Μόνο ένας άνθρωπος, ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, έχει υπηρετήσει περισσότερες από δύο θητείες ως πρόεδρος των ΗΠΑ.
Πριν από την εκλογή του Ρούσβελτ για τρίτη θητεία το 1940 υπήρχε μια μακρόχρονη αμερικανική παράδοση που ήθελε τους προέδρους να μην υπηρετούν περισσότερες από δύο θητείες, γράφει ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου Μαρκ Σάτα στο The Conversation.
Η παράδοση αυτή καθιερώθηκε από τις αποφάσεις των πρώτων προέδρων, όπως ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον, να μην διεκδικήσουν τρίτη θητεία.
Η παράδοση αυτή υιοθετήθηκε αργότερα και από άλλους προέδρους.
Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Ρούσβελτ το 1945 κατά τη διάρκεια της τέταρτης θητείας του, το Κογκρέσο και ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισαν να μετατρέψουν τη μακρόχρονη παράδοση ότι οι πρόεδροι δεν πρέπει να υπηρετούν περισσότερες από δύο θητείες σε μέρος του συνταγματικού δικαίου.
Αυτό έγινε με την ψήφιση και επικύρωση της 22ης τροπολογίας, η οποία έγινε μέρος του Συντάγματος των ΗΠΑ το 1951.
Η πρόθεση είναι σαφής.
Τι ορίζει το Σύνταγμα των ΗΠΑ
Η βασική διάταξη της 22ης τροπολογίας έχει ως εξής: «Κανένα πρόσωπο δεν θα εκλέγεται στο αξίωμα του Προέδρου περισσότερες από δύο φορές και κανένα πρόσωπο που κατείχε το αξίωμα του Προέδρου ή ενήργησε ως Πρόεδρος για περισσότερα από δύο έτη μιας θητείας για την οποία κάποιο άλλο πρόσωπο εξελέγη Πρόεδρος δεν θα εκλέγεται στο αξίωμα του Προέδρου περισσότερες από μία φορές».
Η πρόθεση είναι σαφής. Κανείς δεν πρέπει να υπηρετήσει περισσότερες από δύο πλήρεις θητείες ως πρόεδρος.
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να υπηρετήσει περισσότερες από δύο θητείες είναι αν υπηρέτησε λιγότερο από δύο χρόνια σε προηγούμενη θητεία κατά την οποία δεν εξελέγη πρόεδρος.
Ξεκινώντας την παράδοση
Οι σχολιαστές αναφέρουν συχνά ότι η απόφαση του Τζορτζ Ουάσινγκτον να μην διεκδικήσει τρίτη θητεία ως πρόεδρος καθιέρωσε την παράδοσης των δύο θητειών.
Ο πολιτικός επιστήμονας και μελετητής των ορίων θητείας Μάικλ Κόρζι αποδίδει πολύ περισσότερα εύσημα στον τρίτο πρόεδρο του έθνους, τον Τόμας Τζέφερσον.
Ο Τζέφερσον τάχθηκε ευθέως υπέρ της παράδοσης των δύο θητειών. Όπως σημειώνει ο Κόρζι, αυτό συνέβαινε εν μέρει επειδή «ο Τζέφερσον δεν έβλεπε μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός μακροχρόνιου εκτελεστικού οργάνου σε αιρετή θέση και ενός κληρονομικού μονάρχη».
Με άλλα λόγια, ένας πρόεδρος χωρίς όρια θητείας μοιάζει πάρα πολύ με βασιλιά.
Ο Τζέφερσον έβλεπε έναν πρόεδρο που ήταν πρόθυμος να σπάσει την παράδοση των δύο θητειών ως διψασμένο για εξουσία και ήλπιζε ότι ο αμερικανικός λαός δεν θα τον εξέλεγε.
Αυτό τον οδήγησε να γράψει στην αυτοβιογραφία του το 1821 ότι «εάν ένας πρόεδρος συναινέσει να είναι υποψήφιος για τις 3ες εκλογές, πιστεύω ότι θα απορριφθεί λόγω αυτής της επίδειξης φιλόδοξων απόψεων».
Ο Τζέφερσον ανησυχούσε επίσης ότι χωρίς όρια θητείας, οι πρόεδροι θα παρέμεναν στο αξίωμα για πολύ καιρό μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και αφού είχαν χάσει την ικανότητά τους να κυβερνούν αποτελεσματικά.
Αυτό τον οδήγησε να γράψει ότι χωρίς όρια θητειών, υπήρχε ο κίνδυνος «η επιείκεια και οι προσκολλήσεις του λαού να κρατήσουν έναν άνδρα στην καρέκλα του, όταν αυτός θα έχει γίνει ‘ξεμωραμένος’».
Από τότε οι πρόεδροι έτειναν να τηρούν την παράδοση των δύο θητειών. Και στις λίγες περιπτώσεις όπου οι πρόεδροι αποφάσιζαν να διεκδικήσουν τρίτη θητεία, τα κόμματά τους δεν τους έδιναν το χρίσμα.
Αυτό παρέμεινε έτσι μέχρι που ο Ρούσβελτ διεκδίκησε και κέρδισε τόσο μια τρίτη όσο και μια τέταρτη θητεία ως πρόεδρος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η 22η τροπολογία
Η παραβίαση της παράδοσης των δύο θητειών από τον Ρούσβελτ ώθησε το Κογκρέσο και τις πολιτείες να μετατρέψουν την παράδοση σε επίσημο ζήτημα συνταγματικού δικαίου.
Ένα σημαντικό κίνητρο για την τροπολογία ήταν το ίδιο που είχε κινητοποιήσει και τον Τζέφερσον: να αποτραπεί ο πρόεδρος από το να γίνει βασιλιάς.
Πολλά μέλη του Κογκρέσου εντόπισαν την ίδια ανησυχία κατά τη διάρκεια των συνεδριών του Κογκρέσου τη δεκαετία του 1940.
Ο γερουσιαστής Τσάπμαν Ρέβερκομπ από τη Δυτική Βιρτζίνια δήλωσε ότι η εξουσία που θα δινόταν σε έναν πρόεδρο χωρίς όρια θητείας «θα ήταν ένα σαφές βήμα προς την κατεύθυνση της απολυταρχίας, ανεξάρτητα από το όνομα που θα δινόταν στο αξίωμα, είτε πρόκειται για πρόεδρο, βασιλιά, δικτάτορα, αυτοκράτορα ή οποιονδήποτε τίτλο μπορεί να φέρει το αξίωμα».
Το Κογκρέσο ψήφισε την 22η τροπολογία στις 21 Μαρτίου 1947.
Χρειάστηκαν λιγότερα από τέσσερα χρόνια για να επικυρώσουν τα τρία τέταρτα των πολιτειών την τροπολογία, η οποία έγινε νόμος στις 27 Φεβρουαρίου 1951.
Τύραννοι και παραβιάσεις
Στη δεκαετία του 1980, ο πολιτικός επιστήμονας Χουάν Λινζ εντόπισε ότι τα προεδρικά συστήματα είναι λιγότερο σταθερά από άλλες μορφές δημοκρατίας, όπως τα κοινοβουλευτικά συστήματα.
Η διαφορά φαίνεται ότι έγκειται στο ότι τα προεδρικά συστήματα συγκεντρώνουν περισσότερη εξουσία στα χέρια ενός και μόνο προσώπου, του προέδρου.
Αυτό καθιστά ευκολότερη την κατάργηση των ελέγχων και των ισορροπιών από τις οποίες εξαρτώνται οι δημοκρατίες.
Όπως σημειώνουν οι μελετητές, η παραβίαση των ορίων της προεδρικής θητείας και άλλες μέθοδοι αύξησης της εκτελεστικής εξουσίας αποτελούν μια κοινή μορφή δημοκρατικής οπισθοδρόμησης.
Η καθηγήτρια νομικής Μίλα Βέρστιγκ και οι συνάδελφοί της έχουν δείξει ότι τα τελευταία χρόνια οι πρόεδροι σε όλο τον κόσμο έχουν χρησιμοποιήσει διάφορες τακτικές για να προσπαθήσουν να παραβιάσουν τα όρια της προεδρικής θητείας.
Οι τακτικές αυτές περιλαμβάνουν την προσπάθεια τροποποίησης του συντάγματος της χώρας τους, την προσπάθεια να πείσουν τα δικαστήρια να ερμηνεύσουν εκ νέου το σύνταγμα, την εξεύρεση αντικαταστάτη ηγέτη τον οποίο ο πρώην πρόεδρος θα μπορεί να ελέγχει μόλις αποχωρήσει από το αξίωμα και την προσπάθεια καθυστέρησης των εκλογών.
Σημειώνουν ότι τις περισσότερες φορές, όταν η προσπάθεια ενός προέδρου να παραβιάσει τα όρια της θητείας αποτυγχάνει, αυτό συμβαίνει «επειδή συνάντησε ευρεία λαϊκή αντίσταση».