Με τη συγκρότηση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για τον Θαλάσσιο Χώρο (ΕΧΣΘΧ), με την οποία εξειδικεύεται και αποτυπώνεται σε χάρτη ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός (ΘΧΣ) της χώρας, ολοκληρώνεται από την πλευρά της Αθήνας ένας κύκλος ενεργειών που ξεκίνησε το 2011. Πρόκειται για πράξεις συμπληρωματικές, αρχής γενομένης από τον νόμο του 4001/2011, τον περιώνυμο «νόμο Μανιάτη», συνεχίζοντας με τους χάρτες οριοθέτησης θαλάσσιων τεμαχίων το 2014, ενώ το ίδιο έτος επινοήθηκε και η πολιτική της «γαλάζιας ανάπτυξης» για τον προσδιορισμό περιοχών ευθύνης αναφορικά με το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, την αλιεία, ακόμη και τη ναυσιπλοΐα και την πολιτιστική μας κληρονομιά, ιδίως των ενάλιων αρχαιοτήτων.

Ακολούθησαν η οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία και την Αίγυπτο το 2020 και λίγο μετά, το 2021, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο. Δεν είναι βέβαιο ότι όλες αυτές οι κινήσεις πάνω στη σκακιέρα εντάσσονταν σε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό που εξελίχθηκε τα τελευταία σχεδόν 15 χρόνια, ωστόσο είναι ενθαρρυντικό ότι από το 2011 και μετά διαφορετικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν την κληρονομιά των προηγούμενων και ενίσχυσαν τη νομική μας φαρέτρα με συμφωνίες ή πράξεις που ενδυναμώνουν τη διπλωματική θέση μας.

Ως προς τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, η προστιθέμενη αξία του συνίσταται στα εξής: παρότι το 2011 είχαμε υποβάλει μέσω ρηματικής διακοίνωσης στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών τα απώτατα δυνητικά όρια της ελληνικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, στο πνεύμα και στο γράμμα του «νόμου Μανιάτη», είναι η πρώτη φορά που αυτά διασαφηνίζονται (υφιστάμενα και μελλοντικά) και εντάσσονται σε ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο. Επίσης, για πρώτη φορά η Αθήνα αποτυπώνει τις απόψεις της για τα θαλάσσια σύνορά της σε χάρτη. Μέχρι σήμερα, με εξαίρεση τις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, δεν υπήρχε μια ολοκληρωμένη καταγραφή των θέσεών μας, και δη οπτικοποιημένη. Επισήμως, δεν είχαμε υιοθετήσει, ούτε βέβαια απορρίψει τον περίφημο χάρτη της Σεβίλλης, όμως κάθε φορά που η Τουρκία δημοσιοποιούσε τις μαξιμαλιστικές αντιλήψεις μέσω χαρτών, εμείς αντιδρούσαμε, χωρίς πάντως να αντιπαραβάλουμε τη δική μας οπτική επί των θαλασσίων ζωνών.

Η πρώτη αντίδραση της Τουρκίας είναι σχετικά ήπια, παρά τον αναμενόμενα καταγγελτικό της τόνο, και φτάνει στο σημείο να αφήνει ανοιχτό το παράθυρο διαλόγου με την Ελλάδα. Αυτό, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι δεν θέλει με αφορμή την κατάθεση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού να τορπιλίσει το κλίμα. Χωρίς να είναι αμοιβαίως αποκλειστικοί, μπορεί αυτό να γίνεται για τους ακόλουθους λόγους, ακόμη και συνδυαστικά: Κρίνει ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παρουσιάζουν αρρυθμίες το τελευταίο χρονικό διάστημα, εξ ου και η συνεχής μετάθεση της συνάντησης των δύο ηγετών από τον Ιανουάριο του 2025 και με τον χρόνο της συνάντησης να παραμένει άδηλος και έτσι δεν επιθυμεί να τις επιβαρύνει περαιτέρω. Αλλωστε, για την Αγκυρα είναι σημαντικό στην παρούσα φάση να διατηρήσει την εικόνα της δύναμης που συμβάλλει στη σταθεροποίηση κρίσεων, με το βλέμμα στραμμένο στην Ουάσιγκτον. Μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο αναφορικά με τις προθέσεις Τραμπ, είναι αχρείαστο να χρεωθεί μία επιπλέον αναστάτωση, ενώ αυτός επιχειρεί και δυσκολεύεται αισθητά να κλείσει μέτωπα και μάλιστα άνευ όρων και προϋποθέσεων.

Εξίσου, δεν αποκλείεται η Τουρκία να αξιολογεί ως σημαντικότερο το ζήτημα πόντισης του καλωδίου και να αποφεύγει να σπαταλήσει διπλωματικό κεφάλαιο, το οποίο χρειάζεται αργότερα για κάτι που θεωρεί σημαντικότερο. Σε τελική ανάλυση, η Ελλάδα συμμορφώνεται (έστω και καθυστερημένα) με μία ευρωπαϊκή οδηγία, επομένως η κίνησή της δεν συνιστά μονομερή πράξη καθώς αποκτά ευρωπαϊκό πρόσημο και επί της ουσίας θέτει τη βάση των διαβουλεύσεων για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με τα όμορα κράτη.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.