Η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου (ICC), με την οποία επιδικάζεται στο ελληνικό Δημόσιο ποσό άνω των 150 εκατ. ευρώ, αποτελεί αναμφίβολα μια εθνική επιτυχία. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια υπόθεση, η θετική δικαστική έκβαση δεν είναι αυτόνομο γεγονός· είναι το αποτέλεσμα πολιτικών, επιχειρησιακών και νομικών χειρισμών που προηγήθηκαν, έγιναν εγκαίρως και μεθοδικά, και διαμόρφωσαν το πλαίσιο για τη σημερινή δικαίωση.
Το 2014, όταν ανέλαβα για δεύτερη φορά το υπουργείο Εθνικής Αμυνας επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά, βρέθηκα μπροστά σε μια υπόθεση που είχε χρονίσει: το πρόγραμμα κατασκευής τεσσάρων υποβρυχίων τύπου 214 και ο εκσυγχρονισμός υποβρυχίων τύπου 209 είχαν βαλτώσει, με συνεχείς καθυστερήσεις και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων. Η συνέχιση της απραξίας θα ήταν καταστροφική, όχι μόνο για την επιχειρησιακή ισχύ της χώρας, αλλά και για την εικόνα της στο εξωτερικό.

Μαζί με τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Ευάγγελο Αποστολάκη, τα επιτελεία του υπουργείου και με τη συμβολή σε πρακτικά ζητήματα του συνεργάτη μου, τότε γενικού γραμματέα, Αντώνη Οικονόμου, κατέληξα στη στρατηγική απόφαση να αναλάβει το Πολεμικό Ναυτικό την πλήρη υλοποίηση του προγράμματος. Μια απόφαση με πολιτικό και νομικό ρίσκο, που απαιτούσε τεχνική ακρίβεια, πειθαρχία στα χρονοδιαγράμματα και ισχυρή νομική θωράκιση. Σε αυτό το τελευταίο σκέλος, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του νομικού κ. Σπύρου Σαγιά και των συνεργατών του.
Χάρη σε αυτούς τους χειρισμούς, από το 2014 τα υποβρύχια τύπου 214 βρίσκονται στην υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, με ό,τι αυτό σημαίνει για την άμυνα και την αποτρεπτική ισχύ της χώρας. Παράλληλα, οι πολιτικές και νομικές κινήσεις της εποχής εκείνης διασφάλισαν την προστασία των εθνικών συμφερόντων όχι μόνο επιχειρησιακά αλλά και νομικά.
Η υπόθεση των υποβρυχίων, όπως είχε εξελιχθεί πριν από το 2014, υπήρξε οικονομικά επιζήμια για την Ελλάδα. Το ποσό που σήμερα επιδικάστηκε, αν και σημαντικό, είναι μικρό σε σχέση με τις απώλειες που είχαν προκληθεί από τους προηγούμενους χειρισμούς. Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση του ICC αποτελεί θεσμική επιβεβαίωση της στρατηγικής επιλογής που ελήφθη τότε.

Αξίζει, τέλος, να συγχαρούμε τους νομικούς που εκπροσώπησαν τη χώρα στη δεκαετή δικαστική διαμάχη, αλλά και τους εργαζομένους στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, που με τον επαγγελματισμό και την αφοσίωσή τους συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση του έργου. Οταν το ποσό που επιδικάστηκε, μαζί με τις δικαστικές δαπάνες του ελληνικού Δημοσίου, εισπραχθεί και όλα τα στοιχεία γίνουν δημόσια γνωστά, θα φανεί ξεκάθαρα ότι η σημερινή νίκη είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς και διορατικών αποφάσεων.
Η πολιτική σημασία αυτής της υπόθεσης υπερβαίνει το οικονομικό όφελος και την επιχειρησιακή ενίσχυση. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα έδινε μάχες για την αξιοπιστία της στο εξωτερικό, η απόφαση του 2014 έστειλε μήνυμα αποφασιστικότητας και ικανότητας διαχείρισης κρίσιμων προγραμμάτων. Επανέφερε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ενίσχυσε τη διεθνή εικόνα της χώρας ως αξιόπιστου εταίρου και απέδειξε ότι με στρατηγική διορατικότητα, διακομματική συνεννόηση και θεσμική συνεργασία, η Ελλάδα μπορεί να ξεπερνάει κρίσεις και να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα εθνικά της συμφέροντα.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι η υπεροπλία της Ελλάδας στο Αιγαίο σήμερα δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα μιας στρατηγικής απόφασης που ελήφθη την κατάλληλη στιγμή, με τόλμη, βούληση και αίσθημα εθνικού καθήκοντος.
* Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι βουλευτής της Ν.Δ., πρώην υπουργός και πρώην επίτροπος Μετανάστευσης.