Αρθρο Κωνσταντίνου Φίλη στην «Κ»: Εξωτερική πολιτική, νίκες και χαμένες ευκαιρίες

Κοινοποίηση

Φόρτωση Text-to-Speech…

Αρθρο Κωνσταντίνου Φίλη στην «Κ»: Εξωτερική πολιτική,  νίκες και χαμένες ευκαιρίες-1Η αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα είναι σύνθετη υπόθεση. Στις αρχές του αιώνα η Ελλάδα έδωσε έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής της. Εγινε μέλος της Ευρωζώνης, άσκησε με επιτυχία την ευρωπαϊκή προεδρία το 2003 και εν συνεχεία πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Παράλληλα, θέσαμε σε ευρωπαϊκό πλαίσιο τον διάλογο με την Τουρκία, με χρονοδιάγραμμα και κατάληξη το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Hταν μια περίοδος μεθοδικών διαπραγματεύσεων και διεκδικήσεων, απόρροια ολοκληρωμένης στρατηγικής.

Εν συνεχεία, ο υποψιασμένος από την περίοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Πέτρος Μολυβιάτης, «πάγωσε» τις διαβουλεύσεις με την Τουρκία, με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή να ξοδεύει (ευρωπαϊκό) διπλωματικό κεφάλαιο για την προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη σκιά της απόρριψης του σχεδίου Ανάν. Η Αθήνα, παρά την ευρωπαϊκή δυσπιστία για τη φερεγγυότητα της Μόσχας –στον απόηχο δύο κρίσεων με την Ουκρανία– έδωσε έμφαση σε ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία, οι οποίες αναμενόμενα δεν τελεσφόρησαν. Κυρίως γιατί δεν είχε εξασφαλιστεί η αναγκαία στήριξη συγκεκριμένων παραγόντων ώστε να υπερβαίναμε τις αντιρρήσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών, όπως και τα διιστάμενα συμφέροντα με το Βερολίνο, το οποίο στήριζε άλλα σχέδια (Nord Stream 2).

Το 2006 άνοιξε η πόρτα στην Κίνα, σε μια ορθή επιλογή εμπλοκής της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά. Εκείνη τη χρονική στιγμή, όπως και αργότερα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, δεν υπήρχε ενδιαφέρον από ευρωπαϊκές ή αμερικανικές εταιρείες να επενδύσουν σοβαρά σε υποδομές και μεταφορικά δίκτυα στην Ελλάδα. Χάρη στον Πειραιά προκαλέσαμε εν συνεχεία το ενδιαφέρον των Δυτικών μας εταίρων στην προσπάθειά τους να μετριάσουν το κινεζικό αποτύπωμα. Aρα, η εν πολλοίς δεδομένη ευθυγράμμιση με τη Δύση δεν πρέπει να συνεπάγεται ταύτιση. Την ίδια περίοδο ξεκινήσαμε τις διαπραγματεύσεις με Λιβύη και Αίγυπτο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Δυστυχώς, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι κάθε ενέργεια – συμφωνία επηρεάζει τη διμερή διαπραγμάτευση με την Τουρκία, για ένα ποσοστό μικρότερο του 5% της επήρειας της Γαύδου απωλέσαμε τη δυνατότητα σύναψης συμφωνίας με τη Λιβύη και υποχρεωθήκαμε κατόπιν της οριοθέτησης μεταξύ αυτής και της Τουρκίας να προβούμε σε μια αντίστοιχη με την Αίγυπτο. Αργότερα συμφωνήσαμε με την Αλβανία για την οριοθέτηση ΑΟΖ και κακώς, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριό της ακύρωσε τη συμφωνία, εμείς δεν την κυρώσαμε ώστε να διατηρήσουμε ένα διαπραγματευτικό ατού. Σημειωτέον ότι πριν από μόλις λίγα χρόνια δεν είχαμε καμία συμφωνία οριοθέτησης, πλην της συμφωνίας του 1977 με την Ιταλία, επομένως αδυνατούσαμε να στηρίξουμε επαρκώς το επιχείρημα ότι ο δύστροπος και αδιάλλακτος παράγοντας στην περιοχή είναι (μόνο) η Τουρκία. Συνολικά, δεν χρησιμοποιήσαμε τη νατοϊκή ένταξη και την ευρωπαϊκή προοπτική των Τιράνων ως μοχλό πίεσης.

Τα πρώτα δραματικά χρόνια των μνημονίων καταφέραμε, μέσα από εντατικές διαβουλεύσεις με την Aγκυρα και καλλιεργώντας την προσδοκία διευθέτησης των διαφορών μας, να την κρατήσουμε μακριά από σκέψεις για την πρόκληση επεισοδίου. Eχοντας καταστεί αποδιοπομπαίος τράγος για πολλούς εκ των Ευρωπαίων εταίρων μας, τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών μας είχαν συρρικνωθεί σημαντικά. Εντούτοις, το 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου έκανε μια στρατηγική επιλογή, που στηρίχθηκε και διευρύνθηκε από όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, για την εμβάθυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Λίγο αργότερα, επί Σαμαρά, η Ελλάδα αναθέρμανε τη σχέση της με την Αίγυπτο, αμέσως μετά την πτώση των Αδελφών Μουσουλμάνων, πολιτική η οποία συντηρήθηκε και ενισχύθηκε. Οι βασικές κατευθύνσεις παραμένουν αμετάβλητες όταν και όπου υπάρχει συναίνεση, αλλά δυστυχώς μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος δεν δείχνει τη διάθεση και την υπευθυνότητα να την επιδιώξει. Προς τούτο, η σύσταση ενός οργάνου υπεράνω κομμάτων αλλά με διακομματική συναίνεση πρέπει να εξεταστεί σοβαρά.

Στην περιώνυμη διαπραγμάτευση του 2015, η επιλογή κύκλων της τότε κυβέρνησης να αναζητήσουν στη Ρωσία τον ρόλο αντίβαρου ώστε να πειστούν οι Ευρωπαίοι να δεχτούν τους όρους μας ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, δεδομένου ότι ο Πούτιν δεν επρόκειτο να ρισκάρει τη σχέση του, ειδικότερα με τη Γερμανία. Εμμονές και εθνικοί μύθοι δεν μπορούν να αποτελούν οδηγό της εξωτερικής μας πολιτικής. Πάντως, η συμφωνία των Πρεσπών, όχι μόνο κατέστησε την Ελλάδα μέρος της λύσης των προβλημάτων των πολύπαθων Βαλκανίων, ενώ για 30 χρόνια θεωρούμασταν εκ των πηγών, αλλά έθεσε και τις βάσεις για τη στρατηγική σχέση που αναπτύχθηκε εν συνεχεία με τις ΗΠΑ. Η πλειονότητα των Ελλήνων στάθηκε απέναντι, όμως ορισμένες φορές σε κορυφαία ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις κατέχουν τη συνολική εικόνα και δεν πρέπει να λειτουργούν συναισθηματικά, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Κάτι αντίστοιχο δεν έχουμε πράξει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ούτε στα ελληνοτουρκικά ούτε στο Κυπριακό, αν και στις δύο περιπτώσεις η εμπλοκή της αναθεωρητικής και ηγεμονικής Τουρκίας δυσκολεύει πολύ την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Οι ευκαιρίες στην εξωτερική πολιτική συνήθως δεν επανέρχονται, ενώ ο χρόνος επιβεβαιωμένα δεν λειτουργεί υπέρ μας. Σε ανύποπτο χρόνο θα μπορούσαμε να έχουμε επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν.μ. σε περιοχές εκτός του Ανατολικού Αιγαίου, αλλά υπήρχε η γενικευμένη εντύπωση στο εσωτερικό ότι έτσι θα δείχναμε ότι υπαναχωρούμε υπό την απειλή πολέμου της Τουρκίας. Ενώ θα μπορούσαμε να την παρουσιάσουμε ως μια κλιμακωτή άσκηση κυριαρχίας.

Τα τελευταία χρόνια επανεξοπλιστήκαμε γοργά, σε βαθμό που η Τουρκία υπολογίζει σοβαρά την αμυντική – αποτρεπτική ισχύ μας και αναβαθμιζόμαστε γεωπολιτικά μέσα από ενεργειακές συμφωνίες, αλλά και συμπράξεις ευρύτερου περιεχομένου, όπως ο διάδρομος IMEC. Απουσιάζουμε, πάντως, από τα Βαλκάνια, η γνώση μας για τη Μέση Ανατολή είναι περιορισμένη, άρα και στις δύο περιπτώσεις δεν δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του χρήσιμου ρόλου του διαμεσολαβητή.

Ενέργειες για τον πολιτισμικό – διαθρησκευτικό διάλογο που είχαν ξεκινήσει κακώς δεν συνεχίστηκαν, ενώ έχουμε καθυστερήσει χαρακτηριστικά στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την προστασία των χριστιανικών μειονοτήτων. Τους πρώτους μήνες του 2019 περάσαμε φάσεις αφέλειας (την «πληρώσαμε» με το τουρκολιβυκό), αλλά πλέον είμαστε περισσότερο και πολυεπίπεδα προδραστικοί. Σήμερα έχουμε μικρότερες προσδοκίες από την Ε.Ε. (πλην άμυνας), εστιάζοντας περισσότερο στους διαπεριφερειακούς συμπαίκτες και στη σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα