Η πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει ο εκλογικός νόμος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές (περιφέρειες και δήμοι) προκαλεί ήδη ζωηρές συζητήσεις και καταγράφονται οι πρώτες αντιδράσεις. Βασική καινοτομία του νέου συστήματος, από τα στοιχεία που μέχρι τώρα έχουν παρουσιαστεί, είναι η δυνατότητα που θα έχουν οι εκλογείς να ψηφίζουν, εκτός από την πρώτη επιλογή τους, και μία δεύτερη επιλογή για δημοτικό ή περιφερειακό συνδυασμό.
Σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, στους δύο πρώτους σε ψήφους συνδυασμούς θα αθροίζονται οι ψήφοι που έχουν λάβει ως δεύτερη επιλογή στα ψηφοδέλτια των υπόλοιπων συνδυασμών.
Η κυβέρνηση υπεραμύνεται της πρότασης επικαλούμενη το κόστος για διεξαγωγή εκλογών σε δύο γύρους και τη μεγάλη αποχή που συνήθως παρατηρείται στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στόχος είναι, όπως αρμοδίως έχει διαμηνυθεί από κυβερνητικής πλευράς, το νέο εκλογικό σύστημα να νομοθετηθεί σύντομα και σε κάθε περίπτωση πριν η Βουλή διακόψει τις εργασίες της για το καλοκαίρι.
Επιμέλεια: Δώρα Αντωνίου
Λογικό βήμα, περιττή περιπλοκή
Του Πάνου Κολιαστάση*
Φαίνεται πως η κυβέρνηση επιδιώκει την αλλαγή του εκλογικού νόμου για τους ΟΤΑ. Αφενός με την καθιέρωση της εκλογής δημάρχων και περιφερειαρχών σε έναν μόνο γύρο. Αφετέρου με την καθιέρωση στην Ελλάδα μιας παραλλαγής της λεγόμενης «Συμπληρωματικής Ψήφου» (Supplementary Vote) που ίσχυε μέχρι πρότινος για την εκλογή δημάρχων στην Αγγλία. Eτσι οι ψηφοφόροι, πέραν του συνδυασμού που ψηφίζουν, θα μπορούν προαιρετικά και «συμπληρωματικά» να ψηφίζουν στο ίδιο ψηφοδέλτιο και δεύτερο υποψήφιο δήμαρχο ή περιφερειάρχη. Οι συμπληρωματικές ψήφοι, όσων ψηφοφόρων δουν τον συνδυασμό της πρώτης τους προτίμησης να τερματίζει τρίτος ή χαμηλότερα, θα προστίθενται σε έναν από τους δύο πρώτους συνδυασμούς –εφόσον βεβαίως έχουν επιλέξει έναν εκ των δύο πρώτων– ώστε να προκύψει ο τελικός νικητής.

Από τη μία πλευρά, οι αιτίες για την αλλαγή του νόμου είναι θεσμικές. Το κόστος διεξαγωγής των εκλογών μειώνεται κι ο κίνδυνος αυξημένης αποχής εξαλείφεται αφού η δεύτερη Κυριακή καταργείται. Από την άλλη, οι αιτίες είναι όπως πάντα και πολιτικές. Η Ν.Δ. υπέστη απώλειες στον δεύτερο γύρο των εκλογών του 2023. Eχασε, μεταξύ άλλων, τρεις περιφέρειες (Βορείου Αιγαίου, Θεσσαλίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης) και τους δύο μεγαλύτερους δήμους (Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Το προβάδισμα που κατέγραψαν οι «γαλάζιοι» υποψήφιοι την πρώτη Κυριακή ανατράπηκε τη δεύτερη. Διότι η επαναληπτική εκλογή επιτρέπει διαχρονικά τη συσπείρωση δυνάμεων γύρω από «αντικυβερνητικούς» υποψηφίους. Από το 1978 έως το 2023, όποτε οι εκλογές για τους ΟΤΑ διεξήχθησαν στο μέσον ή στο τέλος μιας κυβερνητικής 4ετίας, εκδηλώθηκε ψήφος διαμαρτυρίας εναντίον αρκετών κυβερνητικών υποψηφίων. Kαι παρότι μεσολάβησε η επανεκλογή Μητσοτάκη το 2023, η κυβέρνηση βρισκόταν ήδη στον πέμπτο συνολικά χρόνο διακυβέρνησης.
Για να δώσουν οι ψηφοφόροι δεύτερη ψήφο, θα χρειαστεί να μαντεύουν προκαταβολικά τους δύο πρώτους υποψηφίους.
Βεβαίως, με τη συμπληρωματική ψήφο, η διεξαγωγή του δεύτερου γύρου «ενσωματώνεται» ουσιαστικά στον πρώτο. Ωστόσο η ψήφος θα συνυπολογίζεται στις υφιστάμενες ψήφους των δύο πρώτων συνδυασμών. Συνεπώς οι πιθανότητες εκλογικής ανατροπής μειώνονται.
Το ζήτημα είναι αν θα προκύψουν άλλες περιπλοκές. Διότι για να δώσουν οι ψηφοφόροι δεύτερη ψήφο, θα χρειαστεί να μαντεύουν προκαταβολικά τους δύο πρώτους υποψηφίους. Aρα θα πρέπει να γνωρίζουν τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, οι οποίες όμως δεν δημοσιεύονται εξίσου συστηματικά για όλους τους δήμους. Eτσι θα λαμβάνονται αποφάσεις σε περιβάλλον σχετικά περιορισμένης πληροφόρησης. Συνεπώς, η συμπληρωματική ψήφος είναι ίσως μια περιττή περιπλοκή σε μια κατά τα άλλα θεσμικά λογική απόφαση για εκλογή δημάρχων και περιφερειαρχών σε μία μόνο Κυριακή. Oπως συμβαίνει άλλωστε και στις εθνικές κάλπες εδώ και 51 χρόνια.
* Ο κ. Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.
Ανίσχυροι νικητές
Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη*
Το εκλογικό σύστημα των ΟΤΑ δεν είναι απλώς τεχνική διαδικασία επιλογής αιρετών της αυτοδιοίκησης χωρίς αναγωγή στη δημοκρατική αρχή και στις απορρέουσες από αυτήν αρχές της ίσης αντιπροσώπευσης και της ισοδυναμίας της ψήφου, καθώς όλες πηγάζουν ευθέως από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και αναδεικνύονται σε πεμπτουσία του αντιπροσωπευτικού συστήματος των δήμων και των περιφερειών, όπως επιτάσσουν το Σύνταγμα και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας.

Οι αρχές της ίσης αντιπροσώπευσης και της ισοδυναμίας της ψήφου κάμπτονται δραστικά χάριν της «κυβερνησιμότητας» των δήμων και των περιφερειών με την ex lege κατανομή των εδρών των συμβουλίων 3/5 στην πλειοψηφία και 2/5 στη μειοψηφία. Αντίβαρο σε αυτή την περιστολή είναι η εκλογή του δημάρχου και του περιφερειάρχη με 50%+1 ή άλλως η διεξαγωγή δεύτερου γύρου μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων. Eτσι κατοχυρώνεται η ισχυρή νομιμοποίηση του εκλεγέντος δημάρχου ή περιφερειάρχη.
Μόνο ο δεύτερος γύρος των εκλογών εγγυάται ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση δημάρχων και περιφερειαρχών.
Η πρόταση της κυβέρνησης, καταργώντας τον δεύτερο γύρο, προφανώς εκλαμβάνει τη «δεύτερη εντολή», δηλαδή την επιλογή από τον εκλογέα και ενός άλλου υποψήφιου δημάρχου ή περιφερειάρχη, πλην της πρώτης επιλογής του, ως ενισχυτική της νομιμοποίησης του νικητή των εκλογών, ο οποίος θα εκλέγεται πλέον με σχετική πλειοψηφία, πιθανότερα με 43%, ακόμη και στις περιπτώσεις που θα συγκεντρώνει κατώτερη σχετική πλειοψηφία, στην οποία όμως θα προστεθούν οι «δεύτερες υπέρ αυτού εντολές» των ψηφοφόρων που επέλεξαν όσους επιλαχόντες συνδυασμούς έμειναν εκτός της επικρατούσας δυάδας. Η «δεύτερη εντολή», εκτός του ότι δεν προσθέτει «πλούσια» νομιμοποίηση, είναι έωλη νομικοπολιτικά. Oταν ο ψηφοφόρος επιλέγει συνδυασμό δημάρχου ή περιφερειάρχη, δεν επιλέγει μόνο το πρόσωπο του ηγέτη αλλά και συμβούλους, καθώς και το περιεχόμενο της προγραμματικής του πρότασης, το οποίο αποτελεί περιεχόμενο της πολιτικής εντολής. Οταν επιλέγει και «δεύτερη εντολή», τότε αποδυναμώνει την επιλογή της προγραμματικής πρότασης (καθώς μία άλλη έχει ήδη προτάξει) και δεν επιλέγει συμβούλους. Οι ψήφοι με «δεύτερη εντολή» δεν είναι ισοδύναμες και η ανισότητα της ίσης αντιπροσώπευσης και ισοδυναμίας της ψήφου βαθαίνει. Η «δεύτερη εντολή» δεν είναι ικανή να παρακάμψει τη μακρόχρονη καθιέρωση που έχει κατακτήσει ο δεύτερος γύρος. Οι συνδυασμοί, διεκδικώντας «τροχιά εξουσίας», δεν θα την ενθαρρύνουν στο εκλογικό σώμα. Αν τελικά «περπατήσει», οι νικητές θα παραμένουν μικρής αποδοχής και ανίσχυροι σε σχέση με τους ηγέτες που χρειάζεται η ισχυρή αυτοδιοίκηση στον δήμο και στην περιφέρεια.
Ο δεύτερος γύρος ως πηγή ισχυρής δημοκρατικής νομιμοποίησης στο «σύστημα άμεσης εκλογής και εκ του νόμου πλειοψηφικής κατανομής των εδρών» παραμένει αναντικατάστατος.
* Ο κ. Δημήτρης Ι. Κατσούλης είναι δικηγόρος, περιφερειακός σύμβουλος Στερεάς Ελλάδας, εμπειρογνώμονας – συγγραφέας Τοπικής Αυτοδιοίκησης.