Φόρτωση Text-to-Speech…
Η επιδείνωση των σχέσεων με τη Λιβύη δικαιολογημένα προκαλεί ανησυχία. Δεν πρόκειται για μια μακρινή ή αδιάφορη χώρα, όπως ίσως νόμιζαν αρκετοί πριν από το 2019. Βρίσκεται ξεκάθαρα μέσα στη ζώνη ελληνικού ενδιαφέροντος λόγω γεωγραφίας, ιστορίας, περιφερειακής ασφάλειας και ενέργειας. Ωστόσο, η Αθήνα έχει διαπράξει συγκεκριμένα στρατηγικά και τακτικά λάθη που πρέπει να επισημανθούν.
Κατ’ αρχάς, δεν έγινε αντιληπτό εγκαίρως το μέγεθος της τουρκικής διείσδυσης στη Λιβύη και οι πραγματικές επιδιώξεις της Αγκυρας στη Βόρεια Αφρική. Μετά την πραξικοπηματική ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι στην Αίγυπτο τον Ιούνιο 2013 και την εκλογική ήττα του ισλαμιστικού κόμματος Ενάχντα στην Τυνησία τον Οκτώβριο του 2014, η Τουρκία απώλεσε τα σημαντικότερα ερείσματά της στην περιοχή. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία για να αυξήσει την επιρροή της. Η Λιβύη διασπάστηκε μεταξύ δύο πόλων και η τουρκική ηγεσία πήρε το μεγάλο ρίσκο να στηρίξει τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (ΚΕΣ) στην Τρίπολη. Κανείς μάλλον τότε στην ελληνική πρωτεύουσα δεν αναρωτήθηκε γιατί η Αγκυρα επιθυμούσε να εμπλακεί αποφασιστικά σε μια σχετικά μακρινή χώρα.

Το πρώτο στρατηγικό λάθος της Αθήνας σχετίζεται λοιπόν με τη μυωπική αντίληψη της Τουρκίας. Πήρε πολύ χρόνο για να συνειδητοποιήσουν οι λήπτες αποφάσεων ότι υπάρχει ένα σχέδιο στρατηγικής περικύκλωσης της Ελλάδας. Με την πρώτη ευκαιρία, η τουρκική ηγεσία εξαργύρωσε τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη που παρείχε στην Τρίπολη για να υφαρπάξει κομμάτι της ελληνικής ΑΟΖ. Οι πρώτες μας αντιδράσεις έδειξαν αμηχανία και αναποφασιστικότητα. Δεν είχε προβλεφθεί καν το ενδεχόμενο η ΚΕΣ να συναινέσει στην υλοποίηση του τουρκικού σχεδίου, αν και οι ενδείξεις υπήρχαν τουλάχιστον από τις αρχές του 2019.
Το δεύτερο στρατηγικό λάθος αφορά την περίοδο αμέσως μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Η ελληνική κυβέρνηση δεν προσκλήθηκε στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη τον Ιανουάριο του 2020, ώστε να διεκδικήσει ένα ρόλο στις εξελίξεις. Η Αθήνα δεν προσκλήθηκε ούτε στη δεύτερη διάσκεψη του Βερολίνου, τον Ιούνιο του 2021. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια κοινή ευρωπαϊκή στάση έναντι της Τρίπολης. Παρά τη φραστική καταδίκη, η Ε.Ε. έχει συστηματικά αποφύγει να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση στην κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης ή στην ίδια την Τουρκία. Το στρατηγικό λάθος έγκειται στο γεγονός ότι δεν χτίστηκαν συμμαχίες με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να ενεργοποιηθεί άμεσα ένας μηχανισμός κυρώσεων.
Οι ευθύνες για την επιδείνωση των σχέσεων Ελλάδας – Λιβύης δεν βαραίνουν μόνο την άλλη πλευρά. Υπάρχει πάντως ακόμα λίγος χρόνος για να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στην περιοχή.
Το τρίτο στρατηγικό λάθος προκύπτει από την αμφιθυμία της ελληνικής διπλωματίας αναφορικά με την ανάπτυξη των σχέσεων με την ανατολική Λιβύη. Η προσέγγιση με αυτό το κομμάτι της χώρας ήταν και εξακολουθεί να είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική. Εντούτοις, με ευθύνη της Αθήνας, ο πήχυς των προσδοκιών αρχικά μπήκε ψηλά χωρίς επαρκή σχεδιασμό. Τα γεγονότα γρήγορα διέψευσαν όσους πίστεψαν στη Βεγγάζη ότι η Ελλάδα θα λειτουργούσε με αξιόπιστο τρόπο. Πηγή της ελληνικής αμφιθυμίας είναι εν μέρει οι βαθιά ριζωμένες, αλλά παρωχημένες, αντιλήψεις σχετικά με την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου σε μια εποχή όπου επικρατεί η ισχύς των ισχυρών.

Πέρα από όλα αυτά, η Αθήνα έχει κάνει άστοχες κινήσεις σε τακτικό επίπεδο. Η απέλαση του πρέσβη της Λιβύης, τον Δεκέμβριο του 2019, έγινε κυρίως για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Το περιστατικό με την άμεση απογείωση του αεροπλάνου του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών στην Τρίπολη, τον Νοέμβριο του 2022, προκάλεσε περιττή ένταση. Το αιματηρό φιάσκο της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Ντέρνα, τον Σεπτέμβριο του 2023, εκλήφθηκε ως απόδειξη των περιορισμένων ελληνικών δυνατοτήτων.
Καταληκτικά, οι ευθύνες για την επιδείνωση των διμερών σχέσεων δεν βαραίνουν μόνο την άλλη πλευρά. Πάντως, υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος για να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στην περιοχή. Χρειάζεται όμως μια πολυδιάστατη στρατηγική που θα αναγνωρίζει την πραγματικότητα στο έδαφος και θα λειτουργεί με γνώμονα μόνο την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος ξυμφέρον.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.