Χιλιάδες εγκαταλελειμμένα οχήματα «στοιχειώνουν» τους δρόμους της Αθήνας

Κοινοποίηση

Χιλιάδες εγκαταλελειμμένα οχήματα, τουλάχιστον 2.000, «στοιχειώνουν» καθημερινά τους δρόμους της Αθήνας, προκαλώντας μία οξύμωρη και διαρκώς εντεινόμενη κατάσταση μέσα στο ήδη χαοτικό σκηνικό της πρωτεύουσας. Την ώρα που η εύρεση θέσης στάθμευσης, σε πολλές περιπτώσεις θυμίζει κυνήγι… του τυχερού λαχνού για τους οδηγούς, αυτοκίνητα που έχουν αφεθεί επί μήνες ή ακόμη και χρόνια, καταλαμβάνουν πολύτιμο χώρο σε γειτονιές αλλά και κεντρικές αρτηρίες. Το πρόβλημα, δεν είναι μόνο αισθητικό ή λειτουργικό, αφού επηρεάζει άμεσα την ποιότητα ζωής των κατοίκων και την καθημερινότητα των οδηγών, αλλά παράλληλα δημιουργούνται και νέες εστίες μόλυνσης.

Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά

Δεν είναι λίγες οι φορές, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας, που οι οδηγοί αναγκάζονται να κάνουν δεκάδες κύκλους γύρω από το σημείο όπου θέλουν να παρκάρουν ή να σταθμεύσουν χιλιόμετρα μακριά, την στιγμή που θέσεις μένουν «κατειλημμένες» από τα εγκαταλελειμμένα οχήματα. Η κατάσταση δε, περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, από την τακτική που έχουν υιοθετήσει πολλοί ιδιοκτήτες, γνωστή και ως «κόλπο του μισού μέτρου».

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, για να χαρακτηριστεί ένα όχημα ως εγκαταλελειμμένο, μεταξύ άλλων, πρέπει να παραμένει ακίνητο στο ίδιο σημείο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Εκμεταλλευόμενοι τα κενά του νομοθετικού πλαισίου, αρκετοί ιδιοκτήτες μετακινούν το αυτοκίνητό τους ελάχιστα – ακόμη και κατά μισό μέτρο – ώστε να παρακάμπτουν τη διαδικασία απομάκρυνσής του από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Έτσι, το όχημα δεν θεωρείται επίσημα εγκαταλελειμμένο, με αποτέλεσμα να παραμένει «στάσιμο» επ’ αόριστον, καταλαμβάνοντας πολύτιμο χώρο στάθμευσης, στερώντας θέσεις από «ενεργούς» οδηγούς, που ενδέχεται να αναγκάζονται να πληρώσουν για μία θέση σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ, η τιμή του οποίου μπορεί να αγγίζει και τα 250 ευρώ σήμερα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ανάμεσα στις τουλάχιστον 100 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις της συγκεκριμένης πρακτικής, αποτελεί ένα -ακόμη- όχημα στην οδό Αγαθουπόλεως, στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο φαίνεται πως βρίσκεται στο ίδιο σημείο που μπορείτε να δείτε στις παρακάτω φωτογραφίες, επί δύο χρόνια. Όμως, εάν παρατηρήσετε τις εικόνες πιο προσεκτικά, θα δείτε πως ο ιδιοκτήτης απλώς το… μετακινεί σχεδόν καθημερινά κατά μισό με ένα μέτρο, κρατώντας «δεμένα» τα χέρια του δήμου Αθηναίων.

Οχήματα «ξεχασμένα» μακριά από τον τόπο κατοικίας

Μία ακόμη παράμετρος που επιδεινώνει το φαινόμενο των εγκαταλελειμμένων οχημάτων στην Αθήνα, είναι η πρακτική ορισμένων οδηγών να σταθμεύουν το αυτοκίνητό τους σε περιοχές διαφορετικές από εκείνες όπου διαμένουν – ακόμη και σε σημεία υψηλής ζήτησης στάθμευσης, όπως το κέντρο της πόλης. Ο στόχος τους, είναι να αποφύγουν τον «κοινωνικό» έλεγχο, εξασφαλίζοντας ότι κανείς από την γειτονιά τους δεν θα παρατηρήσει ότι το όχημά τους έχει εγκαταλειφθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή και… για πάντα. Έτσι, «κρύβουν» τα αυτοκίνητά τους σε ξένες περιοχές, μεταφέροντας το πρόβλημα αλλού.

Για παράδειγμα, ένας κάτοικος από το Χαλάνδρι, μπορεί να μετακινηθεί με το όχημά του προς το κέντρο, ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή, πέρα από αυτή που διαμένει, και να επιστρέψει στο σπίτι του… χωρίς αυτό. Με αυτόν τον τρόπο όμως, οι θέσεις στάθμευσης μίας γειτονιάς χρησιμοποιούνται αρχικά από άτομα που δεν έχουν καμία καθημερινή σύνδεση με την περιοχή, στερώντας χώρο από τους μόνιμους κατοίκους και επαγγελματίες. Η κίνηση αυτή, αν και δεν παραβιάζει άμεσα κάποια νομοθεσία, επιδεινώνει την αίσθηση «ανομίας» που ήδη επικρατεί γύρω από το ζήτημα του πάρκινγκ, και σε συνδυασμό με τα εγκαταλελειμμένα οχήματα, δημιουργείται μία ασφυκτική κατάσταση που καθιστά σχεδόν αδύνατη την καθημερινή μετακίνηση, και τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο ταλαιπωρίας.

«Κολλημένα» τα οχήματα στην… γραφειοκρατία

Παράλληλα, η βασική διαδικασία απομάκρυνσης των εγκαταλελειμμένων οχημάτων στην Αθήνα, παραμένει ιδιαίτερα χρονοβόρα και περίπλοκη, εξαιτίας και της έντονης γραφειοκρατίας που τη διέπει.

Αναλυτικά, τα πρώτα βήματα περιλαμβάνουν τον εντοπισμό και την καταγραφή του οχήματος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, με την επικόλληση ειδικού αυτοκόλλητου ειδοποίησης προς τον ιδιοκτήτη. Ωστόσο, απαιτείται η παρέλευση συνολικά 90 ημέρων στην θέση εντοπισμού, προτού θεωρηθεί επισήμως εγκαταλελειμμένο. Σε περίπτωση όμως, που το αυτοκίνητο μετακινηθεί έστω και ελάχιστα, η διαδικασία ακυρώνεται, γιατί δεν θεωρείται στέρεο απόβλητο.

Στην περίπτωση που δεν ακυρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, το αυτοκόλλητο ειδοποίησης προς τον ιδιοκτήτη, παραμένει για 45 ημέρες. Κατόπιν, ζητούνται τα στοιχεία του ιδιοκτήτη από τον αριθμό πλαισίου του αυτοκινήτου από το υπουργείο Μεταφορών, και έπειτα από ένα χρονικό διάστημα 7-10 ημερών που απαιτείται για γίνουν οι διασταυρώσεις, αποστέλλεται μία συστημένη επιστολή στον ίδιο. Από εκείνη την στιγμή, βάσει διοικητικής διαδικασίας, περνάνε άλλες 10 ημέρες, ώστε να προχωρήσει η αρμόδια υπηρεσία στην άρση του εγκαταλελειμμένου οχήματος, εφόσον πάντα το όχημα βρίσκεται στην ίδια θέση κατά τον εντοπισμό και την καταγραφή του.

Άρα, εν ολίγοις, απαιτούνται τουλάχιστον 5-6 μήνες προκειμένου να «σηκωθεί» και να απομακρυνθεί ένα εγκαταλελειμμένο όχημα, την ίδια ώρα που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χρειάζονται μόλις λίγες ημέρες.

Για παράδειγμα σύμφωνα με το άρθρο R417-12 του Γαλλικού Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ορίζεται ότι τα οχήματα δεν μπορούν να βρίσκονται σταθμευμένα στην ίδια δημόσια θέση για περισσότερες από 7 συνεχόμενες ημέρες, χωρίς να μετακινηθούν. Η μη μετακίνηση του οχήματος μπορεί να επιφέρει πρόστιμο 35 ευρώ, αλλά οι αστυνομικοί έχουν επίσης την αρμοδιότητα να ζητήσουν την κατάσχεση του οχήματος αν δεν έχει μετακινηθεί.

Εν κατακλείδι, η υφιστάμενη διαδικασία για την απομάκρυνση εγκαταλελειμμένων οχημάτων στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από την σημαντική καθυστέρηση λόγω της πολύπλοκης και χρονοβόρας γραφειοκρατίας, με συνέπεια να παραμένουν επί μακρόν κατειλημμένες πολύτιμες θέσεις στάθμευσης και να επιβαρύνεται η καθημερινότητα των πολιτών. Αυτή η καθυστέρηση όχι μόνο περιορίζει την αποτελεσματικότητα των αστικών υπηρεσιών αλλά και υπονομεύει την εικόνα της πόλης. Για τους λόγους αυτούς, φαίνεται πως κρίνεται επιτακτική η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης που θα απλοποιεί και θα επιταχύνει τη διαδικασία απομάκρυνσης, μειώνοντας το χρονικό περιθώριο προειδοποίησης και ενισχύοντας τα εργαλεία ελέγχου των αρμόδιων αρχών, ώστε να απελευθερωθούν οι δημόσιοι χώροι και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής στις πόλεις.

 



Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα