Ξημερώματα Δευτέρας 13 Ιουλίου 2015, λίγο πριν από τις 7 το πρωί, η Άνγκελα Μέρκελ μαζεύει τα χαρτιά της, σηκώνεται από τη θέση της και κατευθύνεται προς την πόρτα, εγκαταλείποντας την τελευταία και οριστική Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες για το ελληνικό ζήτημα. «Τελειώσαμε. Η Ελλάδα θα φύγει από το ευρώ». Θα έλεγε κανείς ότι για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, καθώς η Μέρκελ περπατούσε προς την έξοδο της αίθουσας, η Ελλάδα έφευγε κι αυτή μαζί της «για νέες θάλασσες». Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα η Γερμανίδα καγκελάριος, έτρεξε και τη σταμάτησε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ. «Λυπάμαι, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει κανείς από αυτό το δωμάτιο. Θέλετε πραγματικά να πω ότι η Ευρωζώνη διαλύθηκε για 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ;»
Πώς οδηγήθηκε η χώρα σε αυτό το αδιέξοδο και τι έγινε στις επόμενες δύο ώρες προκειμένου να συμφωνηθεί η λύση; Για να ξετυλίξουμε τον μίτο και να κατανοήσουμε τι συνέβη, θα πρέπει να επιστρέψουμε 40 μέρες στο παρελθόν, στην Τετάρτη 3 Ιουνίου, όταν όλοι προεξοφλούσαν ότι θα υπάρξει λύση εντός ολίγων ωρών. Οι αισιόδοξες βεβαιότητες στον διεθνή Τύπο προέρχονταν από ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά στην ηγεσία της Ένωσης και δεν είχαν τα ερμηνευτικά σχήματα για να μπορέσουν να «διαβάσουν» τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων αριστερών.
Εκείνη την Τετάρτη 3 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας ταξίδεψε στις Βρυξέλλες μαζί με τον Νίκο Παππά, τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Δημήτρη Τζανακόπουλο. Οι Παππάς και Τζανακόπουλος δεν ήταν απλώς υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής ο πρώτος και διευθυντής του Γραφείου Πρωθυπουργού ο δεύτερος, αλλά συμμετείχαν ενεργά στη διαπραγμάτευση. Είχαν λόγο και ρόλο και συχνά τροποποιούσαν τους αριθμούς της ελληνικής πρότασης. Έφτασαν όλοι στο γραφείο του προέδρου της Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, και άρχισαν να συζητούν με τις ώρες για το άλυτο πρόβλημα της περικοπής των συντάξεων και του ΕΚΑΣ. Η λύση πήγε περίπατο.

Απλωμένοι στον καναπέ
Εκείνο που έμεινε από εκείνη τη συνάντηση ήταν μια χαρακτηριστική φωτογραφία που τραβήχτηκε λίγο πριν αρχίσει. Στον μαύρο καναπέ του Γιούνκερ είχε απλωθεί ο Παππάς δεξιά με ύφος «κάτσε καλά» και χέρια απλωμένα στο μπράτσο και στη ράχη του καναπέ. Δίπλα του ο Τσακαλώτος, με τη γνωστή ινδουιστική αποστασιοποίηση στο βλέμμα, με χακί καστόρινο παπουτσάκι με εργονομική σόλα, γαλάζια κάλτσα και μια καφέ τσάντα-ταγάρι να κρέμεται από το άλλο μπράτσο του καναπέ. Και οι δύο κάθονταν σταυροπόδι και φυσικά δεν φορούσαν γραβάτες. Ήθελαν να δείξουν με την αντικομφορμιστική τους εμφάνιση ότι αντιστέκονται στον συντηρητισμό της Ευρώπης. Συμβόλιζαν την αλλαγή της Ευρώπης που ήθελαν να επιφέρουν, ωθώντας την ήπειρο προς ένα πιο λατινοαμερικανικό ύφος.
Σήμερα οι δύο πολιτικοί, ασύγκριτα πιο ώριμοι, θα πρέπει να γελάνε με τα καμώματα της κυβερνητικής εφηβείας τους, αλλά τότε είχαν πάρει στα σοβαρά τον ρόλο των μπολσεβίκων που κατέλαβαν τα θερινά ανάκτορα. Φυσικά επέστρεψαν άπρακτοι στην Αθήνα, όπου δύο μέρες μετά, την Παρασκευή 5 Ιουνίου, ο Αλέξης εμφανίστηκε στη Βουλή και δήλωσε: «Αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ψηφίσει νέο μνημόνιο».

Ο Νίκος Παππάς επέστρεψε στις Βρυξέλλες σε τρεις μέρες, τη Δευτέρα 8 Ιουνίου, για μια συνάντηση με τον επίτροπο Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί, όπου επαναλήφθηκε η γνωστή χορογραφία της ασυμβατότητας. Οι Ευρωπαίοι περίμεναν μια νέα ελληνική πρόταση με κοστολογημένα «ισοδύναμα μέτρα». Η κυβέρνηση εφάρμοζε ένα συνδικαλιστικό μοντέλο διαπραγμάτευσης. Οι υπουργοί συχνά παρουσίασαν ξαναζεσταμένες προτάσεις που είχαν απορριφθεί σε προηγούμενους γύρους διαπραγματεύσεων ενώ επέμεναν για μια ακόμα φορά στη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή στην ανάγκη για λιγότερες εξοικονομήσεις). Οι Ευρωπαίοι περίμεναν από τους Έλληνες συνομιλητές τους να έχουν την αίσθηση του επείγοντος και να είναι εποικοδομητικοί χτίζοντας πάνω στη βάση της έως τότε διαπραγμάτευσης.
Οι δικοί μας έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα άδεια ταμεία, το φάσμα των δόσεων πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ προς ΔΝΤ και ΕΚΤ, καθώς και τον μαρασμό της οικονομίας (πάγωμα δραστηριοτήτων, αθρόες απολύσεις, χρεοκοπίες και φέσια στην αγορά, εκροή καταθέσεων και καταχώνιασμα δεσμίδων από 50ευρα σε όλα τα στρώματα κρεβατιών της επικράτειας, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων στο εξωτερικό). Παρ’ όλα αυτά άρχιζαν κάθε φορά την κουβέντα από το σημείο μηδέν, ατάραχοι και αυτάρκεις.
Η απατηλή σιγουριά
Η σιγουριά αυτή υπέκρυπτε την πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι είχαν πιο πολλά να χάσουν από ένα Grexit, αλλά αποκάλυπτε επίσης και κάποιους «αμαρτωλούς πειρασμούς», ότι δηλαδή η Αθήνα μπορεί να είχε μια «αξιοπρεπή» εναλλακτική λύση εκτός Ευρώπης· με στάση πληρωμών, με κάποια βοήθεια από τρίτες χώρες (Ρωσία, Κίνα, Ιράν) και με την εισαγωγή εναλλακτικού νομίσματος. Η αίσθηση αυτή ενισχυόταν από συζητήσεις που γίνονταν στο παρασκήνιο σε ανώτατο επίπεδο και διέρρεαν στον Τύπο, αλλά και από τη συμπεριφορά τόσο του Γιάνη Βαρουφάκη, όσο και του ίδιου του πρωθυπουργού.
Την Τετάρτη και την Πέμπτη (10 και 11 Ιουνίου) ο Αλέξης Τσίπρας ταξίδεψε στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ με τις χώρες της Κεντρικής και της Λατινικής Αμερικής. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο Η τελευταία μπλόφα της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού (εκδ. Παπαδόπουλος), το οποίο αποτελεί την πιο λεπτομερή και αξιόπιστη καταγραφή όσων έγιναν στις Βρυξέλλες κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες της κρίσης, ο Τσίπρας συνάντησε τον σοσιαλιστή υπουργό Εξωτερικών της Αργεντινής, Έκτορ Τίμερμαν, στον οποίο εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής. «Η στάση πληρωμών δεν είναι καλή λύση», απάντησε ο Τίμερμαν. «Η μίμηση του πειράματος της Αργεντινής δεν θα σας πάει μακριά».
Ο Τσίπρας υπήρξε θαυμαστής του ηγέτη της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες και ένα από τα πρώτα ταξίδια του όταν έγινε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, το 2008, ήταν στο Καράκας όπου τον συνάντησε. Πίστευε ότι στη Βενεζουέλα συντελείται ένα πείραμα εναλλακτικού καπιταλισμού που θα άξιζε να μελετηθεί. Στις Βρυξέλλες βρισκόταν εκείνες τις ημέρες ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Βολιβίας, Έβο Μοράλες, άλλος ένας ήρωας του αντικαπιταλισμού. Το επιτελείο του Τσίπρα ζήτησε συνάντηση, αλλά δεν κατέστη εφικτή. Ενώ δηλαδή ο χρόνος είχε στενέψει πολύ, ο Τσίπρας έχτιζε συνειδητά μια εναλλακτική πολιτική αφήγηση. Τι είχε στο μυαλό του; Ήθελε να ταράξει τους Ευρωπαίους για να τους αποσπάσει μια καλύτερη συμφωνία ή να συνεχίσει την προετοιμασία για μια «λατινοαμερικανική» τομή στη Μεταπολίτευση; Ενδεχομένως και τα δύο, έτσι ώστε να έχει ευχέρεια επιλογών.
«Καθαρογράφεται…»
Δύο ημέρες μετά, το Σάββατο 13 Ιουνίου, στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν προγραμματισμένη μια σύσκεψη για τις 6 το απόγευμα. Ο Βαρουφάκης, πάντα αντισυμβατικός, προσήλθε φορώντας μαύρο παντελόνι και πουκάμισο. Σε πολλές συσκέψεις αυτού του είδους, ήδη από το Πάσχα (που εκείνη τη χρονιά ήταν στις 12 Απριλίου), κυβερνητικές πηγές διέδιδαν ότι οι υπουργοί και ο πρωθυπουργός ετοιμάζονται να «καθαρογράψουν τη συμφωνία». Εκείνη τη μέρα διέρρευσε η πληροφορία ότι «προετοιμάζονται για τη διαπραγμάτευση», η οποία ωστόσο, υπό μορφήν ενός «παιχνιδιού κολοκυθιάς», εξελισσόταν την ίδια ώρα στις Βρυξέλλες με τη συμμετοχή των Δραγασάκη, Τσακαλώτου και Παππά. Στην πράξη δεν υπήρχε διαπραγμάτευση. Οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες ήταν άκαρπες συνειδητά. Η σοβαρή προετοιμασία που γινόταν «από κάτω» (δηλαδή σε τεχνικό επίπεδο) από τον Γιώργο Χουλιαράκη, ο οποίος συνομιλούσε με συνεργάτες υπουργών της Ευρωζώνης και εκπονούσε ορθολογικές προτάσεις, συχνά δεν λαμβάνονταν καθόλου υπόψη από τους υπουργούς-διαπραγματευτές της ελληνικής κυβέρνησης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, πλην του Βαρουφάκη βρίσκονταν ο Νίκος Βούτσης και ο Παναγιώτης Σκουρλέτης και το φλέγον θέμα δεν ήταν τα δεκαδικά ψηφία στα πρωτογενή πλεονάσματα. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες εκείνης της εποχής, σε αυτή τη σύσκεψη συζητήθηκε και το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, χωρίς να ληφθούν οριστικές αποφάσεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η επιλογή αυτή συζητούνταν εμπιστευτικά εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε ο Νίκος Βούτσης είχε αναφέρει δημόσια την πιθανότητα δημοψηφίσματος ήδη από το φθινόπωρο του 2014. Τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συνέκλιναν στην εκτίμηση ότι η σφοδρή αντίδραση των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι σε ένα δημοψήφισμα (αντίδραση που είχε εκδηλωθεί το 2011 απέναντι στο ματαιωθέν δημοψήφισμα του Γιώργου Παπανδρέου και οδήγησε στην πτώση της τότε κυβέρνησης) αποκάλυπτε την αχίλλειο πτέρνα του μνημονίου. Αν η λιτότητα ήταν ο διάολος, τότε η άμεση δημοκρατία ήταν το λιβάνι.

Πλεκτάνη, όχι νομοτέλεια
Όσοι συζητούσαν σε σταθερή βάση με τους ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν σε βάθος τον τρόπο σκέψης τους. Σύμφωνα με την αριστερή προσέγγιση, η λιτότητα δεν ήταν μια οικονομική νομοτέλεια επιβαλλόμενη από τους νόμους της αγοράς. Ήταν μια πλεκτάνη των νεοφιλελεύθερων η οποία μπορούσε να αντιμετωπιστεί πολιτικά. Πίστευαν ότι η δημοκρατία μπορούσε να αλλάξει την οικονομία. Εκτιμούσαν ότι, αν η πολιτική της λιτότητας εκτεθεί στην κάλπη, τότε θα ηττηθεί. Η ήττα θα επέφερε είτε αλλαγή πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη είτε αλλαγή συμμαχιών για την Ελλάδα. Γιατί όχι; Μέσα στη θολούρα της εποχής, όλα ήταν πιθανά. Το ενδεχόμενο «αλλαγής συμμαχιών» δεν ακουγόταν εντελώς ανεδαφικό, καθώς μέσα στη σύγχυση και έπειτα από πέντε χρόνια λιτότητας και αστάθειας είχε ήδη απλωθεί στη χώρα μια αναθεωρητική διάθεση για όλα, ακόμα και για τη μεταπολεμική της διαδρομή.
Οι δικοί μας λοιπόν σκέφτονταν ότι, επειδή η «αλλαγή συμμαχιών» θα ήταν αδιανόητη για τους Ευρωπαίους αφού θα μπορούσε να ενεργοποιήσει ένα ντόμινο διάλυσης της Ένωσης, η Ευρώπη θα αναγκαζόταν να παραδεχτεί επιτέλους ότι «τέλειωσαν τα ψέματα». Θα καταχώνιαζε βιαστικά τη λιτότητα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, υπό τον φόβο μήπως άλλοι λαοί ακολουθήσουν την ελληνική πρωτοπορία. Η κυβέρνηση ωστόσο θα είχε κάνει τα «κουμάντα» της και, αν της «έβγαινε», θα ήταν έτοιμη ακόμα και για μια αλλαγή συμμαχιών. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν είναι πειστικό το επιχείρημα ότι το πρώτο πεντάμηνο της διακυβέρνησης ο Τσίπρας δεν είχε σχέδιο ή ότι έκανε το δημοψήφισμα για να το χάσει.
Η σύσκεψη δεν κράτησε πολύ και ακολούθησε ένας περίπατος του Τσίπρα με τον Βαρουφάκη στον Εθνικό Κήπο. Σύμφωνα με την «Περιπατητική Σχολή» του Αριστοτέλη, το περπάτημα ενεργοποιεί τον στοχασμό. Εισήλθαν στον Κήπο από τη μοναδική πύλη της Ηρώδου Αττικού, έστριψαν αριστερά κατευθυνόμενοι προς τη λίμνη με τις πάπιες, βγήκαν από τη νότια πύλη και περπάτησαν έως την καφετέρια της Αίγλης του Ζαππείου, όπου παρέμειναν για λίγο προτού επιστρέψουν στο πρωθυπουργικό γραφείο.
Λάτρεις των πολιτικών θρίλερ εικάζουν ότι οι δύο πολιτικοί ήθελαν να συζητήσουν περπατώντας ορισμένες λεπτομέρειες για το δημοψήφισμα και το εναλλακτικό σύστημα πληρωμών που επί μήνες προετοίμαζε ο Βαρουφάκης για να ενεργοποιήσει σε περίπτωση διαζυγίου με την Ευρωζώνη, χωρίς να ανησυχούν μήπως ξένες υπηρεσίες είχαν φυτέψει κοριούς κάτω από κάποια καρέκλα του Μαξίμου. Η συζήτηση κατά τη διάρκεια του περιπάτου διακόπηκε αρκετές φορές από νεαρές θαυμάστριες που ζητούσαν σέλφι. Κάπως έτσι, πέντε μέρες μετά, στο Eurogroup της Πέμπτης 18 Ιουνίου ο Βαρουφάκης δεν παρουσίασε καμία νέα πρόταση, αλλά έλαμψε για μία ακόμα φορά ως φωτοστεφανωμένος διώκτης της «ευρωκανονικότητας». Όλα κομπλέ για την Ελλάδα…

«Σε νέα λιμάνια»
Την Παρασκευή 19 Ιουνίου, ο Τσίπρας ήταν καλεσμένος του Βλαντιμίρ Πούτιν στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης και μίλησε ενώπιον του Ρώσου προέδρου ως τιμώμενος ξένος ηγέτης λέγοντας τα εξής: «Είμαστε λαός της θάλασσας που δεν φοβάται να ανοιχτεί σε μεγάλα πελάγη, σε καινούργιες θάλασσες, προκειμένου να φτάσουμε σε νέα και πιο ασφαλή λιμάνια». Για τους περισσότερους ο χρησμός είχε εύκολη ερμηνεία. Στο άκουσμα της φράσης αυτής ο Πούτιν χαμογέλασε χαρακτηριστικά.
Ο Τσίπρας είχε προειδοποιηθεί από πολλούς, ανάμεσα στους οποίους και από τον επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ότι σε περίπτωση εκπνοής του προγράμματος στις 30 Ιουνίου χωρίς νέα συμφωνία οι τράπεζες θα έκλειναν. Η ΕΚΤ, ελλείψει ενός προγράμματος οικονομικού συγχρονισμού της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, δεν θα είχε νομικά την ευχέρεια να συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες για να καλύπτουν τις καθημερινές αναλήψεις σε μετρητά και τις κινήσεις κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Ήδη η έκτακτη ρευστότητα από τις αρχές της κρίσης το 2010 είχε αγγίξει τα 89 δισεκατομμύρια ευρώ. Ενώ οι ανησυχίες για την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων κορυφώνονταν εντός κι εκτός Ελλάδας, ο Βαρουφάκης επεξεργαζόταν τρόπους έτσι ώστε το Τaxisnet να μετεξελιχθεί σε ένα σύστημα πληρωμών προς τρίτους. Το επιβεβαίωσε τόσο ο ίδιος στην ομιλία του όταν παρέδωσε το υπουργείο στον Τσακαλώτο στις 6 Ιουλίου, όσο και η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη στις 28 Ιουλίου, όταν δήλωσε στην ΕΡΤ ότι «ο κ. Βαρουφάκης πράγματι έλαβε επίσημη εντολή από τον πρωθυπουργό για την κατάρτιση εναλλακτικού σχεδίου». Ο Βαρουφάκης φερόταν να είχε διαμηνύσει ότι δεν θα αποδεχθεί να αποδοθεί η ευθύνη για τους χειρισμούς εκείνης της περιόδου στο υπουργείο Οικονομικών αποκλειστικά στον ίδιο. Κι επειδή είχε δηλώσει ότι κατέγραψε με το κινητό του συνεδρίαση του Eurogroup, όλοι προεξοφλούσαν ότι οι δυνατότητες της τεχνολογίας είχαν αξιοποιηθεί και σε άλλες ευκαιρίες.
Παράλληλα με τις καινοτομίες του Βαρουφάκη συναντάμε και τη διερεύνηση της πιθανότητας χρηματοδότησης από τη Ρωσία. Ο Τσίπρας επισκέφτηκε πρώτη φορά τη Μόσχα ως πρωθυπουργός το τριήμερο 7-9 Απριλίου 2015. Στις 8 Απριλίου συνάντησε τον Πούτιν στο Κρεμλίνο. Στο ταξίδι αυτό συνοδευόταν από τον Νίκο Κοτζιά, τον Νίκο Παππά, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη – μεταξύ άλλων. Είχε προηγηθεί λίγο καιρό πριν ένα ταξίδι στη Μόσχα του υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτη Λαφαζάνη και συνάντησή του με τον πρόεδρο της Gazprom, Αλεξέι Μίλερ. Στην Αθήνα κυκλοφορούσε η πληροφορία, που προερχόταν όχι μόνο από τον Λαφαζάνη, αλλά και από πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, για μια πιθανή προκαταβολή ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ελλάδα (άλλοι μιλούσαν για 10) για τη συμμετοχή της στον Turkish Stream (μετεξέλιξη του South Stream που συζητούνταν επί Καραμανλή).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η επίσημη διακρατική συμφωνία υπογράφηκε δύο μήνες μετά, στις 19 Ιουνίου, από τον Λαφαζάνη και τον Ρώσο ομόλογό του Αλεξάντερ Νόβακ στο περιθώριο του Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης. Κάποιοι πίστευαν ότι τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως συναλλαγματικά διαθέσιμα χρήσιμα για τη μετάβαση σε νέο νόμισμα. Τα κεφάλαια αυτά θεωρούνται λίγα για ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά το κλίμα της εποχής ενθάρρυνε λογικά άλματα. Παρά τις επίσημες διαψεύσεις της Μόσχας, ήταν κοινή πεποίθηση σε ισχυρούς κύκλους της κυβέρνησης ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση όχι μόνο από τη Ρωσία, αλλά και από την Κίνα και το Ιράν.
Πλάνο δραχμής
Όλα τα παραπάνω συγκροτούσαν αυτό που οι κυβερνητικοί αποκαλούσαν «Σχέδιο Β» και πρακτικά αφορούσε τη μετάβαση στη δραχμή. Ανάλογο «Σχέδιο Β», βέβαια, πολύ πιο επαγγελματικό, με προβλέψεις για την εκτύπωση νέου νομίσματος και με σχέδια για τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα, φάρμακα και τρόφιμα (ανθρωπιστική βοήθεια), είχαν ετοιμάσει και οι Ευρωπαίοι. Στο ευρωπαϊκό σχέδιο προβλέπονταν και οι ανάγκες χρηματοδότησης χωρών εξαιτίας της μετάδοσης της κρίσης, οι οποίες άγγιζαν τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ (400 μόνο για την Ιταλία). Τα κεφάλαια αυτά δεν τα διέθετε ο Μηχανισμός Σταθερότητας, που είχε προικιστεί με 500 δισεκατομμύρια. Προφανώς η ΕΚΤ σε περίπτωση Grexit θα προχωρούσε σε παροχή απεριόριστης ρευστότητας στην Ευρωζώνη προκειμένου να κατευνάσει την αγορά ομολόγων, να σταθεροποιήσει το νόμισμα και να υποστηρίξει με νέα δάνεια και την έκρυθμη «δραχμική» Ελλάδα της περικοπής καταθέσεων και της μεγάλης υποτίμησης. Εκείνες τις ημέρες κυκλοφόρησε επίσης η πληροφορία ότι ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, εξήγησε στον πρωθυπουργό τις καταστροφικές αλυσιδωτές αντιδράσεις ενός Grexit, την πολιτική και κοινωνική έκρηξη που μπορούσε να προκαλέσει, αλλά και τις νομικές συνέπειες που θα μπορούσε να επιφέρει σε όσους θα βαρύνονταν με μια τέτοια απόφαση.
Πριν από σχεδόν κάθε Σύνοδο Κορυφής, έκτακτη ή τακτική, γινόταν συνεδρίαση του Eurogroup. Σύμφωνα με το «τυπικό» της εποχής, κάθε νέα πρόταση για την ελληνική κρίση έπρεπε πρώτα να αξιολογηθεί σε επίπεδο Eurogroup (ουσιαστικά από το Euroworking Group, δηλαδή το σώμα τεχνοκρατών, τις «σκιές» των υπουργών που συμβούλευαν τεχνικά το Eurogroup) και μετά να παρουσιαστεί στην εκάστοτε σύνοδο των ηγετών για έγκριση ή απόρριψη. Στην πράξη, όμως, συχνά τα πράγματα εξελίσσονταν χαοτικά. Την Κυριακή και τη Δευτέρα 21 και 22 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε έκτακτη Σύνοδος Κορυφής, αφού η δόση προς το ΔΝΤ απείχε 8 μέρες (30 Ιουνίου). Προηγήθηκε έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup –η ενδέκατη από τις 25 Ιανουαρίου που εξελέγη η κυβέρνηση Τσίπρα– όπου ο Σόιμπλε, προφανώς ενημερωμένος για τις «παράλληλες σκέψεις» της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και γνώστης της μεγάλης εκροής καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, μίλησε για κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls). Η ελληνική πλευρά κατέθεσε συμβιβαστικές προτάσεις στη σύνοδο (αποδεχόταν μια σχετική περικοπή συντάξεων), οι οποίες δεν μπορούσαν να αξιολογηθούν άμεσα. Την επόμενη μέρα απορρίφθηκαν, διότι περιείχαν υφεσιακά μέτρα (δηλαδή αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών).
Δύο μέρες αργότερα, ο Τσίπρας επέστρεψε στις Βρυξέλλες μαζί με τον Βαρουφάκη, τον Τσακαλώτο και τον Παππά, για να συμμετάσχει σε μια συνάντηση που είχε οργανώσει ο Γιούνκερ με τους Λαγκάρντ, Ντράγκι, Ντάισενμπλουμ και Ρέγκλινγκ. Οι ξένοι δεν συμφωνούσαν σε όλα. Η Λαγκάρντ επέμενε για μεγάλη ελάφρυνση χρέους και όχι για μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα όπως ήθελαν οι Γερμανοί, ωστόσο υπογράμμιζε ότι θα έπρεπε να γίνει ή το ένα ή το άλλο. Ακολούθησε άλλο ένα έκτακτο Eurogroup με τους ομολόγους υπουργούς σε κατάσταση απελπισίας, αφού είχαν ακινητοποιηθεί στις Βρυξέλλες για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις έκτακτες κλήσεις.
Κυκλοφόρησε μάλιστα ότι ο Παππάς είχε ένα οίδημα στο χέρι και, όταν έφτασε στην αίθουσα γιατρός για να τον εξετάσει, έπεσε πάνω στον Τσακαλώτο και τον ρώτησε: «Εσείς χρειάζεστε γιατρό;». Και ο Τσακαλώτος: «Όχι, αλλά θα χρειαστώ πολύ σύντομα». Παρά την ανάγκη ιατρικής συνδρομής, οι δικοί μας ήταν απτόητοι στην τακτική που είχαν επιλέξει. Άλλαζαν συνέχεια τις προτάσεις για τις συντάξεις τρελαίνοντας τους εκπροσώπους των θεσμών. Κι ενώ το πρωί της Πέμπτης 25 Ιουνίου η διαφορά για να επιτευχθεί συμφωνία ήταν περίπου 600 ψωρο-εκατομμύρια ευρώ, ο Τσίπρας βγαίνει από τη σύσκεψη και επιστρέφει με νέες απαιτήσεις, ανάμεσα στις οποίες κούρεμα χρέους και αρκετά χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα. Φαινόταν όμως ότι η ελληνική πλευρά θα αποδεχόταν την τελική πρόταση των θεσμών.
Πάτησε το κουμπί
Εν τω μεταξύ, εκείνη την Πέμπτη άρχισε μια τακτική διήμερη Σύνοδος Κορυφής (από αυτές που γίνονται τέσσερις φορές τον χρόνο) που είχε θέμα το Μεταναστευτικό. Εκείνο το βράδυ (25 προς 26 Ιουνίου) κι ενώ οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν σε τεχνικό επίπεδο, δεν γνωρίζουμε με ποιους μίλησε ο Τσίπρας. Γνωρίζουμε όμως ότι νωρίς το πρωί της Παρασκευής 26 Ιουνίου ανακοίνωσε στους συνεργάτες του ότι θα προκηρύξει δημοψήφισμα. Την απόφαση αυτή δεν τη μοιράστηκε αμέσως με τους ομολόγους του. Όπως γράφει η Μέρκελ στο βιβλίο της Ελευθερία (εκδ. Μεταίχμιο):
«Όταν συγκεντρωθήκαμε ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρωί της δεύτερης ημέρας, ο Τουσκ παρουσίασε τα αποτελέσματα των συζητήσεων της προηγούμενης νύχτας. Ο Τσίπρας παρέμεινε σιωπηλός. Αυτό με παραξένεψε. Σηκώθηκα, τον πλησίασα και του είπα ήρεμα:
– Αλέξη, δεν είπες τίποτα ακόμη. Σκοπεύεις να πάρεις τον λόγο;
– Όχι, ο Ντόναλντ έχει ήδη εξηγήσει τα πάντα.
– Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα; ρώτησα έκπληκτη.
– Θα πάρω αμέσως το αεροπλάνο για Αθήνα και θα συσκεφθώ με το υπουργικό μου συμβούλιο για το τι θα κάνουμε, απάντησε ήρεμα.
»Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Έκανα τον γύρο του τραπεζιού και πλησίασα τον Ολάντ. Ήταν κι εκείνος έκπληκτος…Επέστρεψα στον Τσίπρα και τον ρώτησα:
– Και τι φαντάζεσαι ότι θα προκύψει από τις διαβουλεύσεις;
–Δεν ξέρω, απάντησε.
– Και πότε θα ξέρεις; επέμεινα.
– Αυτό θα σου το πω σήμερα, νωρίς το βράδυ».
Τότε κανονίστηκε να πραγματοποιηθεί το βράδυ μια τριμερής τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Τσίπρα, Μέρκελ και Ολάντ στην οποία τους ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα.
«Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα πρέπει να αποφασίσει ο λαός», είπε ο Τσίπρας.
«Και ποια θα είναι η σύσταση της κυβέρνησης προς τον λαό;» ρώτησε η Μέρκελ.
«Όχι, φυσικά».
Κατά τη μία τα μεσάνυχτα, οι Έλληνες τηλεθεατές, αφού ήδη είχαν σπεύσει στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης των τραπεζών εξαντλώντας το όριο αναλήψεων, ενημερώθηκαν από τον ίδιο τον Τσίπρα για την εξέλιξη που ήδη είχε κυκλοφορήσει:
«Μετά από πέντε μήνες σκληρής διαπραγμάτευσης, οι εταίροι μας, δυστυχώς, κατέληξαν σε μια πρόταση-τελεσίγραφο προς την Ελληνική Δημοκρατία και τον ελληνικό λαό. Στον αυταρχισμό και στη σκληρή λιτότητα να απαντήσουμε με δημοκρατία, με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Η Ελλάδα, τόπος που γέννησε τη δημοκρατία, να στείλει μια ηχηρή απάντηση δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κοινότητα». Οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να εγκρίνουν ή να απορρίψουν δύο έγγραφα 34 σελίδων στα οποία αποτυπωνόταν η συμφωνία.
Στο έκτακτο Eurogroup του Σαββάτου 27ης Ιουνίου, ο Βαρουφάκης κάνει ένα ακόμα μάθημα, αλλά οι ομόλογοί του τού υπενθύμισαν ότι χωρίς παράταση του προγράμματος όχι μόνο η δόση προς το ΔΝΤ δεν θα καταβληθεί, αλλά επιπλέον η ΕΚΤ δεν θα έχει νομική βάση για να συνεχίσει την έκτακτη παροχή ρευστότητας, με αποτέλεσμα να κλείσουν οι τράπεζες. Οι Γερμανοί μιλούσαν ανοιχτά για ανθρωπιστική βοήθεια.
Μάλιστα υπήρξε κοινή δήλωση του Eurogroup (όπου με αστερίσκο καταγραφόταν η μοναδική διαφωνία, εκείνη της Ελλάδας) η οποία έλεγε ότι η Αθήνα είχε διακόψει μονομερώς τις διαπραγματεύσεις και ότι η Ένωση θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Για να διασφαλίσουν στοιχειωδώς τη δική τους σταθερότητα, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έσπευδαν σε τράπεζες, σούπερ μάρκετ και βενζινάδικα.
Την Κυριακή το πρωί, η ΕΚΤ απέρριψε το ελληνικό αίτημα να αυξηθεί η παροχή ρευστότητας μέσα από τον μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) πέρα από τα 89 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση κατανόησε τη σοβαρότητα της κατάστασης και στις 23.53 υπογράφηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία τη Δευτέρα το πρωί δεν άνοιξαν οι τράπεζες και επιβλήθηκε ημερήσιο όριο αναλήψεων 60 ευρώ (πολλοί πίστευαν μάλιστα ότι τα 60 ευρώ ίσως υπερέβαιναν τα όρια αντοχής του συστήματος).

Θούριοι με κλειστές τις τράπεζες
Ο Τσίπρας κατήγγειλε την ΕΚΤ και το Eurogroup που δεν ενέκρινε ολιγοήμερη παράταση του προγράμματος για να μπορέσει η κυβέρνηση να διεξαγάγει το δημοψήφισμα, ήξερε όμως ότι ήταν αναπόφευκτη η επιβολή, αφού η εκροή ήταν μεγάλη και δεν θα σταματούσε. Κάποιοι θυμήθηκαν ότι τον Ιανουάριο του 2015 ο Βαρουφάκης είχε πει σε συνέντευξή του: «Δίνω τόσες πιθανότητες στο να πει ο Ντράγκι ότι κόβει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, όσες στο να μην ανατείλει ο ήλιος».
Τη Δευτέρα το πρωί ο Γιούνκερ προέβη σε μια λυρική δήλωση: «Η Ελλάδα αποτελεί μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και θέλω αυτή η οικογένεια να σταθεί ενωμένη. Θέλω να πω στους Έλληνες, που βαθιά αγαπώ: Δεν χρειάζεται να αυτοκτονήσει κανείς επειδή φοβάται τον θάνατο». Φυσικά πέρασε στον βρόντο.
Την Τρίτη ο Τσίπρας εμφανιζόταν ότι το ξανασκέφτεται να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, αλλά οι πολέμιοί του έλεγαν ότι ήταν μια τακτική κίνηση για να μην εμφανιστεί αδιάλλακτος στο εκλογικό σώμα, αλλά να εκθέσει τους Ευρωπαίους. Ο Ολάντ άρχισε να το συζητάει, αλλά η Μέρκελ αρνήθηκε. Την Τετάρτη το πρωί, στη γερμανική Βουλή είπε «όχι» σε νέες διαπραγματεύσεις πριν από το δημοψήφισμα. «Συμβιβασμός με κάθε κόστος δεν είναι εφικτός. Διαφορετικά η Ευρώπη θα χαθεί». Αμέσως μετά κατέβασε τα τηλέφωνα. Αρνήθηκε να μιλήσει ξανά για το ελληνικό ζήτημα μέχρι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Κάπως έτσι ο Τσίπρας μάλλον αποφάσισε να της στείλει μήνυμα, όχι με SMS, αλλά με την ομιλία του την Παρασκευή 3 Ιουλίου στην πλατεία Συντάγματος: «Την Κυριακή δίνουμε όλοι μαζί ένα μήνυμα αξιοπρέπειας στην Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Αποφασίζουμε να μείνουμε με αξιοπρέπεια στην Ευρώπη…». Προκειμένου να τονώσει τα ποσοστά του «Όχι» (που έως εκείνη την ώρα εμφανίζονταν οριακά), παρουσίασε το «Όχι» ως καλύτερο «Ναι» από το ξερό «Ναι».
Η κυβέρνηση χλεύαζε τις προειδοποιήσεις ότι η πρόταση της Ευρώπης ήταν οριστική και ότι η ζημιά στις τράπεζες και στην οικονομία από την παράταση της αβεβαιότητας θα διόγκωνε τις χρηματοδοτικές ανάγκες και θα ανάγκαζε τη χώρα να δεχτεί σε πολύ λίγες ημέρες μια πρόταση χειρότερη από εκείνη του δημοψηφίσματος, ακόμα κι αν στο δημοψήφισμα κέρδιζε το «ναι»!
Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα. Ο κόσμος έκανε πάρτι στην πλατεία Συντάγματος για το 61% του «Όχι» στο οποίο ο Τσίπρας πήγε. Αργότερα, στο τηλέφωνο ο Ολάντ τού είπε: «Εσύ κέρδισες, αλλά η Ελλάδα έχασε». Και ο Τσίπρας απάντησε: «Θέλω να μείνω στην Ευρώπη και στο ευρώ». Παρά τα προσωπικά τηλεφωνήματα, οι Ευρωπαίοι δεν εμπιστεύονταν καθόλου τον Τσίπρα εκείνες τις ώρες. Για να δεχτούν να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, ήθελαν δέσμευση όλων των πολιτικών αρχηγών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος είχε καταστήσει σαφές ότι θα παραιτούνταν σε περίπτωση που το «Όχι» ερμηνευόταν ως «Όχι στην Ευρώπη», αλλά ο Τσίπρας υπογράμμισε ότι θέλει να συνεχίσει τις προσπάθειες για συμφωνία.
Ο Παυλόπουλος, μόλις πληροφορήθηκε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα ήταν ένα μεγάλο «Όχι», τηλεφώνησε στον Ολάντ και τον διαβεβαίωσε ότι θα υπάρξει γραπτή ανακοίνωση των πολιτικών αρχηγών ότι το «Όχι» δεν είναι «Όχι στην Ευρώπη», αλλά αποτυπώνει τη θέληση για τη διεκδίκηση μιας καλύτερης συμφωνίας. Λίγο πριν από τη μία τη νύχτα, ο πρωθυπουργός επιστρέφοντας από το πάρτι στο Σύνταγμα επισκέφτηκε το Προεδρικό Μέγαρο και ζήτησε από τον Παυλόπουλο να προχωρήσει στη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών. Νωρίτερα στο τηλεοπτικό του διάγγελμα ήταν προσεκτικός: «Η εντολή που μου δίνετε δεν είναι εντολή ρήξης με την Ευρώπη, αλλά εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης για την επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας».
Πινγκ πονγκ στο Προεδρικό
Η σύσκεψη άρχισε στις 10 π.μ. Δεν έλειψαν κάποιες αντεγκλήσεις. Ο Πάνος Καμμένος είπε ότι κατατροπώθηκαν όσοι ήθελαν την Ελλάδα υπόδουλη. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης επιχείρησε να συνδυάσει την κριτική στην κυβέρνηση με τη στήριξη στον πρωθυπουργό για την επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης. Η Φώφη Γεννηματά άσκησε κριτική στον Τσίπρα και υπογράμμισε ότι το ΠΑΣΟΚ στηρίζει την παραμονή στην Ευρωζώνη. Ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε πρωτοστατήσει στην καμπάνια του «Ναι» και μάλιστα είχε προτείνει το χρώμα του «Ναι» να είναι το κόκκινο. Ζήτησε να επιτευχθεί συναίνεση χωρίς καθυστέρηση. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας είπε ότι το ΚΚΕ είναι κατά της Ευρώπης και γι’ αυτό δεν θα συνυπογράψει το κείμενο, αλλά δεν θα χαλάσει τη συμφωνία, αφού, όπως ανέφερε στη δήλωσή του: «Αν είσαι στην Ευρώπη, δεν μπορεί να βγαίνεις με αυτόν τον τρόπο». Στη σύσκεψη δεν κλήθηκε η ΧΑ, αλλά ο Νίκος Μιχαλολιάκος δεν διαμαρτυρήθηκε.
Πολιτικός αρχηγός που στήριξε το «Ναι» είπε στη σύσκεψη: «Αν δεν υπάρξει συναίνεση, η Ελλάδα θα διολισθήσει σε συνθήκες αναρχίας και εξαθλίωσης. Ο κόσμος έχει φτάσει στα όριά του, υπάρχει διχασμός και οι παρατάξεις θα συγκρουστούν. Θα βρεθούμε στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου». «Δεν μπορείτε να συνεχίσετε, εκτός αν έχετε έτοιμα τα ελικόπτερα». Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι σκληρές φράσεις ειπώθηκαν σε χαμηλούς τόνους, γιατί η συνείδηση του αδιεξόδου ήταν κοινή για όλους.
Τα πνεύματα ηρέμησαν μόλις αποχώρησαν οι πρακτικογράφοι, έπειτα από πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη, την οποία υποστήριξαν ο Τσίπρας και ο Μεϊμαράκης. «Για όση ώρα ήταν στην αίθουσα οι πρακτικογράφοι, εμείς μιλούσαμε στους καθρέφτες και στους οπαδούς μας», παρατήρησε σε ιδιωτική συζήτηση πολιτικός αρχηγός. «Μόλις αποχώρησαν οι πρακτικογράφοι, όλοι κοιταχτήκαμε και αποδεχτήκαμε την πραγματικότητα». Κάποια στιγμή ο Καμμένος αμφισβήτησε την κρισιμότητα των ωρών. «Κοίταξε δίπλα σου τον πρωθυπουργό για να καταλάβεις σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε», του είπε ο Θεοδωράκης. Ο Καμμένος κοίταξε πράγματι τον Τσίπρα, ο οποίος δεν είπε τίποτα. Τότε σώπασαν όλοι, για λίγο. Στις 12.45 ο Παυλόπουλος επικοινώνησε με τον Ολάντ και του μετέφερε την πληροφορία ότι υπάρχει συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων για επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης.
Λαφαζάνης καλεί Μόσχα
Νωρίτερα όμως είχε γίνει το εξής: Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης διέκοψε τη σύσκεψη λέγοντας στον Τσίπρα ότι θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το Μέγαρο Μαξίμου είχε ζητήσει την επικοινωνία έπειτα από παρότρυνση του Λαφαζάνη και το Κρεμλίνο επέστρεψε την κλήση εκείνη την ώρα. Ο Παυλόπουλος φέρεται να υποστήριξε ότι έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε η επικοινωνία, για να αποσαφηνιστεί κάθε φημολογία περί πιθανότητας βοήθειας από τη Μόσχα. Ο Τσίπρας ζήτησε συγγνώμη, αποχώρησε προσωρινά από τη σύσκεψη και πήγε στο γραφείο του τότε γενικού γραμματέα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, πρέσβη ε.τ. Γεωργίου Γεννηματά. Στο τηλεφώνημα αυτό, όπως είπε ο Τσίπρας όταν επέστρεψε στη σύσκεψη, ο Ρώσος πρόεδρος τον παρότρυνε να δεχτεί τις προτάσεις των Ευρωπαίων και προσφέρθηκε να μεσολαβήσει στη Μέρκελ.
Μπορεί ωστόσο το τηλεφώνημα αυτό να συνδέεται με το τηλεφώνημα Πούτιν – Ολάντ που έγινε αργότερα την ίδια ημέρα, αλλά αποκαλύφθηκε 16 μήνες μετά, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο για τον Ολάντ των δημοσιογράφων της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, Gérard Davet και Fabrice Lhomme με τίτλο Un Président ne devrait pas dire ça… (Ένας πρόεδρος δεν πρέπει να τα λέει αυτά). Σύμφωνα με τους δύο δημοσιογράφους που ακολουθούσαν τον Γάλλο πρόεδρο και κατέγραφαν τη δραστηριότητά του με τη δική του άδεια επί έναν χρόνο, στο τηλεφώνημα αυτό ο Πούτιν είπε στον Ολάντ: «Η Ελλάδα ζήτησε από εμάς να τυπώσουμε δραχμές στη Ρωσία. Ήθελα να σου δώσω αυτή την πληροφορία, για να καταλάβεις ότι δεν επιθυμούμε καθόλου κάτι τέτοιο».
Την ίδια ημέρα, Δευτέρα 6 Ιουλίου το απόγευμα, η Μέρκελ επισκέφτηκε τον Ολάντ στο Παρίσι, στο Μέγαρο των Ηλυσίων, και αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να αρχίσουν από την αρχή την προσπάθεια για μια συμφωνία. Ο Βαρουφάκης είχε ήδη παραιτηθεί από την προηγούμενη νύχτα και την Τρίτη 7 Ιουλίου έγινε ένα ακόμα Eurogroup στις Βρυξέλλες – το πρώτο με τον Τσακαλώτο ως υπουργό Οικονομικών. Οι ομόλογοι υπουργοί ρωτούσαν «πού είναι το νέο ελληνικό σχέδιο;», αλλά φυσικά δεν υπήρχε νέο ελληνικό σχέδιο. Στις 8 το βράδυ την ίδια μέρα, Σύνοδος Κορυφής. Μέρκελ και Ολάντ ζητούν τις ελληνικές προτάσεις, αλλά ο Τσίπρας μίλησε πάλι για την ανάγκη μιας πολιτικής λύσης. Η απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχει πολιτική λύση. «Εργαστείτε στο πλαίσιο του Eurogroup και φέρτε μας μια λύση». Ο Τουσκ ζήτησε από τους ηγέτες να κρατήσουν το πρόγραμμά τους ανοιχτό για την Κυριακή, ενώ ο Γιούνκερ στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε δήλωσε για πρώτη φορά ότι υπάρχει λεπτομερές «Σχέδιο Β». «Η Ευρώπη είναι έτοιμη για τα πάντα. Έχουμε προετοιμάσει λεπτομερώς ένα σενάριο Grexit».

Πακέτο κυβιστήσεως
Κάπως έτσι, την Τετάρτη 8 Ιουλίου το απόγευμα ο Τσίπρας συμφώνησε σε κάποια συγκεκριμένα μέτρα που είχαν διαπραγματευτεί νωρίτερα στις Βρυξέλλες ο Τσακαλώτος και ο Χουλιαράκης μαζί με τον κορεατικής καταγωγής Αμερικανό Γκλεν Κιμ, σύμβουλο του Βαρουφάκη, που είχε παραμείνει. Διαμορφώθηκε δηλαδή ένα «πακέτο συμφωνίας». Το βράδυ της Παρασκευής 10 Ιουλίου, στη συζήτηση στη Βουλή, η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου επικαλέστηκε τον κανονισμό και επέμενε η συζήτηση να κρατήσει δύο ημέρες, άρα η ψηφοφορία να γίνει Σάββατο ξημερώματα. Ήθελε να μην υποκύψει η κυβέρνηση σε μια τέτοια συμφωνία.
Την ίδια ώρα, όμως, οι Γερμανοί διαμήνυαν στον Ντάισελμπλουμ ότι η ελληνική πρόταση δεν ήταν επαρκής και πρότειναν η Αθήνα να μεταφέρει κρατική περιουσία ύψους 50 δισ. ευρώ (πάνω από 20% του ΑΕΠ) σε λογαριασμό στο Λουξεμβούργο. Στο Eurogroup του Σαββάτου 11 Ιουλίου ο Ντάισελμπλουμ ευθυγραμμίστηκε με το Βερολίνο και κατά την προσέλευσή του προέβη σε δηλώσεις προβάλλοντας αμφιβολίες για το αν η Ελλάδα μπορεί να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε. Το ίδιο έκανε και το άλλο «ντόμπερμαν» των Γερμανών και του Σόιμπλε, ο Αλεξάντερ Στουμπ, υπουργός Οικονομικών της Φινλανδίας.
Μπορεί δηλαδή οι θεσμοί να είχαν εγκρίνει το σχέδιο, αλλά οι περισσότεροι υπουργοί Οικονομικών εμφανίστηκαν αντίθετοι. Με πρωτεργάτη τον Στουμπ, πολλοί έλεγαν ότι δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα και ότι θα έπρεπε να προχωρήσουν σε Grexit. Ο Σόιμπλε απλώς παρακολουθούσε. Απέναντι στον Σόιμπλε στάθηκε ο Ντράγκι, που επέμεινε σε ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών χωρίς κούρεμα καταθέσεων, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε ύφεση. Ο Ντάισελμπλουμ διέκοψε τη συνεδρίαση λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αποτρέποντας το να πάρει χειρότερη τροπή. Ακολούθησε η Σύνοδος Κορυφής της Κυριακής, με τον Τσίπρα να έχει ακούσει τηλεφωνικά τη συμβουλή του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών,Τζακ Λιου. «Μη φύγεις από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Και όμως, κόντεψε να φύγει τουλάχιστον δύο φορές…
Η πρώτη εκδήλωση υποστήριξης προς την Ελλάδα έγινε από τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι, που μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο, δήλωσε: «Η Ιταλία δεν θέλει την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ. Και στη Γερμανία λέω: “Αρκετά πια”».
Η ιστορική σύνοδος άρχισε στις 15.20. Ο Τσίπρας δεν δεχόταν το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων με έδρα το Λουξεμβούργο. Κοντά στις 18.00 έγινε διάλειμμα, στις 19.00 ξανάρχισε και διακόπηκε πάλι στις 21.30. Μέρκελ, Ολάντ, Τσίπρας και Τουσκ συζήτησαν μόνοι τους με επίκεντρο το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων. Λίγο πριν από τις 2 το πρωί κυκλοφόρησε ότι το Ταμείο αυτό μπορεί τελικά να έχει έδρα στην Ελλάδα, αλλά το ζήτημα του τρόπου αξιοποίησης των κεφαλαίων του παρέμενε ανοιχτό. Ήταν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αφορούσε τον εθνικό πλούτο, την ίδια τη χώρα ουσιαστικά.
Ο Τσίπρας έκανε ένα διάλειμμα και πήγε στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας, για να συζητήσει με τους συνεργάτες του. Η ώρα περνούσε και η Μέρκελ έμοιαζε έτοιμη να τα παρατήσει. Τότε ο Ολάντ βρήκε τον Ρέντσι, που κοιμόταν στα ιταλικά γραφεία, και του ζήτησε να μιλήσει στη Μέρκελ. Ο ίδιος έτρεξε στα ελληνικά γραφεία, όπου έπεσε πάνω στην επικεφαλής της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Η Παπαδοπούλου ήταν παρούσα σε όλες τις διεργασίες εκείνους τους μήνες. Έπιασε κουβέντα με τον Ολάντ, θέλοντας να τον καθυστερήσει για λίγα λεπτά μέχρι μια συνεργάτις της να ειδοποιήσει τον Τσίπρα και κυρίως να συμμαζέψει τον χώρο. Τις προηγούμενες ώρες, μέλη της πρωθυπουργικής συνοδείας είχαν προμηθευτεί στη ζούλα μερικά μπουκάλια ουίσκι, τα οποία είχαν αδειάσει και πετάξει τριγύρω, ενώ παράλληλα είχαν ντουμανιάσει τα γραφεία.
Όταν ο Γάλλος πρόεδρος μίλησε στον Τσίπρα, του είπε ότι έπρεπε να επιστρέψει στο τραπέζι, γιατί δεν πρέπει να πάρει εκείνος την ευθύνη αν οι διαπραγματεύσεις καταρρεύσουν. Στις 05.50 άρχισε πάλι η σύνοδος. Όλα αυτά αναφέρονται στο βιβλίο Η τελευταία μπλόφα, όπως και τα εξής: Ο Τσίπρας έκανε έκκληση για αλληλεγγύη, για να μην πάρει η Ευρώπη τον δρόμο της καταστροφής, αλλά πρόσθεσε ότι δεν θα μπορούσε να δεχτεί τη συμφωνία που του πρότειναν. Μέρκελ και Τσίπρας βγήκαν πάλι από την αίθουσα και ακούστηκαν να λογομαχούν. Ο Τσίπρας πήγε να φύγει, όταν η Μέρκελ τού φώναξε αυστηρά: «Αλέξη».
Μόνος με τη Μέρκελ
Πήγαν σε μια μικρή αίθουσα συνεδριάσεων για άλλες δύο ώρες. Ο Τσίπρας έλεγε ότι θα συμφωνήσει υπό τον όρο ότι 15 δισ. ευρώ εσόδων θα αξιοποιούνταν για επενδύσεις. «Όχι, μόνο 10», αντέτεινε η Μέρκελ. Όταν το άκουσε, ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε πρότεινε συμβιβασμό στα 12,5 δισ., αλλά η Μέρκελ ήταν ανένδοτη. Το ίδιο και ο Τσίπρας. «Τότε τελειώσαμε. Η Ελλάδα θα φύγει από το ευρώ», είπε η Μέρκελ, η οποία μάζεψε τα χαρτιά της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, όπου τη σταμάτησε ο Τουσκ. «Λυπάμαι, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει κανείς από αυτό το δωμάτιο. Θέλετε πραγματικά να πω ότι η Ευρωζώνη διαλύθηκε για 2,5 δισ. ευρώ;»
Η Μέρκελ επέστρεψε στο τραπέζι και για μισή ώρα συζητούσαν ποια δομή θα μπορούσε να έχει επιτέλους αυτό το ρημάδι το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων. Ο Τσίπρας ζήτησε να φωνάξουν και πάλι τον Γκλεν Κιμ, ο οποίος συνέβαλε στην εύρεση της τελικής φόρμουλας: Τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις θα αξιοποιούνταν κατά ένα μέρος για την αποπληρωμή χρέους, κατά ένα δεύτερο μέρος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και κατά ένα τρίτο μέρος για επενδύσεις. Είχε ξημερώσει προ πολλού. Ήταν πια 08.45 όταν ανακοινώθηκε ότι υπάρχει συμφωνία. Νέο μνημόνιο, τριετές και σκληρότερο. Νέα δάνεια ύψους 86 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα είχε ανάγκη να πυροβολήσει το πόδι της για να μπορέσει να προχωρήσει. Και προχώρησε.•