Αν και η «ομίχλη του πολέμου» εξακολουθεί να σκεπάζει τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά της πρόσφατης σύγκρουσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, προκύπτει ως ασφαλές συμπέρασμα ότι την αεροπορική υπεροχή εξασφαλίζουν όχι μόνο οι αριθμοί και τα οπλικά συστήματα, αλλά η καλύτερη επίγνωση της τακτικής κατάστασης και η χρήση σύγχρονων τεχνολογιών. Αν κάτι έκανε τη διαφορά στην αεροπορική εμπλοκή της 7ης Μαΐου, μια από τις μεγαλύτερες στην παγκόσμια ιστορία, με συμμετοχή μαχητικών αεροσκαφών 4ης γενιάς, είναι η χρήση ιπτάμενων ραντάρ (AWACS) από την πακιστανική αεροπορία. Το γεγονός αυτό επέτρεψε σε ορισμένα από τα μαχητικά της αεροσκάφη να πετούν με κλειστά ραντάρ και να ρίχνουν τα όπλα τους, αιφνιδιάζοντας τους Ινδούς πιλότους.
Οι Πακιστανοί διαθέτουν το σουηδικό Saab 2000 Erieye, ένα ιπτάμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης παρόμοιο με το Erieye EMB-145H της Πολεμικής Αεροπορίας. Σε μια πιθανή σύγκρουση, το ΑΣΕΠΕ (Αερομεταφερόμενο Σύστημα Εγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου) θα αποτελεί τα «μάτια» της Πολεμικής Αεροπορίας, επιτρέποντας στα δικτυοκεντρικά μαχητικά Rafale και F-16V να κρατούν κλειστά τα ραντάρ τους και να μην προδίδουν τη θέση τους στα εχθρικά αεροσκάφη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ιπτάμενα ραντάρ αποτελούν στρατηγικά εργαλεία αποτροπής και στόχους υψηλής αξίας για κάθε αεροπορία.

Το αεροπλάνο
Παρά την υψηλή επιχειρησιακή τους αξία, τα ελληνικά ΑΣΕΠΕ ουδέποτε εκσυγχρονίστηκαν με αποτέλεσμα να διαθέτουν απαρχαιωμένα συστήματα που περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητές τους. Για πολλά χρόνια, μάλιστα, εκκρεμούσε η σύμβαση υποστήριξης (FOS) των αεροσκαφών που είχε ως συνέπεια την καθήλωση, σε ορισμένες χρονικές περιόδους, ακόμη και ολόκληρου του στόλου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, από τα τέσσερα ΑΣΕΠΕ που διαθέτει η Πολεμική Αεροπορία, δύο μόνο μπορούν –υπό προϋποθέσεις– να επιχειρήσουν. Ενα βρίσκεται σε στάδιο «κανιβαλισμού», δηλαδή χρησιμοποιείται ως πηγή ανταλλακτικών για τα υπόλοιπα και ακόμη ένα πρόκειται να μπει στο υπόστεγο της ΕΑΒ για συντήρηση. Ωστόσο, μεγαλύτερο πρόβλημα από την επαναφορά σε πτήσιμη κατάσταση, είναι η παρωχημένη τεχνολογία των ελληνικών ιπτάμενων ραντάρ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαδικασία για την υποστήριξη του συστήματος αποστολής (mission system) του αεροσκάφους ξεκίνησε το 2021 και παρά την έγκριση από τη Βουλή το 2023, η σχετική σύμβαση ύψους 83 εκατ. ευρώ δεν έχει ακόμη ανατεθεί.
Για τον εκσυγχρονισμό του ραντάρ και των αισθητήρων, η Πολεμική Αεροπορία έχει δεχθεί προτάσεις που περιλαμβάνουν από απλές τροποποιήσεις μέχρι την πλήρη ανακατασκευή των αεροσκαφών, την επαναφορά του συνόλου του στόλου και την αντικατάσταση όλων των βασικών ηλεκτρονικών συστημάτων. Ο ριζικός εκσυγχρονισμός θα μπορούσε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, να αυξήσει θεαματικά τις αποστάσεις αποκάλυψης στόχων, ξεπερνώντας κατά πολύ τα 350 χιλιόμετρα που φτάνει η υφιστάμενη ακτίνα έρευνας του ραντάρ Erieye, ενώ, ταυτόχρονα αυξάνεται η ικανότητα εντοπισμού στόχων μικρού ηλεκτρομαγνητικού ίχνους όπως μη επανδρωμένα αεροχήματα, βαλλιστικοί πύραυλοι και πύραυλοι cruise.

Εγχώρια βιομηχανία
Επαφές με την κατασκευάστρια εταιρεία αλλά και με άλλες ελληνικές και ξένες εταιρείες που παρέχουν υποσυστήματα για τα ΑΣΕΠΕ έχει και η ΕΑΒ, η οποία μπορεί να αναλάβει τις εργασίες υποστήριξης και εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών και του συστήματος αποστολής. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη από τις αρχές του 2024, ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχουν καταλήξει σε κάποια συμφωνία, παρά το γεγονός ότι η αναβάθμιση των ελληνικών ιπτάμενων ραντάρ βρίσκεται στις προτεραιότητες της Πολεμικής Αεροπορίας και συμπεριλαμβάνεται στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

Επιπλέον, τα ιπτάμενα ραντάρ αναμένεται να έχουν καίριο ρόλο στην πολυστρωματική αεράμυνα που σχεδιάζει το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, γνωστή και ως η «Ασπίδα του Αχιλλέα» αφού, ελλείψει άλλων σύγχρονων μέσων, τα ΑΣΕΠΕ αποτελούν την πιο αξιόπιστη επιλογή για την έγκαιρη αποκάλυψη των εναέριων απειλών και την ενεργοποίηση των μέσων αναχαίτισης.
Κεντρική φωτογραφία: Shutterstock