Φόρτωση Text-to-Speech…
Η διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, όπου εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες αλληλοεπιδρούν και προκαλούν μεταβολές. Κατ’ αρχάς, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει τη δομή του διεθνούς συστήματος (π.χ. μονοπολικό, πολυπολικό) και τους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ άλλοτε περιορίζει και άλλοτε διευκολύνει τις επιλογές της Ελλάδας σε περιφερειακό επίπεδο. Διπλωματικές κρίσεις και πολεμικές συγκρούσεις συχνά ανατρέπουν εθνικούς σχεδιασμούς και δημιουργούν νέα δεδομένα. Ταυτόχρονα, η κάθε πολιτική ηγεσία έχει τις δικές της προτεραιότητες στην εξωτερική πολιτική, που ενίοτε υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες. Μια σύντομη αποτίμηση πεπραγμένων των εκλεγμένων κυβερνήσεων της περιόδου 2000-2025 αναδεικνύει αρκετές ομοιότητες και διαφορές.
Η κυβέρνηση Σημίτη (1996-2004) οραματίστηκε τον ολικό «εξευρωπαϊσμό» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, ώστε να ενδυναμωθεί η θέση της χώρας μέσα στην ΕΕ. Η Συμφωνία του Ελσίνκι ήταν μια απτή απόδειξη της νέας –εν πολλοίς φιλελεύθερης– αντίληψης για το εθνικό συμφέρον. Υποστηρίχθηκε τότε αφελώς ότι η χορήγηση καθεστώτος υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην Ε.Ε. θα προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, ενώ η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έγινε αντιληπτή ως μια γραμμική εξέλιξη. Ωστόσο, η τεράστια εθνική επιτυχία της προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. το 2004 έδειξε ότι η στρατηγική του Ελσίνκι δεν ήταν τελείως λανθασμένη. Σε κάθε περίπτωση, ο μονοδιάστατος προσανατολισμός προς τις Βρυξέλλες αποστέρησε την Ελλάδα από ορισμένες γεωπολιτικές ευκαιρίες στις αρχές του 21ου αιώνα.
Η κυβέρνηση Καραμανλή (2004-2009) επιδίωξε να καλύψει αυτό το κενό με την εκπόνηση μιας ενεργητικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Η ρεαλιστική ανάγνωση των παγκοσμίων τάσεων επέβαλε το οικονομικό άνοιγμα προς τη Ρωσία και την Κίνα, χωρίς να αμφισβητεί φυσικά τη θέση της Ελλάδας μέσα στη Δύση. Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού, η Αθήνα κατέστησε ευτυχώς σαφές ότι η ειρήνη δεν εξαγοράζεται με επικίνδυνες υποχωρήσεις. Την ίδια λογική υπηρέτησε το βέτο στο Βουκουρέστι για την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, παρά τις ισχυρές αμερικανικές αντιδράσεις.
Στη συνέχεια, η εξωτερική πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου (2009-2011) διαμορφώθηκε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Κεντρικός στόχος ήταν η εξασφάλιση διεθνούς στήριξης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, με έμφαση στη συνεργασία με την Ε.Ε. Χωρίς να προκρίνει ανεδαφικούς στόχους, η Αθήνα κατόρθωσε να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Aγκυρα. Το σημαντικότερο επίτευγμα της κυβέρνησης Παπανδρέου ήταν η βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ, μετά το περιστατικό με το τουρκικό πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» ανοικτά της Γάζας τον Μάιο του 2010.
Oλες οι κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ασχέτως προθέσεων, η Ελλάδα δεν δύναται να αυτονομηθεί σημαντικά από την Ε.Ε. και τις HΠΑ.
Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου (2012–2015) κατόρθωσε να προβάλει επιτυχημένα την Ελλάδα ως πυλώνα σταθερότητας. Η Αθήνα προώθησε τις τριμερείς συνεργασίες με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ, ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος φιλοδυτικός άξονας στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, η Αθήνα υποστήριξε την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, προωθώντας την ένταξη της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Στα ελληνοτουρκικά, χωρίς υποχωρήσεις σε ζητήματα κυριαρχίας, η Αθήνα απέφυγε επιδέξια την αύξηση της στρατιωτικής έντασης με την άλλη πλευρά.
Παρά τις εγγενείς αντιφάσεις, η εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) δεν διαφοροποιήθηκε από εκείνη των προηγούμενων κυβερνήσεων. Οι πρώτοι μήνες του 2015 ήταν καθοριστικοί για την πολιτική ωρίμανση του κυβερνητικού συνασπισμού, αφού εγκαταλείφθηκαν μερικές προχωρημένες θέσεις. Παρά τις αρχικές προσδοκίες, πάντως, το κλίμα στα ελληνοτουρκικά δεν βελτιώθηκε καθόλου. Η αμείλικτη γεωπολιτική πραγματικότητα εξηγεί τη συνέχιση της ελληνοϊσραηλινής αμυντικής συνεργασίας, παρά τις φιλοπαλαιστινιακές και φιλοϊρανικές απόψεις μελών της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Η σύναψη της ελλειμματικής Συμφωνίας των Πρεσπών προκάλεσε αναπάντεχα διπλωματική κρίση με τη Μόσχα, αλλά και μια προβλέψιμη σύσφιγξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Τέλος, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη (2019 μέχρι σήμερα) είναι μερικώς αποτελεσματική. Βασική επιδίωξη είναι η ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της Ελλάδας, κυρίως μέσω της διμερούς συνεργασίας με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Η Αθήνα έχει επίσης εξελιχθεί σε εταίρο της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ σωστά επενδύει διπλωματικό κεφάλαιο στην περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων με την Ινδία και άλλες ισχυρές ασιατικές χώρες (π.χ. Νότια Κορέα, Ιαπωνία). Στα ελληνοτουρκικά, δυστυχώς, η πολιτική της Αθήνας χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία και ασυνέπεια επειδή στερείται μιας συγκροτημένης στρατηγικής. Η τωρινή κυβέρνηση έχει ακόμη επιλέξει να ταυτιστεί πλήρως με το αντιρωσικό μπλοκ μέσα στην Ε.Ε., με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Συμπερασματικά, όλες οι κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ασχέτως προθέσεων, η Ελλάδα δεν δύναται να αυτονομηθεί σημαντικά από την Ε.Ε. και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η εξωτερική μας πολιτική έναντι του υπόλοιπου κόσμου δεν ήταν ποτέ σταθερή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ελληνική διπλωματία συνεχώς ετεροπροσδιορίζεται από τις επιλογές της Aγκυρας. Εξάλλου, όλες οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν ατύπως συμφωνήσει ότι η Τουρκία παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ελληνική ασφάλεια. Παρά τις διαφορετικές οπτικές, η συνολική διπλωματική στάση της Αθήνας απέναντι στην Aγκυρα παραμένει ίδια: αποφυγή της σύγκρουσης και διατήρηση του διαλόγου, έστω προσχηματικά.
*O κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

