Φόρτωση Text-to-Speech…
Η συμφωνία για τη Γάζα αλλάζει τα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον φυσικά τηρηθεί από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ο τερματισμός των εχθροπραξιών ενδέχεται να προσδώσει μια νέα δυναμική στην προσπάθεια επίλυσης του Παλαιστινιακού, παρά τη διακηρυγμένη αντίθεση της Ιερουσαλήμ στη λύση των δύο κρατών.
Ο πόλεμος στη Γάζα έχει προκαλέσει ανακατανομή ισχύος στη Μέση Ανατολή. Το Ιράν είναι ο μεγάλος χαμένος, αφού το φιλοϊρανικό καθεστώς του Ασαντ στη Συρία κατέρρευσε και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο έχει απολέσει σημαντικό κομμάτι του πυραυλικού οπλοστασίου της. Τα ισραηλινά πλήγματα εντός ιρανικού εδάφους έχουν υπονομεύσει τη σταθερότητα του ισλαμικού καθεστώτος, που βιώνει τώρα ένα είδος πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό του.
Σύντομα όμως η στρατιωτική νίκη του Ισραήλ θα αποδειχθεί πύρρειος, αφού η Τουρκία σπεύδει να καλύψει το κενό που άφησε το Ιράν. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η υπογραφή της συμφωνίας από τον Ερντογάν εμμέσως καθιστά τη χώρα του εγγυήτρια δύναμη για τη μεταπολεμική Γάζα. Ούτε τα κολακευτικά λόγια του Τραμπ προς τον Ερντογάν, που καταδεικνύουν τη σταδιακή εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Σήμερα η Τουρκία έχει κατορθώσει να είναι πανταχού παρούσα στην ευρύτερη περιοχή: από τη Λιβύη μέχρι τον Περσικό Κόλπο και από τη Συρία μέχρι το Κέρας της Αφρικής, η τουρκική πλευρά έχει αυξήσει κατακόρυφα τη διπλωματική και στρατιωτική παρουσία της. Η Αγκυρα δεν είναι πλέον μέρος του προβλήματος, αλλά εξελίσσεται σε μέρος της λύσης. Η στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, η Αγκυρα έχει εκπονήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη δημιουργία μιας νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων. Για αυτόν τον σκοπό, το καθεστώς Ερντογάν είναι έτοιμο να πάρει γεωπολιτικά ρίσκα και να επενδύσει σημαντικούς πόρους. Η τουρκική στρατηγική δεν αλλάζει με βάση τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Την υπηρετούν άνθρωποι με οξυδέρκεια και φρόνημα. Δεύτερον, η Αγκυρα διάβασε σωστά τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Ανατολική Μεσόγειο μετά το 2023. Την ώρα που η Δύση έχει δικαιολογημένα επικεντρωθεί στην Ουκρανία, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να ξοδεύονται πολλοί πόροι στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως ένας δύσκολος εταίρος που μπορεί να λειτουργήσει ως πάροχος ασφάλειας σε μερική σύμπλευση με τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα. Τρίτον, το καθεστώς Ερντογάν έχει σταματήσει να ανταγωνίζεται ανοικτά τις ισχυρές αραβικές χώρες και πλέον τείνει χείρα φιλίας. Οσο ειρωνικό και αν ακούγεται, το χάσμα ανάμεσα στην Αγκυρα και στις αραβικές πρωτεύουσες έχει μειωθεί λόγω των ισραηλινών προληπτικών επιθέσεων στη Μέση Ανατολή.

Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της Ελλάδας. Η συμμετοχή της Αθήνας στη διεθνή διάσκεψη του Σαρμ ελ Σέιχ προκάλεσε αδικαιολόγητες θριαμβολογίες για εσωτερική κατανάλωση. Η αλήθεια είναι ότι το κόστος της ανοικοδόμησης είναι δυσθεώρητο (περίπου 70 δισ. δολάρια, σύμφωνα με ΟΗΕ) και δεν πρόκειται η Αθήνα να συνεισφέρει κάποιο αξιόλογο ποσό. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες είναι πολύ δύσκολο να έχουν αξιόλογη συμμετοχή στην ανακατασκευή των υποδομών. Μια πιθανότητα που θα πρέπει να εξεταστεί εγκαίρως είναι η συμβολική συμμετοχή των Ενόπλων Δυνάμεων στη διεθνή δύναμη σταθεροποίησης που θα συγκροτηθεί το επόμενο διάστημα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που πρακτικά δύναται να κάνει η Ελλάδα στην παρούσα φάση. Στην περίπτωση της Γάζας, η Αθήνα έπραξε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιτάσσει το κλίμα της εποχής. Αγνόησε τις διεργασίες που συντελούνται στην περιοχή και προσέφερε απλόχερα πολλά στη μία πλευρά χωρίς να πάρει τίποτα.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.