Η εβδομάδα που διανύουμε είναι γεμάτη θετικές ειδήσεις για την Τουρκία. Για τρεις, κυρίως, λόγους: Πρώτον, γιατί στην επικράτειά της πρόκειται να λάβουν χώρα διαβουλεύσεις που αφορούν τη διευθέτηση συρράξεων και κρίσεων παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως το Ουκρανικό, αλλά και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Δεύτερον, διότι έτσι της αναγνωρίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις, παγκόσμιες και περιφερειακές, έστω και έμμεσος ρόλος σε καθοριστικές για την παγκόσμια κοινότητα εξελίξεις. Τρίτον, γιατί εμπεδώνεται η εικόνα ενός κράτους που μπορεί να διαμεσολαβεί ή, έστω, να θεωρείται αμερόληπτο ή ικανό να εμπλέκεται στην επίλυση διενέξεων. Ο αντίλογος είναι ότι στην πράξη, η Αγκυρα δεν προβλέπεται αυτή τη στιγμή να συμμετάσχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας από τη μία, Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, από την άλλη, πλην όμως έχει εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη τους. Και αυτή είναι μια πολύ καλή βάση για να «πατήσει» ώστε, αφενός, να αναπτύξει τη δεξιότητα της διαμεσολάβησης, αφετέρου, να καταστεί ένα από τα κράτη που θα φιλοξενούν στο μέλλον συναντήσεις με σκοπό τον τερματισμό κρίσεων.

Συνήθως βέβαια τα κράτη που έχουν αυτή την ευχέρεια, όπως η Ελβετία και η Νορβηγία, παραμένουν ουδέτερα και δεν φημίζονται για τον αναθεωρητισμό τους, ούτε έχουν ενοχλητικές ηγεμονικές βλέψεις, που λειτουργούν αποσταθεροποιητικά. Ομως ο Ερντογάν έχει καταφέρει να ισορροπεί πάνω σε δύο βάρκες, αυτή του δυνάμει ειρηνοποιού αλλά και του διεκδικητικού συχνά εκτός νομιμότητας παίκτη. Στον κόσμο του Τραμπ, άλλωστε, η ισχύς, όπως και αν εκφράζεται, έχει το πάνω χέρι. Ενώ η Αγκυρα αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους Ευρωπαίους ως περίπου απαραίτητη για μια πιο ενδυναμωμένη και συμπαγή ευρωπαϊκή άμυνα. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα καλά νέα για την Τουρκία, στο μέτωπο της Συρίας με την άρση των κυρώσεων από αμερικανικής πλευράς απέναντι στη μεταβατική κυβέρνηση της οποίας ηγείται ένας πρώην τζιχαντιστής, που είναι εκ των στενότερων συνομιλητών του Ερντογάν. Και μπορεί η Σαουδική Αραβία να πιστώνεται πρώτη την προσέγγιση Τραμπ – Αλ Σάρα, όμως, δεν είναι τυχαίο ότι στη συνάντηση προσεκλήθη να συμμετάσχει μέσω τηλεδιάσκεψης ο Ερντογάν. Ετσι, ο εκλεκτός του στη Συρία ισχυροποιείται στο εσωτερικό και νομιμοποιείται στο εξωτερικό, και μάλιστα κόντρα στις τωρινές επιθυμίες του Ισραήλ. Πρόκειται για σχετική περιθωριοποίηση του Νετανιάχου, αφού υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του και επιχείρησε να εγκλωβίσει τον Τραμπ στην πολιτική του Ισραήλ. Αυτή η (προσωρινή;) συνθήκη προσφέρει ανακούφιση στον Ερντογάν, βγάζοντάς τον προς στιγμήν από τη δύσκολη θέση, λόγω των κακών σχέσεών του με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό. Ο Τραμπ, από την αρχή της θητείας του, αναζητούσε σταθερές στη Μέση Ανατολή ώστε να μην είναι απαραίτητη η αμερικανική παρουσία, και οπωσδήποτε ο μεγαλύτερος στόχος του είναι η προώθηση των συμφωνιών του Αβραάμ, με αποκορύφωμα την προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Οι ενέργειες του τελευταίου βέβαια απομακρύνουν αυτή την προοπτική κι έτσι ο Τραμπ στρέφεται σε χώρες στην περιοχή που έχουν έρεισμα πέραν των συνόρων τους, δηλαδή επηρεάζουν τις περιφερειακές εξελίξεις και προσώρας δεν του δημιουργούν προβλήματα. Αντιθέτως, επιχειρούν να τον διευκολύνουν, επί παραδείγματι στις εν εξελίξει διαβουλεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, αλλά και του υπόσχονται ότι είναι σε θέση να ελέγξουν και να επηρεάσουν θετικά ηγεσίες όπως αυτή της Συρίας. Γι’ αυτό εξάλλου ο Τραμπ αντάλλαξε την άρση των κυρώσεων απέναντι στην τελευταία με την αναγνώριση εκ μέρους της του Ισραήλ, στο πλαίσιο των συμφωνιών του Αβραάμ.

Αν στις παραπάνω εξελίξεις συμπεριλάβουμε και τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα του PKK (αδιευκρίνιστες πάντως αρκετές πτυχές της συμφωνίας), ο Ερντογάν καταφέρνοντας να «κλείσει» με κάποιον τρόπο καθοριστικά μέτωπα, αλλά και να αναδειχθεί σε σημαντικό δρώντα μιας πολυπαραγοντικής και ευμετάβλητης εξίσωσης στο πεδίο των κρίσεων, σωρεύει διπλωματικό κεφάλαιο. Ζητούμενο γι’ αυτόν αποτελεί πώς θα το αξιοποιήσει αντί να το σπαταλήσει και αν θα καταφέρει να διατηρήσει το μομέντουμ, ιδίως με τον Τραμπ.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.