Το πρόσφατο αιματοκύλισμα στα Βορίζια της Κρήτης, με ανθρώπινες ζωές να χάνονται σε ένα ακόμη επεισόδιο βεντέτας, δεν είναι απλώς ένα τοπικό δράμα. Είναι το σύμπτωμα ενός διαχρονικού τραύματος της ελληνικής κοινωνίας, της πολιτισμικής και κοινωνικής καθυστέρησης μεγάλου μέρους της περιφέρειας που δεν εξελίχθηκε ποτέ με τον ρυθμό των αστικών κέντρων.
Τα Βορίζια είχαν συγκλονίσει την Ελλάδα και το 1955 με μια άλλη πολύνεκρη βεντέτα. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται με την ίδια ωμότητα, σαν να μην μεσολάβησε μισός αιώνας κοινωνικής προόδου και εκπαίδευσης. Αυτό αποτελεί αποκαλυπτική απόδειξη του πόσο βαθιά άνιση υπήρξε η εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού ιστού.
Η ελληνική περιφέρεια, παρά την οικονομική στήριξη, τα έργα και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, παραμένει σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά και πολιτισμικά απομονωμένη. Στις πόλεις η Ελλάδα δείχνει σύγχρονη, συμμετέχει στον κόσμο, μιλά τη γλώσσα της τεχνολογίας και των ιδεών. Στην επαρχία όμως επιβιώνουν ακόμα νοοτροπίες και συμπεριφορές που ανήκουν σε μια προνεωτερική εποχή, όπου ο νόμος της τιμής και της εκδίκησης αντικαθιστά τον νόμο του κράτους και της λογικής.
Η βεντέτα, με την ψευδορομαντική της αύρα περί ανδρείας και δικαίωσης, δεν είναι παρά η πιο ακραία έκφραση ενός πολιτισμικού ελλείμματος που διαπερνά μεγάλο μέρος της επαρχιακής Ελλάδας. Κάτω από τη ρητορική της παράδοσης και του τοπικού φιλότιμου, συχνά κρύβονται ανεπεξέργαστα ένστικτα, θυμοί και φόβοι που δεν μετασχηματίστηκαν ποτέ σε κοινωνική παιδεία. Η σύγκρουση δεν είναι μόνο οικογενειακή, είναι και σύγκρουση μεταξύ δύο κόσμων, του κόσμου της προόδου και εκείνου της στασιμότητας.
Αυτό το χάσμα είναι προϊόν μιας μακράς ανισόρροπης ανάπτυξης. Η Ελλάδα επένδυσε επί δεκαετίες στις πόλεις, αφήνοντας την περιφέρεια να αυτορυθμίζεται μέσα από τοπικούς δεσμούς, οικογενειακές εξαρτήσεις και ανεπίσημους κανόνες. Έτσι, η έννοια της δικαιοσύνης, της ισότητας και του σεβασμού απέναντι στη ζωή δεν ρίζωσε βαθιά. Επιβίωσε μια κουλτούρα όπου η ισχύς, η συγγένεια και η εκδίκηση λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής επιβολής.
Το ευρωπαϊκό πρότυπο, η δημοκρατική παιδεία, η ανοχή και η συμμετοχή, σταματά στα προάστια των τριών μεγάλων πόλεων. Πέρα από εκεί εξακολουθεί να επικρατεί η λογική της κλειστής κοινωνίας, η καχυποψία προς το διαφορετικό, η αποστροφή προς την αλλαγή και η προσκόλληση σε παλαιά σχήματα δύναμης. Όσο αυτή η ανισότητα παραμένει, τα επεισόδια βίας δεν θα είναι απλώς ατυχή συμβάντα, αλλά εκρήξεις μιας βαθύτερης κοινωνικής ασθένειας.
Δεν είναι λοιπόν θέμα τοπικής παράδοσης αλλά εθνικής αποτυχίας. Η πολιτεία δεν κατάφερε ποτέ να επενδύσει ουσιαστικά στην πολιτισμική ανασυγκρότηση της υπαίθρου, ούτε μέσα από την παιδεία, ούτε μέσα από τη λειτουργία πολιτιστικών θεσμών, ούτε μέσω του παραδείγματος της δημόσιας διοίκησης. Η εγκατάλειψη γέννησε περιθώριο και το περιθώριο, όταν δεν ενσωματώνεται, εκφράζεται με θυμό και βία.
Η αστυφιλία που σφράγισε τον 20ό αιώνα δεν υπήρξε μόνο οικονομική τάση. Ήταν πολιτισμική διαφυγή. Χιλιάδες νέοι εγκατέλειψαν την επαρχία, όχι γιατί δεν αγαπούσαν τον τόπο τους, αλλά γιατί δεν άντεχαν το περιβάλλον της κοινωνικής ασφυξίας, της μικρότητας και του πρωτογονισμού που επιμένει. Όσοι έμειναν, συχνά βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο, όπου η πρόοδος φαντάζει ξένη και η παιδεία θεωρείται απειλή.
Αν κάτι δείχνει το νέο μακελειό των Βοριζίων, είναι πως η χώρα δεν έχει πια την πολυτέλεια να αγνοεί τη ρίζα του προβλήματος. Δεν φτάνουν οι καταδίκες και η συγκίνηση. Χρειάζεται εθνικός σχεδιασμός για την κοινωνική και πολιτισμική αναγέννηση της ελληνικής περιφέρειας, με σύγχρονη εκπαίδευση, συμμετοχή των πολιτών και πολιτιστικές πολιτικές που θα ανοίγουν ορίζοντες. Χρειάζεται μια νέα σχέση κέντρου και περιφέρειας που δεν θα βασίζεται στη φιλανθρωπία αλλά στη συνοχή και στη δικαιοσύνη.
Η ευθύνη είναι πρωτίστως πολιτική. Η πρόοδος δεν μπορεί να φτάνει μέχρι εκεί όπου τελειώνει ο δρόμος της Εθνικής Οδού. Αν η Ελλάδα θέλει πραγματικά να γίνει ευρωπαϊκή, πρέπει πρώτα να γίνει ολόκληρη και να φωτίσει εκείνα τα μέρη όπου ακόμη κυριαρχεί το σκοτάδι του πρωτογονισμού και του φόβου.
* Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι βουλευτής της Ν.Δ., πρώην υπουργός και πρώην επίτροπος Μετανάστευσης.


