Φόρτωση Text-to-Speech…
1. Για δεκαετίες, βασικός άξονας στον οποίο κινείται η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών διαφορών είναι η άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει και να παραπέμψει άλλες διαφορές πλην της οριοθέτησης της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) και να δεχθεί πολιτική διαπραγμάτευση με την Τουρκία για την επίλυση διαφορών, και η θέση της Τουρκίας ότι υπάρχουν περισσότερες διαφορές, που πρέπει να λυθούν μόνο με διμερείς πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Υπάρχει ένα ερώτημα: Η Ελλάδα διακηρύσσει την προσήλωσή της στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά ταυτόχρονα επιλεκτικά το απεμπολεί; Τυπικά, μπορεί να εξαιρεθούν ορισμένες διαφορές. Ο αποκλεισμός θεμάτων από τη διαδικασία του ΔΔΧ σημαίνει, ωστόσο, ότι για τα θέματα αυτά οι μόνες επιλογές είναι η πολιτική διαπραγμάτευση, η άσκηση δύναμης ή η εκκρεμότητα. Εδώ υπάρχει μια ιδιότυπη σύγκλιση των ελληνικών με τις τουρκικές θέσεις.
2. Τον Μάρτιο του 2004, παραδόθηκε στον νέο υπουργό Εξωτερικών, τον αείμνηστο Πέτρο Μολυβιάτη, η απόρρητη έκθεση της ελληνικής ομάδας που είχε χειριστεί τις διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας (2002-2004) – αυτή που με τον τότε πρωθυπουργό αρνήθηκαν να παραλάβουν από τον απερχόμενο πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Hταν μια χρονική στιγμή που οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είχαν «κλειδωθεί» και υπήρχαν βαθμοί ελευθερίας στις πολιτικές επιλογές. Στις διερευνητικές εκείνες συναντήσεις είχε δημιουργηθεί ένα κλίμα που, κατ’ αρχήν, άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο συναινετικής παραπομπής στο ΔΔΧ, με τρόπο που θα γινόταν επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Η ακύρωση της διαδικασίας το 2004, με τη σύμφωνη γνώμη Ελλάδας και Τουρκίας, άνοιξε τον δρόμο σε μια γκροτέσκα εξέλιξη. Η Τουρκία, βλέποντας την άρνηση της Ελλάδας να συμφωνήσει στη διεύρυνση των θεμάτων για παραπομπή στο ΔΔΧ, και έχοντας έκδηλη προτίμηση για διμερείς διαπραγματεύσεις, εφάρμοσε συστηματικά μια νέα τακτική: εγείρει κάθε τόσο νέα θέματα, ώστε να είναι σίγουρη ότι η Ελλάδα θα απορρίπτει σταθερά την προσφυγή στο ΔΔΧ – και η Ελλάδα κάνει αυτό ακριβώς. Eτσι, η Τουρκία πέρασε εμπράκτως τη θέση της, ότι η λύση του ΔΔΧ «δεν παίζει» και η Ελλάδα, νομίζοντας ότι ακολουθεί σκληρή γραμμή, έπαιξε (ασυνείδητα;) το παιχνίδι της Τουρκίας και δεν το κατάλαβε κιόλας, αφού απορρίπτοντας τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ για κάθε άλλο θέμα, όλα παραμένουν ανοικτά. Θεσμικά «ανοικτά» σημαίνει ότι οι θεσμοί παραμερίζονται και η δύναμη αποκτά μείζον βάρος στη διεκδίκηση και επίλυση διαφορών;

3. Υπάρχει ενδεχόμενο, με την πάροδο του χρόνου, να κλονιστούν ακόμη και οι σημερινές διεθνείς ισορροπίες, να εμπεδωθεί το ευνοϊκό κλίμα που επιδιώκει η Τουρκία και να ευνοηθούν de facto νέες ισορροπίες και σχέσεις στην περιοχή μας; Η Ιστορία θα απαντήσει. Η Τουρκία, δημιουργώντας στο μακρύ χρόνο ένα όλο και μεγαλύτερο πλέγμα αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων, «περιμένει». Διαπιστώνοντας τι μεσολάβησε στο προηγούμενο μακρύ και βραχύ διάστημα, προσδοκά ότι στη μακρά διάρκεια δύο ή όσων δεκαετιών θα ευνοηθεί ακόμη περισσότερο η υπεροχή της δύναμης, επιτρέποντας νομιμοποίηση νέων ισορροπιών εκ του αποτελέσματος. Τότε, κανείς δεν θα ψάχνει στην Ιστορία.
4. Στις αναλύσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει καθιερωθεί η αναφορά σε δύο «σχολές» στην Ελλάδα: στη «σχολή της ακινησίας», και μάλιστα «βραχώδη», που υποστηρίζει ότι έχουμε μόνο μία διαφορά για επίλυση από το ΔΔΧ (την ΑΟΖ) και δεν κάνουμε καμία άλλη κίνηση για οποιοδήποτε θέμα, και στη «σχολή της προσέγγισης», που πιθανό να δεχόταν μια πιο ευέλικτη επιλογή, αν εκτιμηθεί ότι η Ελλάδα θα δικαιωνόταν και το όφελος θα το δικαιολογούσε. Τα όρια και των δύο δεν είναι παντού ξεκάθαρα. Η δεύτερη σχολή εγκαλείται από τους θιασώτες της πρώτης για προδοσία, εθνική μειοδοσία και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οπως γράφει ο Αμος Οζ («Αγαπητοί Ζηλωτές»), «οι φανατικοί κάθε είδους σιχαίνονται την αλλαγή και υποψιάζονται πως δεν είναι παρά μια προδοσία που προέρχεται από κίνητρα σκοτεινά». Η μεταπολεμική ιστορία μας είναι γεμάτη τέτοιες αντιδικίες και μισαλλοδοξίες. Ας αναρωτηθούμε, όμως, ποιες ιστορικές επιλογές ενίσχυσαν ή έβλαψαν την Ελλάδα και τον Ελληνισμό στο εσωτερικό και στο διεθνές πεδίο. Τι σήμαιναν οι επιδρομές στην Κοφίνου το 1967 και η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, το πραξικόπημα της δικτατορίας στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή το 1974; Τι σήμαινε η βροντερή οικονομική κατάρρευση το 2009 από διεθνοπολιτικής άποψης;
5. Η ακινησία της πολιτικής δεν είναι ακριβώς ακινησία, καθώς και αυτή παράγει νέα αποτελέσματα. Οπως λέει ο Ζήνων (στην «Αβυσσο» της Γιουρσενάρ), «πάει καιρός που μάθαμε πως μια ουγγιά αδράνεια ζυγίζει περισσότερο από ένα μέδημνο φρόνησης». Η αδράνεια, σιωπηρά, αναγνωρίζει το δικαίωμα στην Τουρκία να εμποδίζει την άσκηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης και να παρεμβαίνει σε ζητήματα που προϋποθέτουν οριοθετημένη ΑΟΖ. Χρειάζεται διμερής συνεννόηση όταν η ΑΟΖ δεν έχει οριοθετηθεί. Μέχρι την επίτευξη συμφωνίας, τα κράτη έχουν μόνο διεκδικήσεις. Ετσι, χωρίς θεσμικές αλλαγές ή αλλαγές στους κανόνες, πολλές κινήσεις της Ελλάδας μπλοκάρονται από τις πολλαπλασιαζόμενες αντιδράσεις της Τουρκίας (γκρίζες ζώνες, καλώδιο Κάσου, τουρκολιβυκό μνημόνιο, «πάγωμα» αξιοποίησης ενεργειακών πόρων σε Ελλάδα και Κύπρο κ.ά.), ακόμη και σε θέματα που είναι εκδήλως παράνομα. Η Ελλάδα διαμαρτύρεται, επικαλείται το διεθνές δίκαιο, αλλά η Τουρκία αδιαφορεί και παρεμβαίνει, με απτό αποτέλεσμα την εμπλοκή. Στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να αποφύγει τον εγκλωβισμό των διαφορών της σε μια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου, να έχει ελευθερία να λειτουργήσει με βάση τη «δύναμη» και να μπλοκάρει εξελίξεις.
Λειτουργεί με τη «δύναμη» – Στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να αποφύγει τον εγκλωβισμό των διαφορών της σε μια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου, να έχει ελευθερία να λειτουργήσει με βάση τη «δύναμη» και να μπλοκάρει εξελίξεις.
6. Οι κινήσεις της Τουρκίας κάνουν το τοπίο όλο και πιο περίπλοκο. Η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» (βραχονησίδων ή μικρών νησίδων όπου αμφισβητεί την ελληνική κυριότητα με αόριστη βάση), η αποστρατιωτικοποίηση νησιών –που δεν έχει σοβαρή βάση–, η εναρμόνιση εναέριου και θαλάσσιου εθνικού χώρου –που είναι πια δευτερεύουσα–, η χάραξη ΑΟΖ Ελλάδας – Τουρκίας – Λιβύης, τα θαλάσσια πάρκα πρόσφατα, η άρνηση αναγνώρισης υφαλοκρηπίδας για τα νησιά, ο de facto περιορισμός της δυνατότητας της Ελλάδας να ενεργεί στον θαλάσσιο χώρο του Ανατολικού Αιγαίου, μετατρέπονται σε ένα πλέγμα στενά αλληλεξαρτημένων διεκδικήσεων και σε αδιέξοδα και αποτελούν τις πιο σημαντικές –για την ώρα– διαφορές. Γιατί η Τουρκία αρνείται τη λύση του ΔΔΧ; Ισως γιατί προβλέπει ότι το αποτέλεσμα δεν την ευνοεί; Γιατί η Ελλάδα επίσης αρνείται; Απορία. Η ουσία είναι ότι με τούτα και μ’ εκείνα έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα παίγνιο που δεν ελέγχουμε. Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία αρνείται οποιαδήποτε υποχώρηση και ναι μεν τα ζητήματα μένουν ανοικτά, αλλά η εμπλοκή λειτουργεί εις βάρος της Ελλάδας. Είναι το κομβικό στοιχείο που πρέπει να ξεπεραστεί. Με ποιον τρόπο; Η απάντηση είναι το κεντρικό ζητούμενο.
Συχνά, οι «ρυθμίσεις του Ελσίνκι» αναφέρονται ως «χαμένη ευκαιρία». Στη μακρόχρονη διαδρομή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το 2004 αποτελούσε μια στιγμή που ίσως άνοιγε νέους δρόμους στις σχέσεις αυτές. Πλέον, δεν είναι πολιτικά παραγωγικό να κλαίμε πάνω από χυμένο γάλα. Οι «ρυθμίσεις Ελσίνκι» εξαρτώνταν από τρεις παίκτες. Την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ε.Ε. Στο μέτρο που η τελευταία σταμάτησε να ενδιαφέρεται για την ένταξη της Τουρκίας, το θέμα της παραπομπής της διαφοράς στο ΔΔΧ είχε χαθεί. Αν η Τουρκία εντασσόταν στην Ε.Ε. –που ίσως ήταν λάθος για την Ε.Ε.– θα ήταν γι’ αυτήν τεράστιο επίτευγμα, πιθανότατα το μόνο που θα μπορούσε να την κάνει να αποδεχθεί την προσφυγή στο ΔΔΧ.
Υπάρχουν δύο σημαντικά «όμως». Πρώτον, ότι η ελληνική κυβέρνηση τον Δεκέμβριο 2004 παραιτήθηκε από το εργαλείο του εξαναγκασμού της Τουρκίας για προσφυγή στο ΔΔΧ και επέλεξε τον δρόμο της «ακινησίας», που, όμως, όπως αναφέρθηκε, παρήγε de facto δυναμικές συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, μια άσκηση πίεσης τότε από την Ελλάδα θα άφηνε το αποτύπωμά της και η Τουρκία θα ήταν πολιτικά ανοικτή. Δεύτερον, η Τουρκία, κατά τη γνώμη μου, ποτέ δεν θα δεχόταν την παραπομπή στο ΔΔΧ χωρίς να έχει διασφαλίσει απολύτως «το έπαθλο», δηλαδή την ένταξή της στην Ε.Ε. Αυτό δεν ήταν εφικτό τον Δεκέμβριο του 2004. Σε όλες τις διαδικασίες διαβουλεύσεων, οι ενστάσεις και επιφυλάξεις της Τουρκίας για όλα τα θέματα που κατά καιρούς είχε θέσει, κατετίθεντο, με διακριτικό, αλλά διακριτό τρόπο. Η πολιτική βούληση για διαλλακτικότητα και αμοιβαίως αποδεκτή λύση, που πράγματι είχε διαφανεί στις διαβουλεύσεις του 2002-2004, έμελλε να αποδειχθεί στην ολοκλήρωση της διαδικασίας, όταν το Σχέδιο Συμφωνίας θα είχε φτάσει στο ύψιστο πολιτικό επίπεδο κάθε χώρας για έγκριση (κυβέρνηση, Βουλή). Κάθε άποψη για το τελικό αποτέλεσμα στη μία ή την άλλη χώρα είναι εικασία.

7. Εδώ και κάποιες δεκαετίες, κυρίως μετά το 2000, η Τουρκία έκανε μια κεντρική επιλογή: να ξεπεράσει τις αδυναμίες της επενδύοντας στην ισχύ. Την οικονομική, τη διεθνο-πολιτική, τη στρατιωτική της ισχύ, τη γενικότερη εικόνα της στον διεθνή χώρο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στη Μέση Ανατολή, στις τουρκογενείς χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και σε τμήμα των μουσουλμανικών χωρών.
Αντιθέτως, η Ελλάδα μετά το 2004 ακολούθησε ένα δρόμο που κορυφώθηκε το 2009 και σε πάνω από δεκαπέντε χρόνια αλλόκοτων επιλογών. Η χώρα αποδυναμώθηκε οικονομικώς, πολιτικώς και διεθνοπολιτικώς. Στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας η ασυμμετρία των δύο χωρών είναι εκρηκτική. Η δύναμη μιας χώρας αποτελεί συνάρτηση και της οικονομίας της. Η Ελλάδα αδυνατεί, ακόμη, να φτάσει στα οικονομικά επίπεδα που βρισκόταν πριν από το 2009. Ηταν αυτά μια σημαντική πατριωτική νίκη; Ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται πολιτική αναποτελεσματικότητα, αδιαφορία, απληστία και διαφθορά, με την εξωτερική πολιτική, παράγει αποτελέσματα πολύ πιο σημαντικά από όσο ο μέσος πολίτης φαντάζεται. Στην Τουρκία υπάρχει επίσης τεράστια πολιτική διαφθορά. Φαίνεται, όμως, ότι, ταυτόχρονα, υπάρχουν και πολλά άλλα, που προωθούν την ενίσχυση της δύναμής της.
Αν πράγματι θέλουμε να επενδύσουμε στην ισχύ της Ελλάδας, αυτό δεν θα επιτευχθεί με αντεθνικές κατηγορίες και ξόρκια εναντίον όσων σκέφτονται επίσης το καλό της χώρας. Ούτε με πολιτικές της απραξίας. «Προδοσία» είναι πολύ βαριά λέξη για να διατυπώνεται όποτε κρίνει ο καθένας, και πάντως περιλαμβάνει και την απραξία. Εύκολα θα μπορούσε να διευρυνθεί για να περιλάβει πολλά άλλα πράγματα, όπως η απερισκεψία, η αδυναμία διαμόρφωσης στρατηγικής θεώρησης, η υπεροχή των βραχυπρόθεσμων κομματικοκεντρικών –κατά κανόνα ιδιοτελών– επιδιώξεων και της διαπλοκής εις βάρος του εθνικού συμφέροντος στο μακρύ χρόνο.
8. Τι δυνατότητες υπάρχουν; Κατ’ αρχάς να αποτιμήσουμε τι σήμαιναν οι επιλογές μας, όχι μόνο για σήμερα, αλλά για το μέλλον της χώρας σε βάθος δεκαετιών. Ασήκωτο έργο, καθώς η αποδοχή της αρχής «όλα ανοιχτά» περιλαμβάνει και τον ακραίο μακροχρόνιο κίνδυνο «όλα χαμένα». Πρέπει, επίσης, να ξανασκεφτούμε με ποιον τρόπο η Τουρκία –και άλλες χώρες– μέσα σε δυόμισι δεκαετίες άλλαξαν τόσο έντονα τη θέση τους. Η σημερινή δυναμική δύσκολα ανατρέπεται, και πάντως όχι με μάγκικα πρωτοσέλιδα, μισόλογα, λόγους και άσματα ηρωικά (και πένθιμα) και θεατρικές παραστάσεις. Το ερώτημα δεν είναι πλέον μόνο τι θέλουμε, αλλά και αν έχουμε την πολυτέλεια και με τι συνέπειες να μη θέλουμε τίποτα και να παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο σημερινό σκηνικό. Υπάρχουν θέματα στα οποία και οι δύο πλευρές γνωρίζουν τα όρια της άκαμπτης θέσης τους. Υπάρχουν θέματα με προοπτική «lose-lose», άλλα με «win-win» και άλλα με ενδιάμεσα αποτελέσματα. Αν η χώρα μπορεί να κρατήσει με δύναμη κεκτημένα στα οποία έχει άδικο, να τα κρατήσει. Αν δεν μπορεί, να βρει λύσεις διαφυγής – εγκαίρως, όχι όταν η πραγματικότητα γύρω μας θα έχει ανατραπεί.
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.