Η διαχείριση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών παραμένει επί σειράν ετών ένα από τα κορυφαία ζητήματα για την Ε.Ε. Επηρεάζει τις εσωτερικές ισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών, καθώς αποδεικνύεται ιδιαίτερα απαιτητική η συμφωνία σε μια συνεκτική και ενιαία πολιτική. Οι διαφωνίες σε μια σειρά από παραμέτρους, όπως η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, οι πολιτικές ένταξης και ενσωμάτωσης, οι διαδικασίες χορήγησης ασύλου, η κατανομή του βάρους των ροών μεταξύ των κρατών-μελών, η διαχείριση των δευτερογενών ροών, καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα του θέματος. Είναι σαφής εδώ και αρκετό καιρό η στροφή της Ε.Ε. σε αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής με έμφαση στον μεγαλύτερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και στις επιστροφές όσων μεταναστών δεν δικαιούνται διεθνή προστασία. Παράλληλα, ανοίγει η συζήτηση πιεστικά για επιστροφές στις χώρες εισόδου μεταναστών που μέσω δευτερογενών ροών έφθασαν σε άλλες χώρες – χαρακτηριστικό παράδειγμα η σχετική πρόθεση της Γερμανίας για επιστροφές στην Ελλάδα. Μπορεί ένα τόσο σημαντικό ζήτημα να αντιμετωπιστεί χωρίς ενιαία πολιτική, με υποκατάστασή της από εθνικές πρωτοβουλίες;
Επιμέλεια: Δώρα Αντωνίου
ΑΠΟΨΕΙΣ
Νέα προσέγγιση
Του Τριαντάφυλλου Καρατράντου
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα τη νέα Στρατηγική για την Εσωτερική Ασφάλεια της Ενωσης, στην οποία γίνεται για πρώτη φορά ρητή αναφορά στη νέα προσέγγιση για τη διαχείριση της μετανάστευσης, με έμφαση στην ασφάλεια των συνόρων. Είναι χαρακτηριστική η παράθεση στην «οπλοποίηση» (weaponisation) της μετανάστευσης από τρίτες χώρες. Αυτή η προσέγγιση, η ανάδειξη της εργαλειοποίησης της μετανάστευσης ως απειλής για την ασφάλεια της Ενωσης στο πλαίσιο υβριδικών επιχειρήσεων, ξεκίνησε από την κρίση στον Εβρο το 2020 και συνεχίστηκε με την αντίστοιχη πρακτική της Ρωσίας, μέσω της Λευκορωσίας, στα σύνορα με την Πολωνία και τη Λιθουανία. Είναι μια σημαντική αλλαγή υποδείγματος από την Ενωση, που εμφορείται από την προσέγγιση του πραγματιστικού ρεαλισμού.
Πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της περιόδου 2015-2016 και τη σύνδεσή τους με την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών κινήσεων από τους τρομοκράτες, η πτυχή της ασφάλειας ήταν πλήρως αποσυνδεδεμένη από τη μετανάστευση.

Από τότε άλλαξαν πολλά, τόσο σε επίπεδο απειλών όσο και στο πεδίο της πολιτικής. Νέες κυβερνήσεις αναδείχθηκαν σε πολλές χώρες της Ε.Ε. (π.χ. Ιταλία), οι οποίες πίεσαν στην αλλαγή του μείγματος πολιτικής ενισχύοντας την ασφάλεια των συνόρων και τη νόμιμη μετανάστευση. Το τελευταίο χρονικά παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γερμανίας, με τη μετανάστευση να αποτελεί κύριο μέρος της πρόσφατης προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Η κριτική που ασκείται στην Ενωση της καταλογίζει υπαναχώρηση από τις αξίες και την κανονιστική της φύση. Η πραγματικότητα όμως δείχνει πως η Ε.Ε. δεν έπαψε να έχει κανονιστικό χαρακτήρα, απλώς άλλαξε το μείγμα πολιτικής και την πρόσληψή της στην ασφάλεια. Μια επιλογή που συνδέεται σαφώς και με τις απαιτήσεις των πολιτών από την ίδια. Από το 2003 και το όραμα για την Ενωση της Ανθρώπινης Ασφάλειας, φτάσαμε στο 2025 στην Ε.Ε. πάροχο ασφάλειας, με τη μετανάστευση στο επίκεντρο.
Από το 2003 και το όραμα για την Ενωση της Ανθρώπινης Ασφάλειας, φτάσαμε στο 2025 στην Ε.Ε. πάροχο ασφάλειας, με τη μετανάστευση στο επίκεντρο.
Και τα κράτη πρώτης γραμμής τι κάνουν μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα; Το ποτήρι είναι μισογεμάτο. Από τη μια πλευρά βλέπουμε την αλλαγή πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε. να ενισχύει το πάγιο αίτημα χωρών όπως η Ελλάδα που υποστηρίζει πως η διαχείριση της μετανάστευσης και των συνόρων είναι ευρωπαϊκό και όχι εθνικό θέμα. Από την άλλη είναι εύλογος ο προβληματισμός για τη συζήτηση περί επιστροφών και δευτερογενών κινήσεων, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Γερμανίας. Η έμφαση στην ασφάλεια και στη νόμιμη μετανάστευση δίνει νέες δυνατότητες στις χώρες της πρώτης γραμμής.
Σε κάθε περίπτωση και σε αυτή τη νέα πραγματικότητα το ζήτημα της μετανάστευσης είναι ευρωπαϊκό και οι λύσεις πρέπει να είναι κοινές.
* Ο κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριος ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ.
Οι προκλήσεις των επιστροφών
Του Θεόδωρου Φούσκα*
Η αύξηση των επιστροφών αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει μια σημαντική τάση στις πολιτικές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με τη διεθνή προστασία. Η κατάσταση έχει επιπτώσεις όχι μόνο στους ίδιους τους πρόσφυγες εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και στο ευρύτερο τοπίο της διαχείρισης. Το μεταναστευτικό απόθεμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση χαρακτηρίζεται από πολυπαραγοντικά αίτια/κίνητρα και τη διαρκή τάση για «δευτερογενή μετακίνηση». Παράγοντες έλξης για τους πρόσφυγες στο πλαίσιο της απόφασης για τη συνέχεια της μετακίνησης σε άλλες χώρες αποτελούν τα οικονομικά κριτήρια και οι παροχές κοινωνικής/προνοιακής πολιτικής και η προοπτική μιας «καλύτερης ζωής» και ευημερίας. Εγκαταλείπουν χώρες με χαμηλούς μισθούς για να μεταβούν σε χώρες με υψηλότερους μισθούς και επιδοματικές πολιτικές.

Η Γερμανία, εστιάζοντας στην ανάκληση οικονομικών και κοινωνικών παροχών και στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας από άτομα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σκοπεύει να αποθαρρύνει τη «δευτερογενή μετακίνηση», όπου τα άτομα μετακινούνται σε διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αφού έχουν λάβει άσυλο σε ένα κράτος. Αυτή η αλλαγή πολιτικής θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιδράσεις για την Ελλάδα. Η λογική πίσω από την απόφαση της Γερμανίας βασίζεται στη διαχείριση της μετανάστευσης/εγκατάστασης πολιτών τρίτων χωρών εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποκόπτοντας την πρόσβαση σε όσους/ες έχουν ήδη αποκτήσει καθεστώς ασύλου σε προηγούμενη χώρα, η Γερμανία ελπίζει να βελτιστοποιήσει και να σταθεροποιήσει τη μετακίνηση των προσφύγων σε όλη την Ευρώπη.
Οσοι επιστρέφουν θα πρέπει να υποστηριχθούν, ώστε να αποφευχθούν εμπόδια σε βασικές ανάγκες και για την αντιμετώπιση ζητημάτων πρόσβασης στην κοινωνική προστασία.
Οι πραγματικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής μένει να φανούν. Οι πιθανές επιπτώσεις θα μπορούσαν να περιπλέξουν την ήδη επισφαλή κατάσταση στην Ελλάδα ως ένα από τα κύρια σημεία εισόδου προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα άτομα που επιστρέφουν θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις επαναπροσαρμογής ως προς την ενσωμάτωση και την ένταξή τους, αναφορικά με τη στέγαση, την εργασία και την απασχόληση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την εκπαίδευση και τη συνύπαρξη στη «νέα» κοινωνία και θα πρέπει να υποστηριχθούν ώστε να αποφευχθούν εμπόδια σε βασικές ανθρώπινες ανάγκες και για την αντιμετώπιση χρόνιων ζητημάτων πρόσβασης στην κοινωνική προστασία. Η Ελλάδα θα συντονιστεί με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η εμπειρία της μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων.
Καθώς η κατάσταση εξελίσσεται, είναι σαφές ότι οι συνεργατικές προσπάθειες μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είναι απαραίτητες για τη δημιουργία αποτελεσματικών πλαισίων για τη διασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους.
* Ο κ. Θεόδωρος Φούσκας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Σχολή Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.