Με το προσδόκιμο ζωής και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης να αυξάνονται, οι εξηντάρηδες και εξηντάρες του σήμερα, είναι οι σαραντάρηδες και σαραντάρες του χθες.
Δεν πρόκειται για επιστημονική διαπίστωση, αλλά για δημοφιλή εικασία που επικαλείται δημοσκοπικά δεδομένα και αναπαράγεται με ζέση από όσους ειδικεύονται στην ακμάζουσα «ασημένια οικονομία».
Καθώς οι άνω των 60 ετών αποτελούν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, πληθαίνουν οι υπηρεσίες, τα προϊόντα και οι ειδικοί που απευθύνονται στην αγορά των silver spenders.
Οι εξηντάρηδες του ενός τρίτου
Μοντέλα πρόβλεψης του ΟΗΕ για τον παγκόσμιο πληθυσμό (UN World Population Prospects), ανεβάζουν το ποσοστό των 65+ στην Ελλάδα στο 24,4%, καθιστώντας μας την έννατη πιο γερασμένη χώρα σε ένα σύνολο 36 ανεπτυγμένων οικονομιών. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τη γενιά των 60-65, τότε πάνω από ένας στους τρεις Έλληνες, έχει πατήσει τα δεύτερα – ήντα.
«Μιλάμε συνέχεια για τη Gen Ζ, ενώ η μεγαλύτερη μερίδα της αγοράς είναι οι εξηντάρηδες. Αυτοί είναι οι σαραντάρηδες του σήμερα», σχολίαζε ομιλητής, στο πρόσφατο συνέδριο του Ιδρύματος Έρευνας Λιανικής Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).
Οι σημερινοί εξηντάρηδες και εξηντάρες έχουν λιγότερες πιθανότητες να είναι παππούδες και γιαγιάδες από ό,τι οι συνομήλικοί τους πριν 30 χρόνια και σε καμία περίπτωση δεν νιώθουν απόμαχοι της ζωής.
Άλλωστε ο εργάσιμος βίος μπορεί να παραταθεί και μετά τη συνταξιοδότηση, η οποία μοιάζει με αντικατοπτρισμό στην έρημο. Όσο την πλησιάζεις τόσο απομακρύνεται. Ακόμα και αν η εξηντάρα δεν νιώθει ή κυρίως δεν δείχνει σαραντάρα, πρέπει τουλάχιστον να το προσπαθήσει για να προσαρμοστεί στα δεδομένα.

Είναι τα 60 τα νέα 40;
Η βρετανική πλατφόρμα restless απευθύνεται αποκλειστικά σε άτομα άνω των 50 ετών, με αγγελίες εύρεσης εργασίας, οικονομικές, ιατρικές, ταξιδιωτικές συμβουλές, ζωντανές εκδηλώσεις και υπηρεσίες dating.
Σε σχετικό άρθρο με τίτλο «Είναι τα 60 τα νέα 40;» παραπέμπει σε δημοσκόπηση, που έδειξε ότι πάνω από τους μισούς 60+, τοποθετούν την έναρξη της τρίτης ηλικίας στα 76 χρόνια. νωρίτερα. Ο ένας στους τρεις θεωρεί ότι τα γηρατειά ξεκινάνε στα 80. Το 46% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αισθάνονται πιο fit από τους γονείς τους στην ίδια ηλικία, ενώ ένας στους δέκα έχει περισσότερη ενέργεια από τα παιδιά του.
Παραθέτει τις δηλώσεις του δρ. Sergei Scherbov, ειδικού στη γήρανση, που υποστηρίζει ότι ο σημερινός εξηντάρης θεωρείται πλέον μεσήλικας, όταν δύο αιώνες πριν ήταν όχι απλώς ηλικιωμένος, αλλά Μαθουσάλας.
Τα ψυχικά ατού των εξηντάρηδων
Σύμφωνα με ανάλυση ψυχολόγου στην πλατφόρμα geediting, όσοι μεγάλωσαν στα ‘60s και στα ‘70s (δηλαδή γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1965), διαθέτουν κάποιες ψυχικές δυνάμεις, που σπανίζουν ανάμεσα στα νεότερα άτομα.
Η ηλικιακή κατηγοριοποίηση που κάνει είναι πρωτότυπη, καθώς περιλαμβάνει τους νεότερους της γενιάς των boomers και τους πιο ώριμους της γενιάς Χ.
Πρόκειται για μια γενιά που μεγάλωσε «με περισσότερο αδόμητο χρόνο και λιγότερους ψηφιακούς περισπασμούς», τονίζει ο συγγραφέας. Στην Ελλάδα είναι το αντίστοιχο «τα σημερινά παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει να παίζεις στην αλάνα και είναι κολλημένα στο κινητό».
Για όσους πιστεύουν τις ψυχολογικές αναλύσεις ειδικών (ή «ειδικών») τα ατού των εξηντάρηδων είναι τα εξής:
To ζευγάρι έχει γυρισμένη την πλάτη. Είναι 40, 50 ή 60;
Δεν «μασάνε» με την πρώτη δυσκολία
Όσοι μεγάλωσαν στα ‘60s και τα ‘70s έχουν μάθει να θεωρούν τις οχλήσεις και τις καθυστερήσεις φυσιολογικό μέρος της καθημερινότητας. Μπορούν να περιμένουν σε ουρές, να ελίσσονται στη ζούγκλα της γραφειοκρατίας, βρίσκουν κάτι να απασχοληθούν όταν βαριούνται (ή όταν πέφτει το ίντερνετ ή η μπαταρία του κινητού). Οι σημερινοί εξηντάρηδες ανέπτυξαν μια ικανότητα που στην ψυχολογία ονομάζεται «ανοχή στη δυσφορία» (distress tolerance). Σημαίνει ότι μπορείς να διαχειρίζεσαι δυσάρεστα συναισθήματα ή καταστάσεις χωρίς να νιώθεις άμεσα την ανάγκη να «δραπετεύσεις» από αυτά, ιδιότητα που σήμερα σπανίζει.
Δεν τρέφονται με likes
Η δεύτερη δύναμη αφορά την ανεξαρτησία χωρίς την ανάγκη για χειροκροτήματα. Τα παιδιά των ‘60s και ‘70s μεγάλωσαν με τη νοοτροπία «βγάλτα πέρα μόνος σου». Όχι επειδή απαραίτητα επειδή δεν υπήρχε υποστήριξη, αλλά επειδή περίμεναν από σένα να είσαι αυτάρκης. Δεν χρειάζονταν συνεχή επιβεβαίωση μέσω likes ή σχολίων, αλλά διατηρούσαν μια εσωτερική σταθερότητα πολύτιμη σε κάθε εποχή.
Δεν τους γονατίζει το συναίσθημα
Η τρίτη δύναμη είναι μια πρακτική σχέση με τα συναισθήματα. Πολλοί έμαθαν να κρατάνε μέσα τους ό,τι νιώθουν, καταπιέζοντας το συναίσθημα για χάρη της λογικής. Αρκετοί όμως ανέπτυξαν την ικανότητα να αναγνωρίζουν μεν τα συναισθήματά τους, αλλά να μην κυριαρχούνται από αυτά. Μπορούσαν να νιώθουν άγχος, αλλά να συνεχίζουν να εργάζονται, να νιώθουν λύπη αλλά να «είναι εκεί» για τους κοντινούς τους ανθρώπους, να τσαντίζονται, αλλά να δίνουν τόπο στην οργή. Διαθέτουν κάτι σαν «συναισθηματικό θερμοστάτη», ατηρώντας τη συμπεριφορά τους ευθυγραμμισμένη με μακροπρόθεσμους στόχους.
Δεν τα χάνουν στον έξω κόσμο
Η τέταρτη δύναμη αφορά την κοινωνική αυτοπεποίθηση. Χωρίς ψηφιακές διαμεσολαβήσεις, αναγκάστηκαν να εξασκούν κοινωνικές δεξιότητες στον πραγματικό κόσμο. Έλυναν τις παρεξηγήσεις πρόσωπο με πρόσωπο, έπαιρναν τηλέφωνο (αντί να επικοινωνούν με μηνύματα), ήξεραν να «διαβάζουν» τον άλλον, από τις εκφράσεις του προσώπου, τον τόνο της φωνής, τη γλώσσα του σώματος. Η τριβή με τον έξω κόσμο τους καλλιέργησε μια κοινωνική ανθεκτικότητα που λείπει συχνά σήμερα.
Την παλεύουν με ό,τι έχουν
Η πέμπτη δύναμη είναι η νοοτροπία «τα βγάζω πέρα», με αυτό που έχω». Έβρισκαν εφευρετικές λύσεις, μπάλωναν πράγματα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αυτοσχεδίαζαν, αν κάτι χάλαγε προσπαθούσαν πρώτα να το φτιάξουν πριν σπεύσουν να πάρουν καινούργιο. Ψυχολογικά σημαίνει ότι μαθαίνω να αντιμετωπίζω καταστάσεις εστιάζοντας στο πρόβλημα, με πρακτικά μέτρα. Μια νοοτροπία που χτίζει ικανότητα και αυτοπεποίθηση, προσφέροντας μια εναλλακτική στη σύγχρονη καταναλωτική κουλτούρα κατανάλωσης.
Ξέρουν να περιμένουν
Η έκτη δύναμη αφορά την υπομονή για μακροπρόθεσμα χρονοδιαγράμματα. Χωρίς τη συνεχή άμεση ικανοποίηση (την κουλτούρα του click-bait) , ανέπτυξαν την ικανότητα να περιμένουν και να επιμένουν και για να πετύχουν έναν στόχο. Αντί να αντιδρούν σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ, με ερέθισμα και ανταμοιβή, μάθαιναν στην στην αναβολή της ικανοποίησης και την επιβράβευση μετά από αναμονή. Πολλοί άνθρωποι σήμερα θέλουν να γίνονται όλα γρήγορα και εξιίσου γρήγορα αποθαρρύνονται.
Είναι ο εαυτός τους
Τέλος, η έβδομη και πιο σπάνια δύναμη είναι μια γειωμένη αίσθηση ταυτότητας. Σήμερα μαθαίνεις να πλασάρεις τον εαυτό σου ως ένα brand – εξού και η ανάγκη για rebranding. Γι’αυτούς που μεγάλωσαν χωρίς να συγκρίνουν διαρκώς τον εαυτό τους με τα stories και τα highlights όλων των υπόλοιπων, η προσωπική ταυτότητα προερχόταν περισσότερο από το τι κάνουν και πώς ζουν και όχι από το πώς εμφανίζονται στο ψηφιακό σύμπαν. Η σύγκριση με τον διπλανό πάντα υπήρχε, όσο και η κοινωνική πίεση για το τι προβάλλεις προς τα έξω. Όμως δεν ήταν τόσο έντονη όσο σήμερα. Η σταθερή ταυτότητα, το να ξέρεις ποιος είσαι, προσφέρει μια ψυχολογική ανθεκτικότητα πολύτιμη στη σημερινή εποχή της ψηφιακής παραζάλης και του βομβαρδισμού με εικόνες «τελειότητας» στα social media.


