Δικαιοσύνη ή λήθη για την έκρηξη στη Βηρυτό; Το 2025 κρίνει το μέλλον της ατιμωρησίας στον Λίβανο

Κοινοποίηση

Πέντε χρόνια μετά την τραγωδία που συντάραξε τον Λίβανο, τον Αύγουστο του 2020, με την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι ίσως αποδοθεί δικαιοσύνη, μετά από εμπόδια που τέθηκαν κυρίως από πολιτικούς.

Υπενθυμίζεται ότι στις 4 Αυγούστου 2020, περισσότεροι από 218 άνθρωποι σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν όταν 2.750 τόνοι νιτρικής αμμωνίας εξερράγησαν στο λιμάνι της Βηρυτού, ισοπεδώνοντας την πόλη.

Όπως αναφέρει το Aljazeera, ακόμα και μετά από πέντε χρόνια, η έρευνα για το ποιος ευθύνεται έχει καθυστερήσει ή εκτροχιαστεί επανειλημμένα λόγω πολιτικών παρεμβάσεων.

Όπως λένε συγγενείς θυμάτων, «αν αυτή η τραγωδία δεν οδηγήσει σε αλλαγή, τίποτα δεν θα το κάνει».

«Το πιο σημαντικό για εμάς δεν είναι απλώς να υπάρξει απόφαση, αλλά να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη», δήλωσε η Τρέισι Ναγκιάρ μητέρα μιας 3χρονης που έχασε τη ζωή της και μία από τις βασικές ακτιβίστριες για τα θύματα της έκρηξης. «Δεν θα δεχτούμε μισές αλήθειες ή μισή δικαιοσύνη».

Σύντομα αναμένεται απόφαση από τον επικεφαλής εισαγγελέα, αλλά το καταριανό μέσο υπενθυμίζει ότι τόσο πολιτικοί όσο και ο πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχαν μπλοκάρει την έρευνα.

Τρικλοποδιές στη δικαιοσύνη

Η κρατική αδιαφορία δεν ήταν πρωτόγνωρη για τον λαό της Βηρυτού, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, καθώς οι κάτοικοι καθάρισαν μόνοι τους την πόλη μετά την έκρηξη, ενώ πολιτικοί που επιχείρησαν να φωτογραφηθούν επιτόπου εκδιώχθηκαν από εξοργισμένους πολίτες.

Η ατιμωρησία σύμφωνα με το Aljazeera, ρίζωσε βαθιά στον Λίβανο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το 1990 καθώς οι ηγέτες των πολιτοφυλακών έγιναν πολιτικοί, χαρίζοντας αμνηστία στους ίδιους και ιδιοποιώντας κρατικούς πόρους.

Οι πρώτες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη προκλήθηκε από αποθήκευση του εκρηκτικού υλικού σε ακατάλληλες συνθήκες επί έξι χρόνια. Ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ο τότε πρόεδρος Μισέλ Αούν, είχαν ενημερωθεί για την παρουσία του φορτίου, αλλά δεν έκαναν τίποτα.

Ο πρώτος ανακριτής, δικαστής Φαντί Σαουάν, αντικαταστάθηκε το 2021 αφού επιχείρησε να καλέσει πολιτικά πρόσωπα. Ο διάδοχός του, δικαστής Ταρέκ Μπιτάρ, συνέχισε τις κλήσεις και εξέδωσε εντάλματα κατά προσώπων όπως οι Άλι Χασάν Χαλίλ και Γκάζι Ζεϊτέρ, στενοί σύμμαχοι του προέδρου της Βουλής Ναμπίχ Μπέρι, οι οποίοι αρνούνται να εμφανιστούν επικαλούμενοι ασυλία.

Η έρευνα του Μπιτάρ εμποδίστηκε από την αστυνομία και την παρέμβαση του πρώην εισαγγελέα Γασάν Ουεϊντάτ, που τη διέκοψε εντελώς. Το 2024, ο Ουεϊντάτ αντικαταστάθηκε από τον δικαστή Τζαμάλ Χατζάρ, ο οποίος τον Μάρτιο 2025 επέτρεψε στον Μπιτάρ να συνεχίσει.

Σημείο καμπής το 2025

Ωστόσο, από τότε, όπως αναφέρει το καταριανό δημοσίευμα, η πρόοδος ήταν αισθητή, καθώς για πρώτη φορά εμφανίζονται υψηλόβαθμα πρόσωπα στις ανακρίσεις, όπως ο πρώην επικεφαλής της Κρατικής Ασφάλειας Τόνι Σαλίμπα, ο πρώην επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών Αμπάς Ιμπραήμ και ο τότε πρωθυπουργός Χασάν Ντιάμπ.

Το 2025 εκλέχθηκαν νέοι ηγέτες: ο πρόεδρος Ζοζέφ Αούν και ο πρωθυπουργός Ναουάφ Σαλάμ. Και οι δύο δήλωσαν την προσήλωσή τους στην απόδοση δικαιοσύνης. Ο Σαλάμ ανακήρυξε την 4η Αυγούστου ως ημέρα εθνικού πένθους, ενώ ο Αούν συναντήθηκε με οικογένειες θυμάτων και δεσμεύτηκε να αποκαλυφθεί η πλήρης αλήθεια.

Όπως επισημαίνουν νομικοί και ακτιβιστές, το 2025 ίσως αποτελέσει σημείο καμπής. Η ανάληψη της έρευνας από τον δικαστή Μπιτάρ, η νέα κυβέρνηση και η αυξανόμενη διεθνής πίεση δημιουργούν ένα παράθυρο ευκαιρίας.

Παρότι παρατηρείται πρόοδος, ακτιβιστές προειδοποιούν ότι δεν αρκεί. Ζητούν θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και πλήρωση των κενών θέσεων δικαστών.

Οι Χαλίλ και Ζεϊτέρ που προαναφέρθηκαν εξακολουθούν να αγνοούν τον ανακριτή, ενώ μαίνεται η διαμάχη για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. «Δικαιοσύνη θα υπάρξει μόνο αν η Δικαιοσύνη λειτουργήσει ανεξάρτητα, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις», δήλωσε ο ερευνητής του Human Rights Watch, Ράμζι Καΐς.

Ο πολιτικός αναλυτής Καρίμ Μπιτάρ σημειώνει ότι η απόδοση ευθυνών είναι το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Λιβανέζων, εντός και εκτός χώρας. «Χωρίς εμπιστοσύνη, δεν υπάρχει ανάκαμψη», είπε.

Ωστόσο, τόνισε πως, παρότι η έρευνα προχωρά, ενδέχεται να μη δοθούν ποτέ πλήρεις απαντήσεις. «Το έγκλημα ήταν τόσο τεράστιο, που ίσως περάσουν χρόνια ή και δεκαετίες χωρίς να μάθουμε την πλήρη αλήθεια».

Κομβικής σημασίας απόφαση για τον Λίβανο

Η αίσθηση της ατιμωρησίας και της εγκατάλειψης παραμένει διάχυτη στους Λιβανέζους. Πολλοί νιώθουν πως η καταστροφή στο λιμάνι της Βηρυτού ήταν απλώς η κορύφωση δεκαετιών διαφθοράς, πολιτικής ασυδοσίας και παρακμής του κράτους δικαίου. Όπως λένε συγγενείς θυμάτων, «αν αυτή η τραγωδία δεν οδηγήσει σε αλλαγή, τίποτα δεν θα το κάνει».

Η υπόθεση πλέον συμβολίζει κάτι πολύ ευρύτερο από την ίδια την έκρηξη: είναι η δοκιμασία της ικανότητας του Λιβάνου να ξεφύγει από την ιστορική του παράδοση ατιμωρησίας και να επιβάλει τη λογοδοσία σε ένα κατεστημένο που μέχρι τώρα φαινόταν ανέγγιχτο, υπογραμμίζει το δημοσίευμα.

Οι οικογένειες των θυμάτων συνεχίζουν να αγωνίζονται καθημερινά, όχι μόνο στα δικαστήρια αλλά και στον δημόσιο χώρο, μέσω διαδηλώσεων, πρωτοβουλιών μνήμης και διεθνών εκστρατειών. Ο στόχος τους δεν περιορίζεται στην προσωπική δικαίωση – είναι συλλογικός και πολιτικός: να υπάρξει ένα κράτος δικαίου που να προστατεύει τους πολίτες και να τιμωρεί όσους εγκληματούν εις βάρος τους.

Η δικηγόρος Τάνια Ντάου-Αλάμ, της οποίας ο σύζυγος σκοτώθηκε στην έκρηξη, είναι μία από εννέα ενάγοντες που έχουν καταθέσει αγωγή στις ΗΠΑ κατά της εταιρείας TGS, ζητώντας αποζημίωση 250 εκατ. δολαρίων, υποστηρίζοντας ότι εμπλέκεται στη μεταφορά του φορτίου νιτρικής αμμωνίας. Όπως δήλωσε, η αγωγή στοχεύει περισσότερο στη λογοδοσία και στην πρόσβαση σε κρίσιμα έγγραφα παρά στην αποζημίωση.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα