Διάλογοι στην «Κ»: Το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο για το Δημόσιο και οι αντιδράσεις

Κοινοποίηση

Θέμα ημερών θεωρείται η κατάθεση του σχεδίου νόμου για το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο για το Δημόσιο. Μεταξύ των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση είναι η πρόβλεψη αυστηρών ποινών, οι οποίες φτάνουν μέχρι την απόλυση για τους υπαλλήλους που αρνούνται την αξιολόγηση. Από την κυβέρνηση δίνεται μεγάλη βαρύτητα στην ενίσχυση της αξιολόγησης, καθώς θεωρείται ότι μέσα από αυτή θα βελτιωθούν η αποτελεσματικότητα και η λειτουργία του Δημοσίου, θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν αδυναμίες. Την ίδια στιγμή, φαίνεται ότι και στις προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, που αφορά τη μονιμότητα στο Δημόσιο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός προανήγγειλε ότι θα είναι στα προς αναθεώρηση άρθρα που η κυβέρνηση θα βάλει στο τραπέζι, θα μπει και η παράμετρος της αξιολόγησης. Δυνατότητα αξιολόγησης υπηρεσιών του Δημοσίου δίνεται, παράλληλα, και στους πολίτες.

Το θέμα της αξιολόγησης έχει αναδειχθεί σε ιδιαίτερα συγκρουσιακό ζήτημα με αμφισβήτηση της μεθοδολογίας που ακολουθείται, της αξιοπιστίας και της χρησιμότητάς της. Μπορούν να ξεπεραστούν οι διαφωνίες;
Επιμέλεια: Δώρα Αντωνίου

ΑΠΟΨΕΙΣ

Αξιότητα, αξιολόγηση, αξιοκρατία

Του Παναγιώτης Καρκατσούλη*

Η αξιολόγηση σε μια ευρύτερη φιλοσοφική – ηθική εννοιολόγησή της αποτελεί το μέσον προκειμένου να πετύχουμε την αξιοκρατία η οποία, μόνη αυτή, αποτελεί αυτοσκοπό και θεμέλιο του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με τη διοικητική επιστήμη, η αξιολόγηση αποτελεί μια διοικητική λειτουργία η οποία έχει σκοπό τη βελτίωση της απόδοσης της δημόσιας οργάνωσης.

Αναφέρονται 22 διαφορετικά μοντέλα αξιολόγησης και πολλές δημόσιες οργανώσεις, απανταχού, έχουν προσαρμόσει τα γενικά πρότυπα στις δικές τους ιδιαιτερότητες, δημιουργώντας καλές πρακτικές. Κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία οιουδήποτε μοντέλου αξιολόγησης είναι η συνδυασμένη χρήση κατάλληλων εργαλείων, ώστε να αξιολογηθούν όλα τα τμήματα του διοικητικού συστήματος, οι δομές – υποδομές, οι λειτουργίες του και οι παρεχόμενες υπηρεσίες. Ειδικότερα, οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να αξιολογούνται τόσο ως προς τη συμμετοχή τους στην επίτευξη των στόχων της οργάνωσης όσο και ως προς την ποιότητα του χαρακτήρα τους.


Ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα είναι η αξιολόγηση της ηγεσίας (πολιτικής και διοικητικής). Στην Ελλάδα, υπό το ένδυμα μιας στερεοτυπικής αντίληψης της ιεραρχίας, κρίνονται όλοι με βάση το δικαίωμα τελικής υπογραφής, αλλά όχι κατά πόσον με τις πράξεις τους βελτίωσαν την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των υπηρεσιών. Εξαγγελίες που ανακοινώνουν την κατίσχυση των δεξιοτήτων των υπαλλήλων στην επίλυση προβλημάτων αντί των τυπικών τους προσόντων ανακοινώνονται και ψηφίζονται διαρκώς εδώ και πάνω από δέκα χρόνια (βλ. ν. 4275/2014).

Κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία οιουδήποτε μοντέλου αξιολόγησης είναι η συνδυασμένη χρήση κατάλληλων εργαλείων.

Η αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών από τους πολίτες είναι εξίσου κρίσιμη. Αυτή, όταν δεν συνοδεύεται από μια δημόσια δέσμευση ως προς την ακεραιότητα της διαδικασίας και τις συνέπειες της κακοδιοίκησης, δεν αποτελεί παρά μια ακόμη συμβολική πολιτική. Στη δική μας περίπτωση η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων είναι ανέφικτη λόγω της επίμονης άρνησης του πολιτικοδιοικητικού συστήματος να υιοθετήσει τη λογική των «πεδίων πολιτικής» αντί των παρωχημένων και πλασματικών αρμοδιοτήτων. Kάποιες διστακτικές απόπειρες θεσμοθέτησης γνωστών ταξινομήσεων (Classification of functions of Government) εγκαταλείφθηκαν, ταυτόχρονα με την εξαγγελία και την ψήφισή τους (ν. 5013/23).

Η αξιολόγηση των αξιολογητών παραμένει ένα ακανθώδες θέμα, αφού πολλοί εκ των προϊσταμένων ασκούν καθήκοντα κατ’ ανάθεση, στερούμενοι της απαραίτητης νομιμοποίησης. Αρνητική επίπτωση στην αξιολόγηση έχει, επίσης, η αξιολόγηση ως παρωδία, όταν όλοι οι αξιολογούμενοι είναι άριστοι. Οι επιπτώσεις του διασυρμού της αριστείας έχουν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αρνητικό περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός συστήματος θετικών διακρίσεων και επιβραβεύσεων.

Εν τέλει, είμαστε πίσω ακόμη και από την «εύφημο μνεία» του παρελθόντος, που αποτελούσε το τρόπαιο των φιλότιμων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργούσε ως επιβράβευση της αξιότητας, της αξιοσύνης, που αναζητείται σήμερα μέσα από ακριβοπληρωμένες συμβουλές ειδικών και μη.

* Ο δρ Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης.

Το αίτημα που τίθεται επιτακτικά

Του Ακρίτα Καϊδατζή

Η αξιολόγηση συνδέεται με την πιο θεμελιώδη δημοκρατική αρχή, τη λογοδοσία. Είναι, όχι απλώς επιθυμητή, αλλά αναγκαία. Υπαρξιακής σημασίας για ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Αυτά, επί της αρχής. Στην πράξη, οι πιο άσπονδοι εχθροί της είναι εκείνοι για τους οποίους η αξιολόγηση είναι περισσότερο αναγκαία: όσοι ασκούν εξουσία. Ποτέ δεν αξιολογήθηκαν, για παράδειγμα, οι πολιτικές των τριών προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας. Κι ας έχουμε ακόμη και ομολογίες των εμπνευστών τους για σφάλματα και αποτυχίες. Ουδέποτε αξιολογείται η εφαρμογή των νόμων που ψηφίζονται. Κι ας γνωρίζουμε όλοι μας κραυγαλέα παραδείγματα κακής νομοθέτησης.


Το έλλειμμα αξιολόγησης της άσκησης εξουσίας στη χώρα μας είναι ένα σοβαρότατο έλλειμμα δημοκρατίας. Οπως συχνά συμβαίνει, για να στρέψουν την προσοχή από το δικό τους έλλειμμα, οι πιο ισχυροί δείχνουν με το δάχτυλο τους πιο αδύναμους. Παρότι μικρό μόνο μέρος του συνολικού ελλείμματος, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων παραμένει πράγματι διαχρονικά ένα ζητούμενο. Πολλές προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς. Ολες προσέκρουσαν –όχι στη δήθεν «άρνηση» των υπαλλήλων, όπως με όρους κοινωνικού αυτοματισμού προβάλλεται, αλλά– στη βαθιά κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Αυτή είναι που προεξοφλεί την αποτυχία οποιουδήποτε εγχειρήματος.

Προτεραιότητα στην αξιολόγηση από τα κάτω, από τους πολίτες, από τους υφισταμένους. Ωστε να νομιμοποιείται και η αξιολόγηση από τα πάνω.

Το τελευταίο επεισόδιο στη σειρά των ανεπιτυχών προσπαθειών έχει μια ουσιώδη διαφορά με τα προηγούμενα. Η αξιολόγηση καθίσταται πια απροκάλυπτα μηχανισμός πειθάρχησης. Μόνο στον χώρο της εκπαίδευσης έχουν ήδη ασκηθεί χιλιάδες πειθαρχικές διώξεις κατά εκπαιδευτικών. Πολλοί απειλούνται ακόμη και με αργία. Και οι λοιπές διοικητικές κυρώσεις, ιδίως η πολυετής στέρηση της δυνατότητας διεκδίκησης διευθυντικής θέσης, υπερβαίνουν κάθε έννοια αναλογικότητας. Αίφνης, η αποχή από ένα δευτερεύον διοικητικό καθήκον ανάγεται σε υψίστης απαξίας παράπτωμα. Παρότι η αποχή δεν οφείλεται σε δυστροπία, αλλά συνιστά συνδικαλιστική ενέργεια –«μερική» απεργία, χωρίς αποχή από τα κύρια καθήκοντα–, που προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Τι άραγε εξυπηρετεί αυτή η μεθοδευμένη επίθεση στους δημοσίους υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και essential workers; Εχουμε αλήθεια την πολυτέλεια, για επικοινωνιακούς τελικά λόγους και μόνο, να στερηθούμε δασκάλους, νοσηλευτές, καθαριστές από τις ήδη σοβαρά υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες;

Αν κάτι μας δείχνει η θλιβερή καρικατούρα αξιολόγησης που εκτυλίσσεται είναι ότι πρέπει επιτέλους να θέσουμε επιτακτικά το αίτημα: αξιολόγηση παντού! Με προτεραιότητα στην αξιολόγηση από τα κάτω, από τους πολίτες, από τους υφισταμένους. Ωστε να νομιμοποιείται και η αξιολόγηση από τα πάνω. Και βεβαίως με σοβαρότητα, επιστημονικό σχεδιασμό, πιστοποιημένες και αμερόληπτες διαδικασίες. Η δημοκρατική αξιολόγηση δεν είναι όπως τα λάικ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάποιοι φαίνεται πως αδυνατούν να αντιληφθούν τη διαφορά.

* Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα