικό πυλώνα και με την αντιπολίτευση ετερόκλητη και πολυκερματισμένη.
Δύο χρόνια μετά, η τάση αυτή δεν φαίνεται να έχει αντιστραφεί -τουλάχιστον όχι για την αντιπολίτευση- παρά τη δημοσκοπική φθορά της Νέας Δημοκρατίας και τις πυκνές, αλλά κατά κύριο λόγο διαλυτικές, μετατοπίσεις στον χώρο του άλλοτε ενωμένου ΣΥΡΙΖΑ.

Δημοσκοπήσεις
Στη δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ (25-28 Απριλίου) το δεύτερο και το τρίτο κόμμα (Πλεύση Ελευθερίας στο 14%, ΠΑΣΟΚ στο 13%) αθροιστικά βρίσκονται κάτω από την πρώτη Νέα Δημοκρατία η οποία ναι μεν φαίνεται να ανακάμπτει αλλά παραμένει κάτω από το 30%, συγκεντρώνοντας 29%.
Αντίστοιχα, οι τρεις σχηματισμοί (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας) στους οποίους θεωρητικά έχει διαμοιραστεί ο ενωμένος ΣΥΡΙΖΑ του 2023, αθροιστικά αγγίζουν το 13%, ενώ το ΜέΡΑ25 που εκλαμβάνεται ως θραύσμα από το καλοκαίρι του μνημονιακού συμβιβασμού 2015, κινείται σταθερά πέριξ του 3%.
Οσο δε για την Πλεύση Ελευθερίας που το τελευταίο δίμηνο καταλαμβάνει δημοσκοπικά τη δεύτερη θέση -άλλοτε λίγο πάνω, άλλοτε λίγο κάτω από το ψυχολογικό όριο του 15%- τόσο η κατά γενική ομολογία «θολή» ιδεολογική ταυτότητά της όσο και η έλλειψη κομματικής οργάνωσης, στελεχών και κυβερνητικού προγράμματος θέτουν το εύλογο ερώτημα: πέραν της οργής, της καταγγελιολογίας και της «αντισυστημικής» οξύτητας με αιχμή την τραγωδία των Τεμπών, θα είναι σε θέση η Ζωή Κωνσταντοπούλου να προτάξει μια συγκροτημένη εναλλακτική σε εκλογές που θα βγάζουν κυβέρνηση;
Ανατρέχοντας κανείς στα δημοσκοπικά ευρήματα της Pulse, διαπιστώνει ότι από τον Ιανουάριο του 2024 έως και τις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2024, η Πλεύση Ελευθερίας κινείται ανάμεσα στο 3 και στο 3,5%. Η εικόνα δεν θα αλλάξει δραματικά το επόμενο εξάμηνο κατά το οποίο κινείται από 4% στο 5%. Η εκτόξευση θα έρθει την περίοδο του μεγάλου αναβρασμού για τα Τέμπη. Τον Φεβρουάριο το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου σκαρφαλώνει στο 8% και τον Μάρτιο στο 14%. Πειστήριο του πρόσκαιρου χαρακτήρα της ανόδου ή δείγμα δυναμικής εμπέδωσης της Πλεύσης ως πρωταγωνιστικής δύναμης;
Δεξιά της Δεξιάς
Ως προς το τοπίο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου κινείται σταθερά λίγο κάτω από το 10%, η Νίκη διατηρείται κοντά στο όριο του 3%, όπως και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, ενώ οι Σπαρτιάτες μοιάζει να έχουν μπει σε τροχιά εξαφάνισης από τον πολιτικό χάρτη. Κοινή διαπίστωση πολιτικών αναλυτών, η εν Ελλάδι αδυναμία αυτού του χώρου να απεμπλακεί από την εγγενή του γραφικότητα και να συστρατευτεί γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη, όπως συνέβη στη Γαλλία με τη Λεπέν και κατόπιν με τον Μπαρντελά ή στην Ιταλία με τη Μελόνι.
Ανατρέχοντας, πάντως, στη μεγάλη δημοσκόπηση «ακτινογραφίας» των Ελλήνων ψηφοφόρων της aboutpeople για το Ινστιτούτο Eteron (χρόνος διεξαγωγής: 24 Μαρτίου – 4 Απριλίου 2025), 17,1% των ερωτηθέντων θεωρεί θετική ή μάλλον θετική την ενίσχυση των κομμάτων της άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη. Παράλληλα, τα εκλογικά αποτελέσματα την περασμένη Κυριακή σε Πορτογαλία, Πολωνία και Ρουμανία δείχνουν ότι η ενσωμάτωση του τραμπισμού στα ευρωπαϊκά δεδομένα μπορεί να επιβραβευτεί εκλογικά.
Στην ίδια έρευνα παρατηρεί κανείς εξαιρετικά αρνητικούς δείκτες σχετικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και στη δημοκρατία. Συγκεκριμένα, το 74,3% δηλώνει δυσαρεστημένο ή μάλλον δυσαρεστημένο από τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα. Ειδικά για τη Δικαιοσύνη, το 72,2% των ερωτηθέντων δηλώνει επιφυλακτικό απέναντι στη λειτουργία της.
Ενα άλλο ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας σχετίζεται με το εάν οι ψηφοφόροι πιστεύουν ή όχι στη διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Το 61,9% θεωρεί πως αυτός ο διαχωρισμός μοιάζει μάλλον παρωχημένος, τάση την οποία υιοθετούν κατά πλειοψηφία οι ψηφοφόροι κυρίως των δεξιών κομμάτων. Το ακριβώς ανάποδο ισχύει για τα κόμματα της Αριστεράς των οποίων οι ψηφοφόροι φαίνεται πως πιστεύουν ακόμη στη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς.
Δεν ισχύει το ίδιο για το ΠΑΣΟΚ (56,8% των ψηφοφόρων του θεωρεί πως η διάκριση δεν ανταποκρίνεται στη σύγχρονη εποχή), της Πλεύσης Ελευθερίας (68,9%) και του Κινήματος Δημοκρατίας (52,2%).
Κεντροαριστερά αδιέξοδα
Η τάση αυτή μοιάζει να εξηγεί σε κάποιο βαθμό την αδυναμία της λεγόμενης «προοδευτικής» αντιπολίτευσης να ανασυγκροτηθεί. Ηδη από τις εκλογές του 2023, η επιμονή του Αλέξη Τσίπρα να επαναφέρει λεκτικά το δίπολο «Δεξιά εναντίον Δημοκρατικής Παράταξης», αποδείχτηκε αναποτελεσματική στις νέες συνθήκες. Εξού και η σημερινή -δημοσκοπικά πετυχημένη- στρατηγική της Ζωής Κωνσταντοπούλου να δηλώνει ότι «δεν κοιτάει ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά», αλλά «μόνο μπροστά» ή η ανάλογη απόπειρα του Στέφανου Κασσελάκη -και ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ- να «αποφορτίσει» τη ρητορική της Κουμουνδούρου από το «σκληροπυρηνικό» αριστερό λεξιλόγιο του παρελθόντος. Αμφότεροι απορρίπτουν τις παραδοσιακές μορφές κομματικής οργάνωσης, δίνοντας έμφαση στην «αδιαμεσολάβητη» επαφή με τον λαό και φυσικά στα social media, κυρίως με όρους αμιγώς προσωποκεντρικούς. Αντίστοιχους επικοινωνιακούς – διαδικτυακούς διαύλους χτίζουν σταθερά και τα κόμματα που βρίσκονται δεξιότερα της Ν.Δ.
Επιστρέφοντας στα «χωράφια» της σημερινής αντιπολίτευσης, σύμφωνα με την «ακτινογραφία» του Eteron, προκύπτει ότι ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες κάμψης, το 32,1% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η Κεντροαριστερά/Αριστερά είναι εκείνο το ιδεολογικό ρεύμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα. Τη στιγμή, μάλιστα, που η απάντηση «Κεντροδεξιά/Δεξιά» συγκεντρώνει ποσοστό 28,5%, με την απάντηση «καμία εκ των δύο» να προηγείται με 34%.
Γιατί δεν εκφράζεται ενιαία αυτό το 32,1%; Η εύκολη απάντηση ορισμένων αφορά την ανυπαρξία ενός χαρισματικού ηγέτη ικανού να ενώσει τον χώρο. Μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, μόνος αντίπαλος του Κυριάκου Μητσοτάκη στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία είναι σταθερά ο «κανένας», την ώρα που ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται πως έχει απολέσει το όποιο ηγετικό momentum είχε αποκτήσει μετά την επανεκλογή του. Παράλληλα, κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς παραδέχονται ότι η πολύπλευρη κρίση που βιώνει ο χώρος από το 2023 έως σήμερα, επιδρά αρνητικά συνολικά στην προοπτική ανασύνταξης της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς. Εξ αριστερών δε, διατυπώνεται για ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ το επιχείρημα ότι άπαξ η Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία ασκήσουν δεξιές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τότε το μονοπάτι της φθοράς είναι αναπόδραστο.

Ευρωπαϊκό ζήτημα
Αντίστοιχη είναι, πάντως, η τάση και στην Ευρώπη. Μόλις πρόσφατα, το Σοσιαλιστικό κόμμα της Πορτογαλίας -το οποίο προσήλθε στις βουλευτικές εκλογές από τη θέση της αντιπολίτευσης- υπέστη ιστορική ήττα, την ώρα που οι δυνάμεις της Αριστεράς καταποντίστηκαν. Στη Γερμανία λίγους μήνες νωρίτερα, το SPD είδε την πλάτη του ακροδεξιού AfD, ενώ η Αριστερά παρότι διασώθηκε με τη ρελάνς του Die Linke, δεν διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στις τελευταίες εκλογές στην Ιταλία, η Κεντροαριστερά είχε απογοητευτικές καταγραφές, ενώ η περίπτωση της ιταλικής Αριστεράς εδώ και δεκαετίες πλέον, αντιμετωπίζεται μόνο ως παράδειγμα προς αποφυγή. Οσο δε για την περίπτωση του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου -που κατά καιρούς εμφανίζεται ως πρότυπο της καθ’ ημάς Κεντροαριστεράς-, λειτούργησε περισσότερο ως ανάχωμα απέναντι στην Ακροδεξιά παρά ως μια συγκροτημένη κυβερνητική πρόταση.