Θεωρείται αυτονόητο ότι, όσο και αν θέλουμε να είμαστε απαλλαγμένοι από το μεγάλο μας προνόμιο –τη γνώση της επόμενης μέρας–, αυτή εντέλει υπαγορεύει τις ερωτήσεις μας για το παρελθόν. Σκεφτείτε το δημοψήφισμα του 2015. Η βεβαιότητα ότι το «Όχι» έχασε οδηγεί στο ερώτημα κατά πόσο κανείς έχει αναθεωρήσει τελικά την επιλογή του να το υποστηρίξει. Η ιστορική όμως ματιά μάς επιτρέπει να δούμε τα πράγματα πέρα από βεβαιότητες. Δεν αμφισβητώ την ήττα του «Όχι». Προσθέτω όμως ότι στη δημόσια συζήτηση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια άλλη παράμετρο.
Το 2015 με έναν τρόπο υπήρξε σημείο καμπής για την κατανόηση του παραλογισμού των πολιτικών της αυστηρής λιτότητας. Στην πανδημία, στην επόμενη δηλαδή στιγμή κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκατέλειψε την ορθοδοξία της πειθάρχησης των οικονομιών και προχώρησε –δίχως αυτοκριτική– σε μέτρα που το 2015 θα ακούγονταν ως ο ορισμός του λαϊκισμού: την άρση των δημοσιονομικών περιορισμών και τη γενναιόδωρη στήριξη των εθνικών οικονομιών. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως και εκείνο το «Ναι» του 2015 γνώρισε τη δική του διάψευση μέσα στην πορεία του χρόνου.
Επιστρέφω όμως στο αρχικό ερώτημα. Τι οδήγησε πολλούς από εμάς στην επιλογή του «Όχι»; Προφανώς στο κοινωνικό ρεύμα του 62% υπήρχαν αντιφατικές τάσεις και ανάμεικτες επιδιώξεις. Υπήρχε όμως ένα αφετηριακό σημείο: η πεποίθηση ότι η διαχείριση της οικονομικής κρίσης ήταν λανθασμένη. Η κρίση, όσο και να τείνουμε να το παραβλέπουμε, δεν ξεκίνησε το 2015. Είχαν προηγηθεί επτά χρόνια στα οποία περάσαμε από τις εμφατικές διαβεβαιώσεις ότι η χώρα μας είναι οχυρωμένη έναντι της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα διαδοχικά σοκ των μεταρρυθμίσεων που άφηναν ανέγγιχτες τις οικονομικές ελίτ και τα κατεστημένα συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή δεν άφηναν τίποτα ανέγγιχτο στη ζωή των υπολοίπων. Αυτή ήταν μια συνταγή, μια επιλογή που απλώς δεν φάνταζε δίκαιη – και αφήνω εδώ στην άκρη το γεγονός της τεχνοκρατικής κριτικής ότι ήταν αναποτελεσματική. Κατά συνέπεια, το «Όχι» φάνταζε ως η κύρια επιλογή για την έκφραση της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας μιας κοινωνίας που θεωρούσε –και έτσι ήταν– ότι πλήρωνε ένα δυσανάλογο τίμημα σε μια καθοδική πορεία δίχως ορατή διέξοδο.
Η επιλογή του «Όχι» δεν ήταν μόνο έκφραση δυσαρέσκειας, ήταν και προσδοκίας. Αν κάτι νοσταλγώ από το 2015, είναι εκείνη η διάχυτη αίσθηση ότι υπήρχε η δυνατότητα τα πράγματα να αλλάξουν προς το καλύτερο. Με όλες τις υπερβολές και τα απλουστευτικά σχήματα που απελευθερώνονται σε στιγμές όπου ένα δίλημμα φαίνεται να συμπυκνώνει τις εντάσεις μιας ολόκληρης εποχής. Σημειώνω το εξής: η παράταξη του «Ναι» επέσειε τον κίνδυνο της καταστροφής της χώρας και την ανάγκη μιας επίπονης σταθερότητας. Αυτό που έλειπε από την καμπάνια του ήταν η προοπτική πέραν αυτού που ήδη γνωρίζαμε. Εκ των υστέρων, η αισιοδοξία του «Όχι», αυτή που έκανε ανθρώπους να χορεύουν στην πλατεία Συντάγματος το βράδυ του αποτελέσματος, έχει απαξιωθεί ως ένδειξη μιας συλλογικής πλάνης. Αυτό όμως δεν αφαιρεί την αξία της: μια κοινωνία δηλαδή που σε δύσκολες συνθήκες πιστεύει στη δυνατότητα μιας ριζικής αλλαγής.
Στο σημείο αυτό, υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Το καλοκαίρι του 2015 δεν σήμανε την αυτόματη ματαίωση της προσδοκίας. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε αλώβητος από τη δοκιμασία της διαχείρισης του δημοψηφίσματος, υποδεικνύει δύο ζητήματα: Πρώτον, ότι το ρεύμα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν υπαρκτό, αλλά όχι πλειοψηφικό στις τάξεις των ανθρώπων που είχαν ψηφίσει «Όχι». Δεύτερον, ότι η επιθυμία μιας διαφορετικής πολιτικής, μιας νέας αρχής, παρέμενε ισχυρή. Και εκεί νομίζω έγκειται και η αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όχι δηλαδή μόνο και κύρια στην αποδοχή της λογικής των μνημονίων, αλλά στη μη προώθηση εφαρμοσμένων πολιτικών που θα εξισορροπούσαν το κόστος του συμβιβασμού με μια πολιτική –και έναν τρόπο άσκησης πολιτικής– που θα σηματοδοτούσε τη ρήξη με τις συστημικές αδράνειες και τα οικονομικά συμφέροντα που έμειναν αλώβητα στα χρόνια της κρίσης.
Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο έδειξε ότι το ρεύμα της εξόδου από την Ε.Ε. δεν ήταν κυρίαρχο και ότι η επιθυμία μιας διαφορετικής πολιτικής παρέμενε ισχυρή.
Σήμερα, τείνουμε να θεωρήσουμε ότι η εποχή εκείνη έληξε. Και όντως έχει λήξει ως μια κατάσταση του κατεπείγοντος ή μιας κάθετης διαίρεσης μεταξύ δύο στρατοπέδων. Άλλωστε η εξέλιξη των πραγμάτων έδειξε ότι τα δύο διακριτά μπλοκ του «Ναι» και του «Όχι» –με την έντονη ταξική διαφοροποίηση της ψήφου– στη συνέχεια ρευστοποιήθηκαν με τελική απόληξη τον εκλογικό χάρτη του 2023. Παρ’ όλα αυτά, η δημόσια συζήτηση για το 2015 διεξάγεται ακόμα και σήμερα, κυρίως με όρους δραματοποίησης. Αυτό νομίζω ότι φανερώνει έναν ιδιόμορφο συναισθηματικό και ιδεολογικό εγκλωβισμό που παραβλέπει ότι σπάνια θα ακούσεις ανθρώπους να τσακώνονται πια για το τι είχαν ψηφίσει πριν από δέκα χρόνια. Η καθήλωση στο παρελθόν ίσως μας λέει κάτι για το πώς έχουμε –ή μάλλον δεν έχουμε– μεταβολίσει την εμπειρία της κρίσης συνολικά. Είναι πιο εύκολο να μιλάμε με ένταση για το καλοκαίρι του 2015 αντί για παράδειγμα να συζητήσουμε για τη βαριά κληρονομιά της πολιτικής των μνημονίων –βλ. τη συμπίεση του κόστους εργασίας και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων– και τον τρόπο που το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας είναι πανομοιότυπο με αυτό που είχαμε πριν από τη μεγάλη κατάρρευση. Όσο δεν μπορούμε να σκεφτούμε ότι αυτή η εικόνα μπορεί να αλλάξει άμεσα προς διαφορετική κατεύθυνση, τόσο το παρελθόν –και η αυτοδικαίωσή μας– θα γίνεται το καταφύγιό μας.
*O κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός.