Δημοκρατική άμυνα και θεσμική δυσπιστία

Κοινοποίηση

Πώς αξιολογείται η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) για τους Σπαρτιάτες, με την οποία απώλεσαν την έδρα τους τρεις βουλευτές του κόμματος διότι η πολιτική τους υπόσταση θεωρήθηκε προϊόν εκλογικής εξαπάτησης, το ένδυμα μιας καταδικασμένης εγκληματικής οργάνωσης; Πρόκειται για αξιέπαινη πράξη, μια θαρραλέα αντίδραση της Δημοκρατίας στον ασύμμετρο πόλεμο τον οποίο υφίσταται από τους υπονομευτές της; Ή ακριβώς το αντίθετο, εκδήλωση αυταρχισμού σε βάρος εκείνων που διατυπώνουν ενοχλητικές αλήθειες για το «σύστημα» και μια βολική πάσα στην κυβέρνηση ώστε να μαγειρέψει τους κοινοβουλευτικούς αριθμούς;

Αν αφαιρεθούν εκείνοι που βλέπουν τα κοινά με οπαδικά γυαλιά, οι υπόλοιποι κυμαίνονται, δυστυχώς, ανάμεσα στις δύο απαντήσεις, χωρίς να θεωρούν αυτονόητη την πρώτη. Η αμφιταλάντευσή τους εξαρτάται από το πόσο εμπιστεύονται τους εκφραστές της δημόσιας εξουσίας, εν προκειμένω τη Δικαιοσύνη. Αυτή είναι η λυδία λίθος, η αφετηρία που καθορίζει τη βιωματική σχέση του πολίτη με το κράτος. Για να ακριβολογούμε, η παραπάνω σχέση δεν αποτυπώνεται στην Ελλάδα με τον όρο «εμπιστοσύνη» παρά με τα αντίθετά της: με το πόσο εδραιωμένη είναι η θεσμική δυσπιστία του καθενός. Παρότι κατανοητή –τροφοδοτούμενη από την κακή ποιότητα του πολιτικού λόγου και του διοικητικού έργου–, η συγκεκριμένη στάση υπονομεύει το συνταγματικό οικοδόμημα περισσότερο και από τους δηλωμένους εχθρούς του. Τους επιβεβαιώνει το αφήγημα της σημαδεμένης τράπουλας και της ανάγκης να δράσουν έξω από τους κανόνες του παιχνιδιού, παρασύροντας μέρος του εκλογικού σώματος σε θεωρίες συνωμοσίας. Οταν ο διάχυτος μηδενισμός αγγίζει τη Δικαιοσύνη, το πράγμα γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο.

Η απόφαση του ΑΕΔ είναι σπουδαία· κυρίως για τα μηνύματα και τους συμβολισμούς που περιέχει, ακόμη και εάν αφήνει ερωτήματα. Επιβεβαιώνει τη συνταγματικότητα του ν. 5019/2023 που επιτρέπει τον αποκλεισμό κομμάτων-προσωπείων, με υποκρυπτόμενη ηγεσία. Πρόκειται για αναγκαία διάταξη ώστε να μην εισέρχονται από την πίσω πόρτα στον πολιτικό στίβο πρόσωπα με κωλύματα εκλογιμότητας (όπως οι καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής). Προσδίδει περιεχόμενο στην απαίτηση του άρθρου 29 Σ, τα κόμματα να εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Το κατά πόσον το συγκεκριμένο αντίμετρο είναι αποτελεσματικό για να απωθήσει το αντιδημοκρατικό φίδι όταν αυτό αλλάζει δέρμα είναι μεγάλη συζήτηση· ιδιαίτερα επίκαιρη με τα όσα συμβαίνουν στις χώρες του δυτικού κόσμου. Ας μη συγχέουμε, ωστόσο, τη σκοπιμότητα με τη συνταγματικότητα των κρίσιμων κανόνων. Κανείς δεν χαίρεται με τις, κατόπιν εορτής, παρεμβάσεις στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλά από τη στιγμή που το μόρφωμα των Σπαρτιατών είχε ήδη αποκλειστεί από τις τελευταίες ευρωεκλογές ως σχηματισμός αχυρανθρώπων, η ανοχή της παρουσίας τους στο εθνικό κοινοβούλιο δεν ήταν νομικώς αποδεκτή λύση.

Από τη στιγμή που το μόρφωμα των Σπαρτιατών είχε ήδη αποκλειστεί από τις τελευταίες ευρωεκλογές ως σχηματισμός αχυρανθρώπων, η ανοχή της παρουσίας τους στο εθνικό κοινοβούλιο δεν ήταν νομικώς αποδεκτή λύση.

Αφού αντιμετώπισε το μείζον, το ΑΕΔ βρέθηκε ενώπιον καινοφανών και αμφιλεγόμενων ζητημάτων. Ηταν η πρώτη φορά που τέθηκε ζήτημα έκπτωσης βουλευτή για συμπεριφορά η οποία δεν του καταλογίζεται ατομικά αλλά στο κόμμα με το οποίο εξελέγη. Το δικαστήριο ορθώς έκρινε πως πάσχει τότε η εκλογή όλων των βουλευτών του σχηματισμού, έστω και εάν χάνουν τις έδρες τους μόνο εκείνοι κατά των οποίων ασκήθηκαν ενστάσεις. Μια και το κώλυμα μολύνει συνολικά το κόμμα, τη θέση των έκπτωτων δεν μπορούν να καταλάβουν ούτε οι αναπληρωματικοί του σχηματισμού, πράγμα εύλογο. Αλλά τι θα γίνει με τις κενωθείσες έδρες; Η προφανής οδός θα ήταν η διενέργεια τοπικών αναπληρωματικών εκλογών (άρθρο 104.2, π.δ. 26/2012). Αυτή θα ήταν η δική μου επιλογή, ώστε να αποκατασταθεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των συγκεκριμένων περιφερειών.

Το ΑΕΔ έκρινε διαφορετικά, τονίζοντας την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Μια και ο λόγος έκπτωσης εντοπίζεται στην πανελλαδική εξαπάτηση των εκλογέων από ένα κόμμα με μη σύννομη «πραγματική» ηγεσία, θεωρήθηκε ότι το σενάριο των τοπικών εκλογών δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Ούτε υπήρχε –ευτυχώς– έρεισμα για κατανομή των εδρών στα υπόλοιπα κόμματα ή για πανελλαδική ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος. Ετσι, το ΑΕΔ κατέληξε να χαρακτηρίσει την κάλυψη των κενών «περιττή» –μάλλον ατυχής διατύπωση–, κάτι το οποίο δεν είναι πάντως αδιανόητο για το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 53, παρ. 2).

Είναι κρίμα που η κρίση του ΑΕΔ επισκιάστηκε από την αντιπαράθεση για τις κενές έδρες, για το αν η απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή δεν προϋποθέτει πλέον 151 βουλευτές. Πόσο μάλλον όταν η μόνη ασφαλής απάντηση, την οποία έχει διατυπώσει η θεωρία σε ανύποπτο χρόνο, είναι πως τα κενά δεν μεταβάλλουν τον «όλο αριθμό των βουλευτών»· αυτός παραμένει 300. Ας ομονοήσουμε τουλάχιστον σε τούτο ώστε να αποδοθεί στην απόφαση η αληθινή της αξία: ότι έδειξε την πόρτα σε τρεις αρνητές της Δημοκρατίας. Και ας δείξουμε, επιτέλους, στη Δικαιοσύνη την εμπιστοσύνη που αρμόζει.

*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα