Εδώ και 35 χρόνια, η 3η Οκτωβρίου σηματοδοτεί για τη Γερμανία μια εθνική εορτή.
Είναι η ημέρα της επανένωσης σε μια ενιαία δημοκρατία, πλέον ώριμη αλλά και σχετικά νέα, που κόντρα στις καχυποψίες της τότε εποχής έγινε η κραταιά -αν και τώρα ασθμαίνουσα- «ατμομηχανή» της ενωμένης Ευρώπης.
Οι τόνοι των εορτασμών παραμένουν μέχρι και σήμερα χαμηλών τόνων, εν μέσω έξαρσης του μιλιταρισμού στην ΕΕ υπό τη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία και την κλιμακούμενη ρωσική επιθετικότητα.
Στο φόντο είναι η κυριαρχία του ακροδεξιού κόμματος AfD στα ανατολικά κρατίδια και η διείσδυσή του στα δυτικά μιας χώρας, που κινείται ανάμεσα στη «σκιά» των ενοχών του ναζιστικού παρελθόντος και των φιλοδοξιών για ηγεμονικό ρόλο σε μια μεταβαλλόμενη Ευρώπη.
Πολλά «κεφάλαια» της ενοποίησης παραμένουν έως και τώρα ανοιχτά.
Αν και έφερε βαθιές αλλαγές στη Γερμανία, οι διαχωριστικές γραμμές δείχνουν όχι μόνο να μην έχουν ξεθωριάσει, αλλά να γίνονται ξανά βαθιές έπειτα από ένα τρίτο και πλέον ενός αιώνα.
Με στόχο την αντιστάθμιση των οικονομικών και κοινωνικών διαφορών, επενδύθηκαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ τα ανατολικά, ιδίως σε υποδομές και στην ανάπτυξη επιχειρήσεων, αφότου πολλές της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχαν ιδιωτικοποιηθεί ή εκκαθαριστεί.
Όμως η υπόσχεση για «ενότητα», υπό τον όρο των συνθηκών διαβίωσης, των ίσων επαγγελματικών ευκαιριών και ενός αισθήματος συνύπαρξης εν γένει παραμένουν έως και τώρα ανεκπλήρωτες.
Το πιστοποιεί στην τελευταία ετήσια έκθεσή της η εντεταλμένη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Βερολίνου για την ανατολική Γερμανία.
Αν και η ποιότητα ζωής έχει βελτιωθεί αισθητά εκεί τα τελευταία 35 χρόνια, αναφέρει, «οι οικονομικές ανισορροπίες παραμένουν».
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει σαφώς μικρότερο σε σύγκριση με τα δυτικά και οι μισθοί σχεδόν 30% χαμηλότεροι.
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή Στατιστική υπηρεσία, το χάσμα στο μέσο εισόδημα εργαζομένων πλήρους απασχόλησης ήταν στα 13.300 ευρώ το 2024.


Διχασμένα… ενωμένοι
Νέα έρευνα του Ινστιτούτου Forsa δείχνει ότι, 35 χρόνια μετά την επανένωση, η Γερμανία φαντάζει μια χώρα εκ νέου διχασμένη.
Σε εθνικό επίπεδο, το 61% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν πιστεύουν ότι το «στοίχημα« της επανένωσης έχει πετύχει. Στα ανατολικά κρατίδια, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 75%.
Εκεί, μόλις το 23% πιστεύει σήμερα ότι η Γερμανία είναι «ένας λαός», έπειτα από μια προσωρινή αύξηση στο 43% το 2017.
Στη δυτική Γερμανία, η εικόνα δεν είναι πολύ διαφορετική.
Τα ποσοστά στο ίδιο ερώτημα έχουν σαφώς πια μειωθεί, φτάνοντας στο 37%.
Η διαφορά μεταξύ των γενεών είναι ωστόσο «εντυπωσιακή», επισημαίνεται στην έρευνα.
Σχεδόν οι μισοί στην ηλικιακή κατηγορία κάτω των 30 ετών, όσων δηλαδή γεννήθηκαν μετά την επανένωση -ήτοι το ένα τρίτο του πληθυσμού- θεωρούν τη Γερμανία μια χώρα ενωμένη.
Αντίθετα, στις ηλικίες άνω των 60 ετών, το ποσοστό είναι μόλις 25%.
Διαφορές υπάρχουν, φυσικά, και μεταξύ των υποστηρικτών των πολιτικών κομμάτων.
Όσοι ψηφίζουν την Χριστιανική Ένωση μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών του καγκελαρίου Φρίτριχ Μερτς και του «αδελφού» κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, δηλώνουν αισιόδοξοι για την ολοκλήρωση σε ποσοστό 45%.
Οι υποστηρικτές των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών, καθώς και των νυν αντιπολιτευόμενων Πρασίνων είναι οι πιο επιφυλακτικοί, με 29%.
Παραδόξως, οι ψηφοφόροι του ακροδεξιού AfD (36%) και του κόμματος της Αριστεράς (38%) είναι ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο όσον αφορά το αίσθημα ενότητας.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η ενότητα και, ταυτόχρονα, ότι η κοινή κουλτούρα μνήμης αποτελεί τον ισχυρότερο δεσμό στην κοινωνία μας», παρατηρεί η Δρ. Άννα Καμίνσκι, Διευθύντρια του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Επαναξιολόγησης, για λογαριασμό της οποίας διενεργήθηκε η εν λόγω δημοσκόπηση.


Προκλήσεις των καιρών
Κατά πολλούς, η γερμανική επανένωση ήταν το πλέον καθοριστικό γεγονός που σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ακόμη πιο ισχυρό από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Πολλά έγιναν ωστόσο βιαστικά.
Η ημερομηνία για την λεγόμενη Ημέρα Ενότητας ήταν η συντομότερη δυνατή, βάσει της ολοκλήρωσης των απαραίτητων νομικών διαδικασίων και εν μέσω διάχυτου φόβου για αναβίωση της «Μεγάλης Γερμανίας».
«Θέλουμε να υπηρετήσουμε την παγκόσμια ειρήνη σε μια ενωμένη Ευρώπη!», διαβεβαίωσε τότε ο Ρίχαρντ φον Βάιτσζεκερ, πρώτος πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η υπόσχεση τηρήθηκε τα επόμενα χρόνια ως προς την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά με αστερίσκους, καθώς η ενιαία Γερμανία είχε μετατραπεί -παρά τις εσωτερικές ανισότητες- στον «γίγαντα» μιας ενωμένης Ευρώπης με «πήλινα πόδια», όπως αποδείχθηκε αργότερα, καθώς η μια κρίση μετά την άλλη.
Τις γεωπολιτικές αναταράξεις μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στη Νέα Υόρκη, την εκπορευόμενη από τις ΗΠΑ χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, την προσφυγική κρίση του 2015 -με μεγάλο και διαχρονικό κατά πως φαίνεται πολιτικό αποτύπωμα στην ίδια τη Γερμανία- και την ελληνική κρίση χρέους, το Brexit, την πανδημία του κορονοϊού και από το 2022 την πλήρη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Πλέον, η Γερμανία υπό τον Φρίντιχ Μερτς ηγείται του επανεξοπλισμού της ΕΕ, αξιώνοντας για την αμυντική βιομηχανία της «φιλέτα», ενόσω η ίδια έχει περάσει σε μια νέα φάση μιλιταρισμού, ενισχύοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, ούσα ο δεύτερος μεγαλύτερος πάροχος βοήθειας στην Ουκρανία, μετά τις ΗΠΑ, και αναπτύσσοντας πρώτα φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύματα σε άλλη χώρα, τη Λιθουανία, στο πλαίσιο ενίσχυσης της ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ.
Τούτων λεχθέντων, στις φετινές εορταστικές εκδηλώσεις για τη γερμανική ενοποίηση, στο Σάαρλαντ της νοτιοδυτικής Γερμανίας, το παρόν δίνει, ως προσκεκλημένος, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, όχι όμως οι -μοναδικοί έως σήμερα από την ανατολική Γερμανία- πρώην πρόεδρος Γιόαχιμ Γκάουκ και πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.