Φόρτωση Text-to-Speech…
ΤΟ ΘΕΜΑ
Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στην Τουρκία γίνονται συνήθως αντιληπτές μέσα από τη μάλλον στενή οπτική γωνία των διμερών σχέσεων. Ωστόσο η Τουρκία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα και οικονομία και αξίζει να βλέπουμε τακτικά και πιο εξειδικευμένες πτυχές. Οπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι το 2025 έχει αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό ο ρυθμός κατάθεσης αιτήσεων πτώχευσης ή προστασίας από πιστωτές σε πολλούς κλάδους. Τον Ιούνιο, μια τεράστια εταιρεία του τομέα των τροφίμων με 3.000 εργαζομένους τέθηκε υπό εποπτεία. Τον ίδιο μήνα, μια εξίσου μεγάλη εταιρεία στον τομέα του εμπορίου σιδηρών ελασμάτων πτώχευσε. Τον Ιούλιο, η εταιρεία διαχείρισης του θερμοηλεκτρικού σταθμού Σόμα, στα νότια του Μπαλίκεσιρ, διέκοψε την παραγωγή της λόγω αδυναμίας αποπληρωμής χρέους περίπου 18 δισ. τουρκικών λιρών (περίπου 380 εκατ. ευρώ) προς την κρατική επιχείρηση άνθρακα ΤΚΙ. Το χρέος της διαχειρίστριας Konya Seker αγγίζει τα 68 δισ. τουρκικές λίρες (περίπου 1,4 δισ. ευρώ) και είναι απλώς μία από τις πολλές περιπτώσεις.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Μία ακόμα αφορά την αίτηση πτώχευσης ενός από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, του Τσεβρέ, το οποίο βρίσκεται υπό εποπτεία από τα τέλη Ιουλίου. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος απορροφά σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού και ως εκ τούτου αφορά πολλούς ανειδίκευτους εργαζομένους οι οποίοι προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού της Τουρκίας. Σε πρόσφατη παρέμβασή του στην τουρκική εθνοσυνέλευση, ο βουλευτής του αντιπολιτευόμενου CHP Ομέρ Φεθί Γκιουρέρ αναφέρθηκε σε συνολικά 298 εταιρείες κλωστοϋφαντουργίας και 81 εταιρείες ένδυσης που κήρυξαν πτώχευση από το 2018 και έπειτα. Μόνο την περίοδο μεταξύ 2022 και 2024 χάθηκαν 145.000 θέσεις εργασίας σε αυτόν τον τομέα, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2025 θα προσθέσει στις λίστες των ανέργων ακόμα 30.000 που προέρχονται από αυτόν τον τομέα. Είναι προφανές ότι σε μια οικονομία με την παραγωγική δυναμική και τη ροή κεφαλαίου όπως αυτή της Τουρκίας, οι άνθρωποι αυτοί είναι δυνατό να βρουν ξανά και γρήγορα δουλειά, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν ιδιαίτερα σημαντικές.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Είναι γνωστό ότι μετά τις εκλογές του 2023 ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (φωτογραφία) ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών με σκοπό να μειώσει τους κινδύνους της θεμιτής μεν μεγέθυνσης της τουρκικής οικονομίας, αρκετά δε ασταθούς όσον αφορά ορισμένους τομείς, περιλαμβανομένων των σημαντικών για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τομέων της κλωστοϋφαντουργίας, των κατασκευών, της ένδυσης και της εστίασης. Θεωρητικά ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ, ο υπουργός Εμπορίου Εμέρ Μπολάτ και ο υπουργός Εργασίας Βεντάτ Ισικχάν αναζητούν λύσεις καθένας από τον τομέα ευθύνης του, ωστόσο κάποια στοιχεία είναι αμείλικτα. Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι αιτήσεις εταιρειών για υπαγωγή στον πτωχευτικό κώδικα αγγίζουν τις 2.276, όταν το 2022 ανέρχονταν σε 1.587 και το 2023 σε 1.516. Το 2024 είχαν φτάσει τις 3.497, ωστόσο αν συνεχιστούν με αυτόν τον ρυθμό μπορεί να ξεπεράσουν φέτος και τις 5.500. Φυσικά, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» που παλεύει ο κ. Σιμσέκ και το επιτελείο του δεν είναι άλλος από τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος επιβαρύνει αυξανόμενα το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, δημιουργώντας αυτό το εκρηκτικό μείγμα που πλήττει κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και όχι τόσο αυτές με εξαγωγικό χαρακτήρα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, για παράδειγμα, οι αμυντικές βιομηχανίες της Τουρκίας δεν πλήττονται από αυτό το φαινόμενο.
Ο ΤΟΠΟΣ
Στον πληθωρισμό προστίθεται, βεβαίως, η διαρκής υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου και του ευρώ, καθιστώντας την εισαγωγή πρώτων υλών και μηχανημάτων εξαιρετικά επίπονη διαδικασία για τις επιχειρήσεις. Και πολύ περισσότερο για εκείνες που αποπληρώνουν δάνεια σε ξένο νόμισμα. Και σε αυτή την περίπτωση οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Τουρκία αυξήθηκαν κατά 48% σε μια περίοδο μόλις έξι μηνών, συγκεκριμένα από 287 δισ. τουρκικές λίρες στο τέλος του 2024 (περίπου 6 δισ. ευρώ) σε 425 δισ. τουρκικές λίρες (περίπου 8,9 δισ. ευρώ) τον Ιούνιο του 2025. Ολη αυτή η εξίσωση συμπληρώνεται και από το πολύ υψηλό κόστος ενέργειας που πληρώνει η Τουρκία ακριβώς ώστε να συνεχίσει να υποστηρίζει την παραγωγική μηχανή της. Υπολογίζεται ότι ετησίως η Τουρκία εισάγει ενέργεια και καύσιμα αξίας άνω των 100 δισ. ευρώ. Αυτό το υψηλότατο ενεργειακό κόστος για την τουρκική βιομηχανία εξηγεί, άνευ ιδιαίτερης ανάγκης για περαιτέρω επεξηγήσεις, για ποιο λόγο ο κ. Ερντογάν είναι τόσο προσηλωμένος στην προσπάθεια εξεύρεσης εγχώριων ενεργειακών πόρων. Και, βεβαίως, για ποιο λόγο τα ενεργειακά θέματα στην Ανατολική Μεσόγειο «ερεθίζουν» σε τέτοιο βαθμό τα αντανακλαστικά της Αγκυρας.