Το τελευταίο δεκαήμερο εκδόθηκαν δύο σπουδαίες δικαστικές αποφάσεις, που η σημασία τους αγνοήθηκε επιδεικτικά, παρότι επιλύουν κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα:
Με την πρώτη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις του νόμου 5089/2024 για τον πολιτικό γάμο ομόφυλων ζευγαριών δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Το αντίθετο διατείνονταν 2-3 (θρησκευτικά;) σωματεία, που ζητούσαν την ακύρωση απόφασης του υπουργού Εσωτερικών για το πώς πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία των ενδιαφερομένων στις ληξιαρχικές πράξεις. Αν και θα πρέπει να περιμένει κανείς να αποφανθεί και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου –ενδεχομένως και το ΑΕΔ, αν υπάρξει αντίθετη κρίση–, το βέβαιο είναι ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα προς την οριστική λύση ενός χρονίζοντος ζητήματος. Γιατί άραγε η απόφαση αυτή δεν χαιρετίστηκε;
Τη δεύτερη σπουδαία απόφαση εξέδωσε το ΑΕΔ ως εκλογοδικείο. Με αυτήν, το δικαστήριο έκρινε ότι οι καταδικασμένοι ναζί, ακόμη και αν διέφυγαν τον αρχικό έλεγχο του αρμόδιου τμήματος του Αρείου Πάγου, δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι ούτε οι αχυράνθρωποί τους να εκλεγούν βουλευτές. Το προέβλεψαν οι τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου που επήλθαν με τους νόμους 5019/2023 και 5023/2023, οι οποίοι ορίζουν ότι δεν ανακηρύσσονται οι συνδυασμοί κομμάτων στους οποίους μετέχουν –ή τους οποίους αφανώς κατευθύνουν ως «κρυφοί» αρχηγοί– άτομα καταδικασμένα έστω και πρωτοδίκως για διεύθυνση ή και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Δεσμοί με Κασιδιάρη – Το ΑΕΔ έκρινε ότι διέθετε επαρκή στοιχεία για τον δεσμό Κασιδιάρη – Σπαρτιατών. Κατέληξε όμως στην ακύρωση της εκλογής μόνον των βουλευτών εναντίον των οποίων είχαν υποβληθεί ενστάσεις.
Αντί λοιπόν να επαινεθεί ως σημαντικό βήμα για την περιθωριοποίηση των νεοναζί, η απόφαση αυτή κατακρίθηκε γιατί αφήνει τη Βουλή με 297 μόνον βουλευτές (κάτι ανεξήγητο μεν, αφού αδικεί προφανώς τους ενισταμένους, που δεν προκαλεί όμως μείζον θεσμικό ζήτημα, όπως μάλλον αβασάνιστα ισχυρίστηκαν ορισμένοι. Γιατί μόνον αστείος είναι ο ισχυρισμός ότι το 50%+1 του όλου αριθμού των βουλευτών είναι σήμερα 149 και όχι 151).
Θα επιμείνω στη σημασία της απόφασης αυτής, γιατί θέτει ένα σπουδαίο προηγούμενο για επίδοξους μιμητές του Κασιδιάρη.
Θυμίζω ότι το όλο ζήτημα προκλήθηκε από μια ακραία φιλελεύθερη διάταξη του ισχύοντος Συντάγματος, που ψηφίστηκε ύστερα από πρόταση ενός εμβληματικού βουλευτή, του δικηγόρου Γ. Β. Μαγκάκη, το 1975. Πρόκειται για την παράγραφο 3 του άρθρου 51 που ορίζει ότι τα πολιτικά δικαιώματα των εγκλείστων βαρυποινιτών μπορούν να αφαιρεθούν μόνον ύστερα από αμετάκλητη καταδίκη τους, τουτέστιν επικύρωση της καταδίκης τους όχι μόνον από το Εφετείο, αλλά και από τον Αρειο Πάγο (κάτι που χρειάζεται σήμερα δέκα τουλάχιστον χρόνια και βάλε). Ως εκ τούτου, παρότι έχουν καταδικαστεί ύστερα από μιαν εξαντλητική δίκη, οι μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής διατηρούν ακόμη το εκλογικό δικαίωμά τους. Κορόιδα ήταν να μην το εκμεταλλευτούν;
Την απάντηση έδωσαν οι ανωτέρω νόμοι, που ψηφίσθηκαν με ευρεία πλειοψηφία. Πρώτος αμφισβήτησε τη συνταγματικότητά τους Ρόδιος υποψήφιος του κόμματος Ελληνες, στους συνδυασμούς του οποίου μετείχε ο ίδιος ο Κασιδιάρης. Γι’ αυτό και «έκοψε» το κόμμα αυτό το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, στο στάδιο της ανακήρυξης. Το κύριο επιχείρημα του ενισταμένου ήταν ότι ο αποκλεισμός του κόμματός του αντέκειτο προς το άρθρο 29 του Συντάγματος. Το ΑΕΔ το αντιπαρήλθε σχετικά εύκολα, με τη σκέψη ότι το άρθρο αυτό, ορίζοντας ότι τα κόμματα «οφείλουν» να υπηρετούν την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», δεν επιτρέπει απλώς αλλά επιβάλλει στην πολιτεία να αμύνεται. Πολύ περισσότερο που ο αποκλεισμός κόμματος είναι ηπιότερο μέσο από την πλήρη απαγόρευσή του (ΑΕΔ 14/2024).
Εκπτωση για όλους – Θα ήταν ορθότερο να ακυρωθεί η εκλογή όλων των βουλευτών των Σπαρτιατών. Διότι η διαγνωσθείσα «εκλογική παράβαση» αφορούσε την ανακήρυξη όλων των υποψηφίων του εν λόγω κόμματος.
Η περίπτωση των Σπαρτιατών ήταν διαφορετική, γιατί είχαν διαφύγει του ελέγχου του Αρείου Πάγου, κατά το στάδιο της ανακήρυξης: Το ΑΕΔ είχε τώρα ενώπιόν του εκλεγμένους βουλευτές, εναντίον των οποίων είχαν στραφεί υποψήφιοι άλλων κομμάτων, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι Σπαρτιάτες είχαν «υποκρυπτόμενο» αρχηγό τον Κασιδιάρη. Για το αν αυτό όντως αλήθευε, το ΑΕΔ (με την προηγούμενη σύνθεσή του) ζήτησε περαιτέρω αποδείξεις και ανέβαλε την έκδοση απόφασης. Με τη νέα σύνθεσή του το ΑΕΔ έκρινε ότι διέθετε πλέον επαρκή στοιχεία για τον δεσμό Κασιδιάρη – Σπαρτιατών. Κατέληξε όμως στην ακύρωση της εκλογής μόνον των βουλευτών εναντίον των οποίων είχαν υποβληθεί ενστάσεις.
Σε ό,τι με αφορά, όπως είχα υποστηρίξει και σε παλαιότερο άρθρο μου στην «Κ», πιστεύω ότι θα ήταν ορθότερο να ακυρωθεί η εκλογή όλων των βουλευτών των Σπαρτιατών. Διότι η διαγνωσθείσα «εκλογική παράβαση» (δηλαδή η κρυφή αρχηγία Κασιδιάρη) αφορούσε την ανακήρυξη όλων των υποψηφίων του εν λόγω κόμματος. Κάτι που το ΑΕΔ θα μπορούσε να κάνει εύκολα βάσει του άρθρου 32 παρ. 4 του ν. 345/1976. Από εκεί και πέρα, παρότι ο νόμος δεν το προβλέπει, μπορούσε το ΑΕΔ να αναπέμψει την υπόθεση στην Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή, προκειμένου να προβεί στην ανακατανομή των εδρών στα υπόλοιπα κόμματα που πέρασαν το κατώφλι του 3% στις τελευταίες εκλογές.
Είναι κρίμα που το ΑΕΔ δεν ακολούθησε τον ανωτέρω συλλογισμό. Δίστασε, από φόβο ίσως να προκαλέσει υπέρμετρη αναστάτωση στους βουλευτές όλων των κομμάτων, διατάσσοντας μια τόσο εκτεταμένη ανακατανομή. Είναι λάθος, εντούτοις, ο δισταγμός αυτός να οδηγήσει σε υποβάθμιση της σημασίας της απόφασης που εξέδωσε.
*Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.