H επανεύρεση της ψυχής
«Ψυχή μου, πού είσαι; Με ακούς; Μιλάω, σε καλώ – είσαι εδώ; Επέστρεψα, είμαι και πάλι εδώ –τίναξα τη σκόνη τόσων χωρών από τα πόδια μου και ήρθα σ’ εσένα–, είμαι μαζί σου· μετά από χρόνια μακράς περιπλάνησης, σου ξανάρθα. Να σου διηγηθώ όλα όσα είδα, έζησα, ρούφηξα μέσα μου; Ή δεν θέλεις να ακούσεις τίποτα για όλο αυτόν τον θόρυβο της ζωής και του κόσμου;
Ένα τουλάχιστον πρέπει να ξέρεις: έμαθα τούτο το ένα, ότι πρέπει κανείς να ζήσει αυτή τη ζωή. Αυτή η ζωή είναι η οδός, που όλο την ψάχνουμε, για εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε και το λέμε θεϊκό. Οδός άλλη δεν υπάρχει. Όλες οι άλλες οδοί είναι απατηλές. Βρήκα την ορθή οδό, με οδήγησε σ’ εσένα, την ψυχή μου. Επιστρέφω, κεκαυμένος και αποκαθαρμένος. Με αναγνωρίζεις ακόμη; Πόσο καιρό κράτησε ο χωρισμός! Όλα έχουν αλλάξει τόσο πολύ. Και πώς σε βρήκα; Θαυμαστό που ήταν το ταξίδι μου! Με τι λόγια να σου περιγράψω από ποια δαιδαλώδη μονοπάτια ένα καλό άστρο με οδήγησε σ’ εσένα;
Advertisment
Δώσε μου το χέρι σου, σχεδόν απολησμονημένη ψυχή μου. Με ποια θερμή χαρά σε ξαναβλέπω, ψυχή μου, που σε είχα απαρνηθεί τόσο καιρό. Η ζωή με οδήγησε πίσω σ’ εσένα. Ας ευχαριστήσουμε τη ζωή για τη ζωή, για όλες τις χαρούμενες και όλες τις θλιμμένες ώρες, για κάθε χαρά και για κάθε πόνο.
Ψυχή μου, το ταξίδι μου πρέπει να συνεχιστεί μ’ εσένα. Μ’ εσένα θέλω να περιπλανηθώ και να φτάσω ως τη μοναξιά μου».
Τέτοια με ανάγκασε να πω το Πνεύμα του Βάθους και ταυτόχρονα να τα βιώσω ενάντια στον εαυτό μου, επειδή δεν το περίμενα. Ήμουν ακόμη εντελώς δέσμιος του Πνεύματος της Εποχής και άλλα σκεφτόμουν για την ψυχή του ανθρώπου. Σκεφτόμουν και μιλούσα πολύ για την ψυχή, πολλά σπουδάγματα γι’ αυτήν ήξερα, γεμάτος κρίσεις γι’ αυτήν ήμουνα και την είχα κάνει αντικείμενο επιστήμης. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό ότι η ψυχή μου δεν μπορούσε να είναι το αντικείμενο της κρίσης και της γνώσης μου· ότι μάλλον η κρίση μου και η γνώση μου ήταν το αντικείμενο της ψυχής μου. Γι’ αυτό με ανάγκασε το Πνεύμα του Βάθους να μιλήσω στην ψυχή μου, να της απευθυνθώ όπως απευθύνεται κανείς σ’ ένα ζωντανό και αυθύπαρκτο ον. Έπρεπε να αισθανθώ ότι είχα χάσει την ψυχή μου.
Advertisment
Έτσι μαθαίνουμε τι λέει για την ψυχή το Πνεύμα του Βάθους: τη βλέπει σαν ένα αυθυπόστατο ζωντανό ον και, κάνοντάς το αυτό, έρχεται σε αντίθεση με το Πνεύμα της Εποχής, για το οποίο η ψυχή είναι ένα πράγμα του ανθρώπου, που μπορεί να υποβληθεί σε κρίσεις και κατηγοριοποιήσεις και του οποίου την έκταση μπορούμε να κατανοήσουμε. Έπρεπε να καταλάβω ότι αυτό που προηγουμένως ονόμαζα ψυχή μου δεν ήταν διόλου η ψυχή μου, αλλά ένα νεκρό οικοδόμημα από θεωρίες. Έπρεπε, λοιπόν, να μιλήσω στην ψυχή μου σαν να ήταν κάτι μακρινό και άγνωστο, που δεν οφείλει την υπόστασή του σ’ εμένα, αλλά μέσω του οποίου υπάρχω εγώ.
Έτσι, εκείνος του οποίου η επιθυμία απομακρύνεται από τα εξωτερικά πράγματα φτάνει στον τόπο της ψυχής. Αν δεν βρει την ψυχή, τότε θα τον καταλάβει ο φόβος του κενού και η αγωνία θα τον ωθήσει με απανωτά κεντρίσματα σε μια απελπισμένη προσπάθεια και μια τυφλή επιθυμία για τα κούφια πράγματα τούτου του κόσμου. Γελασμένος από την ατέλειωτη επιθυμία του, θα χαθεί μακριά από την ψυχή του, που δεν θα την ξαναβρεί ποτέ. Θα τρέχει πίσω από όλα τα πράγματα, θα τα αρπάζει όλα, την ψυχή του όμως δεν θα τη βρει, διότι μόνο μέσα του θα την έβρισκε. Η ψυχή του ήταν στ’ αλήθεια μέσα στα πράγματα και στους ανθρώπους, αλλά ο τυφλός πιάνει τα πράγματα και τους ανθρώπους, όχι όμως την ψυχή του μέσα στα πράγματα και στους ανθρώπους. Για την ψυχή του δεν ξέρει το παραμικρό.
Πώς να την ξεχωρίσει από τους ανθρώπους και τα πράγματα; Στην επιθυμία την ίδια μπορεί και να την έβρισκε την ψυχή του, στα αντικείμενα της επιθυμίας όμως όχι. Αν κατείχε την επιθυμία του, και όχι η επιθυμία του εκείνον, κάτι θα είχε κρατήσει από την ψυχή του, επειδή η επιθυμία του είναι εικόνα και έκφραση της ψυχής του.
Εάν κατέχεις την εικόνα ενός πράγματος, κατέχεις τα μισά. Η εικόνα του κόσμου είναι ο μισός κόσμος. Όποιος κατέχει τον κόσμο, αλλά όχι και την εικόνα του, κατέχει μόνο τον μισό κόσμο, διότι η ψυχή του είναι φτωχή και ακτήμων. Ο πλούτος της ψυχής είναι καμωμένος από εικόνες. Όποιος κατέχει την εικόνα του κόσμου κατέχει τον μισό κόσμο, ακόμα κι αν το ανθρώπινο μέρος του είναι φτωχό και ακτήμον. Η πείνα όμως μετατρέπει την ψυχή σε θηρίο που καταβροχθίζει και δηλητηριάζει τον εαυτό του με ανθυγιεινά πράγματα.
Φίλοι μου, είναι σοφό να τρέφετε την ψυχή, αλλιώς σπέρνετε δράκους και διαβόλους στην καρδιά σας.
Η ψυχή & ο Θεός
Τη δεύτερη νύχτα κάλεσα την ψυχή μου: «Κουράστηκα, ψυχή μου, η περιπλάνησή μου κράτησε πολύ καιρό, η αναζήτηση του εαυτού μου έξω από εμένα. Διέτρεξα τα πράγματα και σε βρήκα πίσω από όλα. Αλλά στην περιπλάνησή μου μέσα στα πράγματα ανακάλυψα την ανθρωπότητα και τον κόσμο. Βρήκα τους ανθρώπους. Κι εσένα, ψυχή μου, σε ξαναβρήκα, πρώτα κατ’ εικόνα στον άνθρωπο κι έπειτα εσένα την ίδια. Σε βρήκα εκεί όπου δεν περίμενα να σε βρω. Ξεπετάχτηκες μπροστά μου βγαίνοντας από ένα σκοτεινό πηγάδι. Μου είχες φανερωθεί νωρίτερα σε όνειρα· έκαιγαν μέσα στην καρδιά μου και με οδηγούσαν σε ό,τι πιο τολμηρό και επίφοβο και με ανάγκαζαν να σηκώνομαι πιο πάνω από τον εαυτό μου. Με άφησες να δω αλήθειες που ούτε καν τις υποψιαζόμουν παλαιότερα. Με άφησες να ακολουθήσω δρόμους που το ατέλειωτο μήκος τους θα με είχε τρομάξει, αν δεν υπήρχε μέσα σου φυλαγμένη η γνώση τους.
Πολλά χρόνια περιπλανήθηκα, ώσπου το ξέχασα πως έχω ψυχή. Πού ήσουν όλο αυτόν τον καιρό; Ποιος άλλος σε φύλαξε και σου έδωσε τόπο να κατοικήσεις; Τι κρίμα που πρέπει να μιλάς μέσα από μένα, που η γλώσσα μου κι εγώ είμαστε το σύμβολο και η έκφρασή σου! Πώς να λύσω έτσι το αίνιγμά σου; Ποια να ’σαι άραγε, παιδούλα; Παιδί, μικρό κορίτσι σε έδειξαν τα όνειρά μου· δεν ξέρω τίποτα για το μυστικό σου. Συγχώρα με αν μιλάω όπως σε όνειρο, σαν μεθυσμένος – είσαι θεός; Είναι ο Θεός παιδί, κορίτσι;
Συγχώρα τη σύγχυση των λόγων μου. Κανείς δεν με ακούει. Σου μιλάω σιωπηλά κι εσύ ξέρεις ότι ούτε μεθυσμένος είμαι ούτε σε σύγχυση και ότι η καρδιά μου σπαράζει από τον πόνο της πληγής από την οποία το σκοτάδι ξεβράζει χλευασμούς: «Λες ψέματα στον εαυτό σου. Μιλάς έτσι για να ξεγελάσεις άλλους και να τους κάνεις να πιστέψουν σ’ εσένα. Θέλεις να γίνεις προφήτης και τρέχεις πίσω από τη φιλοδοξία σου». Η πληγή αιμορραγεί ακόμη κι εγώ δεν μπορώ να μην ακούσω τους σκωπτικούς λόγους που λέω για μένα.
Πόσο παράξενο μου ακούγεται να σε αποκαλώ παιδί, εσένα που έχεις απεραντοσύνες του χεριού σου. Ακολουθούσα τον δρόμο της ημέρας κι εσύ, αόρατη, πήγαινες μαζί μου, ταιριάζοντας με νόημα το ένα κομμάτι με το άλλο και κάνοντάς με να δω ένα όλον μέσα στο καθένα.
Πήρες από αυτά που νόμιζα πως φύλαγα και μου έδωσες εκεί που δεν περίμενα τίποτα, και ολοένα μου ’φερνες από μεριές απρόσμενες πεπρωμένα. Όπου έσπειρα, μου ’κλεψες τη σοδειά, κι όπου δεν έσπειρα, μου ’δωσες καρπό εκατονταπλάσιο. Πάλι και πάλι έχασα τον δρόμο και τον ξαναβρήκα εκεί που δεν το περίμενα καν. Κράτησες την πίστη μου εκεί που ήμουν μόνος κι άγγιζα την απελπισία. Την κάθε κρίσιμη στιγμή μ’ έκανες να πιστέψω στον εαυτό μου.
Σαν κουρασμένος περιπατητής που άλλο δεν αναζήτησε στον κόσμο παρά εκείνη, έτσι πρέπει να πλησιάσω την ψυχή μου. Πρέπει να μάθω ότι πίσω απ’ όλα εντέλει βρίσκεται η ψυχή μου, κι ότι τον κόσμο όλο να γυρίσω, ο λόγος ως το τέλος είναι για να βρω την ψυχή μου. Ακόμα και τα πιο αγαπημένα πρόσωπα δεν είναι ο σκοπός και το τέλος της αγάπης που ψάχνει, είναι σύμβολα της ψυχής του καθενός.
Φίλοι μου, το μαντεύετε άραγε μέχρι ποια μοναξιά θα φτάσουμε; Πρέπει να μάθω ότι ο αφρός της σκέψης μου, τα όνειρά μου, είναι η γλώσσα της ψυχής μου. Πρέπει να τα κουβαλάω στην ψυχή μου και να τα γυροφέρνω στον νου μου, σαν να ’τανε τα λόγια του πιο αγαπημένου μου ανθρώπου.
Τα όνειρα είναι τα καθοδηγητικά λόγια της ψυχής. Πώς, λοιπόν, να μην αγαπώ τα όνειρά μου και να μην κάνω τις αινιγματικές εικόνες τους αντικείμενο καθημερινής εξέτασης; Νομίζετε ότι το όνειρο είναι ανόητο και άσχημο. Τι είναι όμορφο; Τι είναι άσχημο; Τι είναι έξυπνο; Τι ανόητο; Το Πνεύμα της Εποχής είναι το μέτρο σας. Το Πνεύμα του Βάθους όμως το ξεπερνά και στα δύο άκρα. Μόνο το Πνεύμα της Εποχής γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ μεγάλου και μικρού. Αλλά αυτή η διαφορά είναι ξεπερασμένη, όπως και το πνεύμα που την αναγνωρίζει.
Απόσπασμα από το «Το κόκκινο βιβλίο» του Carl Jung που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ

