Το 2011 ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορούσε τον Ομπάμα ότι «πρόκειται να ξεκινήσει πόλεμο με το Ιράν». Εν έτει 2025, ωστόσο, ήταν ο Τραμπ εκείνος που πήρε την απόφαση να εμπλακεί επιθετικά σε ακριβώς έναν τέτοιο πόλεμο, μόλις πέντε μήνες έπειτα από την έναρξη της τρέχουσας προεδρικής του θητείας κι ενώ είχε διατάξει προηγουμένως (τον περασμένο Μάρτιο) αμερικανικά χτυπήματα κατά των Χούθι στην Υεμένη.
Ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιχειρηματολογήσει ποικιλοτρόπως τώρα προκειμένου να υπερασπιστεί την απόφασή του υποστηρίζοντας: ότι δεν ξεκίνησε αυτός τον πόλεμο, αλλά άλλοι, ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναλάβει δράση λόγω της «πυρηνικής απειλής» του Ιράν που όδευε προς ολοκλήρωση, ότι τα αμερικανικά πλήγματα πρόκειται να επισπεύσουν την ειρήνευση, ότι ο ίδιος είχε δώσει προηγουμένως την ευκαιρία στους Ιρανούς να διαπραγματευτούν διπλωματικά, μια ευκαιρία την οποία όμως εκείνοι δεν αξιοποίησαν…
Πέρα από τις όποιες δόσεις αλήθειας, το γεγονός παραμένει: αμερικανικά βομβαρδιστικά κι ένα υποβρύχιο των ΗΠΑ έπληξαν το Σάββατο, 21 Ιουνίου, με συνολικά 14 διατρητικές υπερβόμβες και δεκάδες πυραύλους Τόμαχοκ τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις σε Φορντό, Νατάνζ και Ισφαχάν.
7 βομβαρδιστικά – 14 βόμβες
Μόλις την περασμένη Πέμπτη, 19 Ιουνίου, ο Τραμπ είχε δώσει στον εαυτό του διορία «δύο εβδομάδων» προκειμένου να αποφασίσει εάν θα προχωρήσει σε ένα τέτοιο πλήγμα ή όχι. Περίπου ένα 48ωρο αργότερα, ωστόσο, αυτό το πλήγμα ήταν πια γεγονός, ένα γεγονός με την κωδική ονομασία «Operation Midnight Hammer».

Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν από την πλευρά του αμερικανικού Πενταγώνου, επτά βομβαρδιστικά B-2 Spirit, που είχαν απογειωθεί από το Μιζούρι των ΗΠΑ, εισήλθαν στον εναέριο χώρο του Ιράν το απόγευμα του Σαββάτου, έπειτα από ένα ταξίδι 18 ωρών με πολλούς ενδιάμεσους εν πτήσει ανεφοδιασμούς. Η αποστολή τους, που ολοκληρώθηκε με επιτυχία, ήταν να πλήξουν με συνολικά 14 βόμβες τύπου GBU-57 Massive Ordnance Penetrators (MOPs) τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις σε Φορντό και Νατάνζ, ενώ την ίδια ώρα ένα υποβρύχιο των ΗΠΑ έστελνε δεκάδες Τόμαχοκ ενάντια στο Ισφαχάν από τη Θάλασσα του Ομάν.
Σε πανηγυρικό τόνο
Ο ίδιος ο Τραμπ ανακοίνωσε τα πλήγματα σε πανηγυρικό τόνο το περασμένο Σάββατο –έχοντας στο πλευρό του τους κυρίους Βανς, Ρούμπιο και Χέγκσεθ–, χωρίς όμως να αποφύγει κάποιες αντιφάσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος μίλησε για μια «θεαματική στρατιωτική επιτυχία» η οποία, όπως υποστήριξε, είχε ως αποτέλεσμα την «ολοσχερή καταστροφή» των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων που επλήγησαν από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά και την «εξάλειψη» της «τρομερής», όπως την χαρακτήρισε, ιρανικής «απειλής». Παράλληλα ωστόσο, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι «ακόμη υπάρχουν πολλοί στόχοι που έχουν απομείνει» εντός του Ιράν και πως, εάν η Τεχεράνη δεν κάνει τώρα βήματα με στόχο την ειρήνευση, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κι άλλες επιθέσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, που θα είναι μάλιστα «ακόμη μεγαλύτερες».

«Ειρήνη ή τραγωδία»
Σύμφωνα με τον Ντ. Τραμπ, οι επιλογές που ανοίγονται τώρα για την Τεχεράνη είναι δύο: είτε «ειρήνη» τώρα, είτε «τραγωδία» στο κοντινό μέλλον. Ο ίδιος μάλιστα άφησε να εννοηθεί ότι είχε πάρει αποφάσεις αναφορικά με την «ιρανική απειλή» εδώ και πολύ καιρό, ενώ παράλληλα υπενθύμισε και την επιχείρηση εξόντωσης του Κασέμ Σολεϊμάνι, διοικητή της Δύναμης Κουντς των Ιρανών Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), ο οποίος είχε πέσει νεκρός από αμερικανικά πυρά στο Ιράκ το 2020.
Από τις κυρώσεις, στους βομβαρδισμούς
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει, επί του πρακτέου, «ανοιχτούς λογαριασμούς» με το Ιράν ήδη από το 2018, από τότε που δηλαδή πήρε την απόφαση να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία JCPOA για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης την οποία είχε υπογράψει η κυβέρνηση Ομπάμα. Εν έτει 2025 πια, η υφήλιος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα αυτούς τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» να περνούν από το πεδίο των αμερικανικών κυρώσεων (υπό το βάρος των οποίων ζει εδώ και χρόνια η Τεχεράνη) σε ένα επόμενο στάδιο εξαπόλυσης συντριπτικών στρατιωτικών πληγμάτων. Κι όλα αυτά μόλις δύο 24ωρα πριν από την επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που ξεκινά στη Χάγη την ερχόμενη Τρίτη, 24 Ιουνίου.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι καλούν όλες τις άμεσα κι έμμεσα εμπλεκόμενες πλευρές σε «αυτοσυγκράτηση», ζητώντας τους να κάνουν «ένα βήμα πίσω» και υπογραμμίζοντας τη σημασία της διπλωματικής οδού, που είναι η μόνη που μπορεί να δώσει διεξόδους.
Διεθνείς αντιδράσεις
Ρωσία και Κίνα, οι δυνάμεις δηλαδή οι οποίες βρίσκονται πιο κοντά στην Τεχεράνη, έσπευσαν να καταδικάσουν, με ανακοινώσεις που έδωσαν χθες στη δημοσιότητα, τις αμερικανικές επιθέσεις κατά στόχων εντός του Ιράν, χωρίς όμως να κινηθούν πέρα από το πεδίο των φραστικών καταγγελιών. Επικριτική ήταν, παράλληλα, και η ανακοίνωση που εξέδωσε η Τουρκία, η οποία όμως επιμένει να στρέφει τα «πυρά» της πιο πολύ στο Ισραήλ του Μπέντζαμιν Νετανιάχου και λιγότερο προς την πλευρά των ΗΠΑ του Ντ. Τραμπ.
Κορυφαία στελέχη της διοίκησης Τραμπ, όπως ο υπουργός Αμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο και ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, επιχείρησαν χθες, Κυριακή, να «ρίξουν τους τόνους», οι μεν Βανς και Ρούμπιο υποστηρίζοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν είναι σε πόλεμο με το Ιράν», ο δε Χέγκσεθ καλώντας την Τεχεράνη «να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Κι αυτό με το βλέμμα στραμμένο σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις σε εξωτερικό και εσωτερικό: στην ίδια την Τεχεράνη από τη μία πλευρά, και στους MAGA απομονωτιστές του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος, από την άλλη, που αποκηρύσσουν ως λανθασμένη την επιλογή εμπλοκής των ΗΠΑ σε έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Η εναλλακτική πρόταση
Επί της ουσίας, η αμερικανική ηγεσία παρουσιάστηκε χθες να απαιτεί την πλήρη «αποπυρηνικοποίηση» του Ιράν, προσφέροντας στο θεοκρατικό ιρανικό καθεστώς ως αντάλλαγμα την πολιτική του επιβίωση. Η κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου μπορεί να είχε νωρίτερα ρίξει στο τραπέζι το ενδεχόμενο ανατροπής της ισλαμικής θεοκρατίας που διατηρεί τα ηνία στο Ιράν μετά το 1979, ωστόσο οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν χθες να προτείνουν κάτι διαφορετικό. «Αυτή η αποστολή δεν είχε και δεν έχει ως στόχο την αλλαγή του (σ.σ.: θεοκρατικού ιρανικού) καθεστώτος», δήλωσε την Κυριακή ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Χέγκσεθ, ο οποίος όμως παραδέχθηκε παράλληλα ότι αυτές οι αμερικανικές επιθέσεις «σχεδιάζονταν επί μήνες» (δηλαδή, εάν αυτό ισχύει, πριν από τις διαπραγματεύσεις που είχαν οι Αμερικανοί υπό τον Στιβ Γουίτκοφ με τους Ιρανούς στο Ομάν αλλά και κατά τη διάρκεια αυτών…).
Πλέον, η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των Ιρανών, αλλά και εκείνων των φιλοϊρανικών δυνάμεων (κυρίως των Χούθι πια, έπειτα από την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ) που θα μπορούσαν να πολεμήσουν στο πλευρό της Τεχεράνης πλήττοντας ισραηλινούς και αμερικανικούς στόχους.
Επιλογές και σενάρια
Από τα όποια ιρανικά αντίποινα πρόκειται να κριθεί η όποια νέα αμερικανική (αντ)απάντηση. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήθελε το θέμα να λήξει εδώ. Εάν όμως οι Ιρανοί πλήξουν αμερικανικούς στόχους, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απαντήσει με νέα πλήγματα κατά του Ιράν.
Η Τεχεράνη θα μπορούσε τώρα, από την πλευρά της:
- να υποβαθμίσει τα πλήγματα που δέχθηκε ως αναποτελεσματικά και έτσι να αποφύγει την ανάγκη αντιποίνων στο ανοιχτό μέτωπο με τις ΗΠΑ (σε μια τέτοια περίπτωση, θα κέρδιζε χρόνο και θα μπορούσε να διαπραγματευτεί τους όρους μιας δυνητικής αποκλιμάκωσης)
- να επιχειρήσει όντως να πλήξει αμερικανικές βάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής,
- να βάλει στο στόχαστρο τις ενεργειακές εγκαταστάσεις χωρών που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως άλλωστε είχε κάνει και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,
- να επιχειρήσει πρακτικά να κλείσει (για πόσες ημέρες όμως;) τα Στενά του Ορμούζ, από όπου περνά μεγάλο μέρος του διά θαλάσσης μεταφερόμενου πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου (σε μια τέτοια περίπτωση ωστόσο, θα έπληττε οικονομικά συμφέροντα όχι μόνο των άλλων αλλά και δικά της, καθώς και εταίρων της, όπως για παράδειγμα της Κίνας)
Εάν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους δεχθούν πλήγματα από το Ιράν ή τους Υεμενίτες Χούθι το επόμενο διάστημα, προφανώς θα κληθούν να απαντήσουν, προσδίδοντας όμως έτσι στην εν εξελίξει ισραηλινοϊρανική σύγκρουση χαρακτηριστικά ευρύτερης περιφερειακής σύρραξης, πράγμα το οποίο ο Τραμπ θα ήθελε να αποφύγει. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εάν η ένταση κλιμακωθεί περαιτέρω, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να δούμε συγκρούσεις ακόμη και στα Στενά του Ορμούζ, ανάλογες με εκείνες που είχαμε δει τα περασμένα χρόνια στην Ερυθρά Θάλασσα.
Μόλις τον περασμένο Μάιο ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει από τον Λευκό Οίκο τη σύναψη μιας συμφωνίας εκεχειρίας μεταξύ ΗΠΑ και Χούθι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ωστόσο, η Μέση Ανατολή γίνεται πια πεδίο νέων πρωτοφανών αναφλέξεων.
Ποιος θα βγει κερδισμένος
Ποιος θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτή τη νέα κρίση; Επειτα από την –εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη– εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, «κερδισμένες» είχαν βγει η Τεχεράνη και η σιιτική επιρροή, που θα αποκτούσε στην πορεία τον δικό της φιλοϊρανικό «άξονα της αντίστασης». Τώρα που το Ιράν του Χαμενεΐ αρχίζει να θυμίζει το Ιράκ του Σαντάμ (σε έναν βαθμό τουλάχιστον και τηρουμένων των αναλογιών), διερωτάται κανείς ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι νέοι κερδισμένοι…