Η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF) επέκρινε έντονα το «διαστρεβλωμένο όραμα» της ελευθερίας της έκφρασης που, όπως υποστήριξε, πρόβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για να δικαιολογήσει την επιβολή τελωνειακών δασμών στη Βραζιλία.
Παράλληλα, κάλεσε τη χώρα της Λατινικής Αμερικής να μην υπαναχωρήσει από τις προσπάθειες δημιουργίας ρυθμιστικού πλαισίου για τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης.
«Το να χρησιμοποιείται η ελευθερία της έκφρασης ως πρόσχημα για την επιβολή εμπορικών κυρώσεων είναι τόσο κυνικό όσο και παραπλανητικό», ανέφερε η οργάνωση σε ανακοίνωσή της στα πορτογαλικά, αγγλικά και γαλλικά.
Ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα, με ισχύ από την Τετάρτη, που επιβάλλει επιπλέον τελωνειακούς δασμούς 50% σε βραζιλιάνικα προϊόντα εξαγωγής προς τις ΗΠΑ, με στόχο, όπως εκτιμάται, να πλήξει σοβαρά τη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής.
Η αμερικανική κυβέρνηση επικαλέστηκε το υποτιθέμενο «κυνήγι μαγισσών» σε βάρος του πρώην ακροδεξιού προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου, συμμάχου της Ουάσιγκτον, για απόπειρα πραξικοπήματος. Επίσης, κατήγγειλε αποφάσεις της βραζιλιάνικης δικαιοσύνης εις βάρος μεγάλων αμερικανικών ψηφιακών εταιρειών, στο πλαίσιο του αγώνα κατά της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο.
«Η ελευθερία της έκφρασης δεν δικαιολογεί την παραπληροφόρηση και δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σαν ασπίδα επιρροής εταιρειών», τόνισε η RSF, προσθέτοντας ότι η Βραζιλία δεν πρέπει να υποχωρήσει από τις νόμιμες προσπάθειές της για ρύθμιση, ώστε να ενισχυθεί το δικαίωμα στην αξιόπιστη πληροφόρηση και να προστατευθεί ο δημοκρατικός διάλογος στον ψηφιακό χώρο.
Πέρα από τους τιμωρητικούς δασμούς, η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις στον δικαστή Αλεσάντρ ντε Μοράις, που προεδρεύει στη δίκη του Μπολσονάρου στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο. Ο ίδιος είχε διατάξει το 2024 την 40ήμερη απαγόρευση λειτουργίας του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης X (πρώην Twitter) στη Βραζιλία. Ο ιδιοκτήτης της πλατφόρμας, Ίλον Μασκ, τον είχε χαρακτηρίσει τότε «δικτάτορα» που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, πριν αργότερα ανακαλέσει.