Ευάγγελος Βενιζέλος – Νίκος Αλιβιζάτος: Μια εχθροφιλία που κρατάει 40 χρόνια

Κοινοποίηση

Στις αρχές Φεβρουαρίου, λίγο μετά το πρώτο συλλαλητήριο, ο Νίκος Αλιβιζάτος περπατούσε στον πεζόδρομο της οδού Βαλαωρίτου όπου βρίσκεται το γραφείο του. Μπορούμε να τον φανταστούμε με την κλασική μπεζ καμπαρτίνα του να στέκεται και να συνομιλεί με φίλους που συνάντησε τυχαία. Είναι φανερό ότι τον απασχολεί η επίμονη τοξικότητα που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο με επίκεντρο την υπόθεση των Τεμπών.

Οσμή Δεκεμβριανών

Eχει συνομιλήσει αρκετά με πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται ή διαχειρίζονται πολιτικά αυτή την υπόθεση. Δεν κρύβει ότι το γενικότερο κλίμα τού θυμίζει το 2009, όταν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, που πυροδότησε τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, η επίμονη τοξικότητα εξελίχθηκε σε κρίση εμπιστοσύνης διαρκείας που έπληξε το πολιτικό σύστημα. Κάπως έτσι προχώρησε στις 9 Φεβρουαρίου στη δημοσιοποίηση στην «Κ» μιας πρότασης, που πρώτη φορά είχε διατυπώσει το 2009.

Δύο μήνες μετά, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποδοκιμάζει την υιοθέτηση από την κυβέρνηση της πρότασης Αλιβιζάτου για την παραπομπή του τέως υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου στο πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου χωρίς να παρεμβληθεί η προβλεπόμενη ανακριτική διαδικασία από την προανακριτική επιτροπή της Βουλής.

«Χωρίς ομοφωνία των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να προχωρήσει μόνη της», λέει σε συνομιλητές του ο Αλιβιζάτος για την πρότασή του περί της παραπομπής Τριαντόπουλου.

«Είναι καταστρατήγηση του Συντάγματος». Ο Αλιβιζάτος αντιτείνει ότι πρόκειται για μια ερμηνεία συμβατή με το πνεύμα του Συντάγματος, αλλά και με το γενικότερο «κλίμα», που απαιτεί λογοδοσία των πολιτικών.

Η συγκεκριμένη κόντρα μεταξύ τους δεν είναι η πρώτη. Ο Βενιζέλος είναι ο μόνος συνταγματολόγος που, ως πολιτικός, έχει πλάσει έως ένα βαθμό το αντικείμενο της επιστήμης του, δηλαδή το Σύνταγμα. Ο ομότεχνος Αλιβιζάτος εδώ και σαράντα χρόνια κριτικάρει πολλές από τις απόψεις και αποφάσεις του Βενιζέλου, ενώ επιδοκιμάζει αρκετές άλλες, με αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί ανάμεσά τους μια ανθεκτική «εχθροφιλία».

Η κλήση του Μάνεση

«Νίκο, ψηφίζει ο Αλευράς;». Αυτή ήταν η από τηλεφώνου ερώτηση του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση στον μαθητή του Νίκο Αλιβιζάτο, το 1985, αναφορικά με το εάν ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Αλευράς, που ασκούσε χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μπορούσε να ψηφίσει ως βουλευτής στην ψηφοφορία για την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη. «Αριστόβουλε, θα το μελετήσω και θα σου πω». «Νίκο, δεν ψηφίζει ο Αλευράς», είπε ο Μάνεσης, αυστηρά. Ο Αλιβιζάτος συντάχθηκε με τον Μάνεση, αλλά ο μόλις 28 ετών Βενιζέλος υποστήριξε ότι ο Αλευράς ψηφίζει, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η Βουλή θα έχει 299 βουλευτές και όχι 300. Οι άσπονδοι φίλοι του Βενιζέλου ανέκαθεν ισχυρίζονται ότι αυτό ήταν το «διαβατήριό» του για την πολιτική. Ο Βενιζέλος απαντάει με μία ερώτηση: Αν η θέση του ήταν επιστημονικά λανθασμένη, τότε γιατί σε καμία αναθεώρηση έκτοτε κανείς ποτέ δεν πρότεινε να διατυπωθεί αυτό το ασυμβίβαστο;

Ο Βενιζέλος με τον Αλιβιζάτο συγκρούστηκαν στο θέμα του εμπάργκο στα Σκόπια που επέβαλε η κυβέρνηση το 1994 και υποστήριξε ο Βενιζέλος ως κυβερνητικός εκπρόσωπος, ενώ ο Αλιβιζάτος το κατήγγειλε ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

«Θολή» χαρακτήρισε ο Αλιβιζάτος στο βιβλίο του «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του» (εκδόσεις Πόλις, 2011) τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, στην οποία γενικός εισηγητής ήταν ο Βενιζέλος. Του καταλογίζει ότι διατήρησε τις προβλέψεις προστασίας για τους πολιτικούς (άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών) διότι σε αυτό το θέμα είναι «εκτός κλίματος».

Τον κατηγορεί επιπλέον ότι ενσωμάτωσε στο Σύνταγμα μια υπερβολικά αυστηρή πρόβλεψη για τον βασικό μέτοχο μέσου ενημέρωσης, που όταν αργότερα η Νέα Δημοκρατία επιδίωξε να αποκρυσταλλώσει σε νόμο οδηγήθηκε σε αδιέξοδο μπροστά στο κοινοτικό δίκαιο.

Μια άλλη κατηγορία είναι ότι στην αναθεώρηση του 2001 επιχείρησε ανεπιτυχώς να αποδυναμώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας υπό το πρόσχημα της αποσυμφορήσεώς του, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο Βενιζέλος, δηλαδή, ήθελε λιγότερο ΣτΕ, αλλά δεν τα κατάφερε.

Πάλι το 2001 διαφώνησαν έντονα επειδή ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θα έπρεπε να γίνει με νόμο και όχι με μια απλή απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, μέλος της οποίας ήταν ο Αλιβιζάτος. Ομως, πόσοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα ψήφιζαν τον νόμο υπό τον φόβο της «οργής Θεού»;


Θεωρία και πράξη

Ο Αλιβιζάτος πιστεύει ότι οι συνταγματικές θέσεις του Βενιζέλου επηρεάζονται από το γεγονός ότι είναι πολιτικός. «Ο Βαγγέλης κινείται μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός βιβλίου του». Ο Βενιζέλος απαντάει ότι ακριβώς επειδή είναι πολιτικός έχει την αίσθηση και την εμπειρία της λειτουργίας του πολιτεύματος στην πράξη και κάτω από διαφορετικές συγκυρίες και όχι μόνο μέσα από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης, όπως ο Αλιβιζάτος. Αρα πιστεύει ότι οι απόψεις του είναι διπλά έγκυρες. Είναι θεωρητικά πλήρεις (ποιος αμφισβητεί ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη;) και ταυτόχρονα δοκιμασμένες σε συνθήκες πολιτικού ρεαλισμού επί 40 χρόνια.

Αυτές οι απαντήσεις κάνουν τους επικριτές του να τον παρομοιάζουν με τον σοφιστή Καρνεάδη τον Κυρηναίο, ο οποίος κατατρόμαξε τη Σύγκλητο της Ρώμης όταν το 155 π.Χ. έδωσε δύο διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη· στην πρώτη την εγκωμίαζε και στη δεύτερη την κατέκρινε. Κέρδισε τον θαυμασμό των ακροατών του, αλλά η Σύγκλητος τον απομάκρυνε για να μη διαφθείρει τη ρωμαϊκή νεολαία με το κήρυγμά του για τη σχετικότητα της αλήθειας.

Οι φίλοι του απαντούν υπενθυμίζοντας πως, όταν έσκασε η κρίση, ο πολιτικός δεν οχυρώθηκε ούτε στιγμή πίσω από το ταλέντο του να ανακαλύπτει τη «σχετικότητα της αλήθειας». Εγινε ο βιβλικός Κυρηναίος, που σήκωσε στην πλάτη του τον σταυρό του Ιησού.

«Η πρότασή του είναι λανθασμένη επιστημονικά και πολιτικά», λέει για τον Αλιβιζάτο ο Βενιζέλος. «Δεν θα σχολίαζα ποτέ μια τέτοια πρόταση αν η κυβέρνηση δεν την είχε αποδεχθεί. Απευθύνομαι, λοιπόν, στην κυβέρνηση». 

«Οταν ήρθε η κρίση έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά», παραδέχεται ο Αλιβιζάτος, ο οποίος στις ευρωεκλογές του 2014 συμμετείχε στους «58» της Ελιάς, στο πλευρό του Βενιζέλου. Το 2015 ήταν υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπειτα από πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη και του Ποταμιού που υποστηρίχθηκε από τον Βενιζέλο και το ΠΑΣΟΚ, και έλαβε συνολικά 30 ψήφους. Και όποιος νομίζει ότι δεν μιλιούνται, κάνει λάθος. Η αντιπαράθεση θερμαίνει τις σχέσεις. Ο Αλιβιζάτος δέχεται τις προσκλήσεις του Κύκλου Ιδεών, της δεξαμενής σκέψης του Βενιζέλου, και συμμετέχει στα συνέδρια.

Ο τελευταίος κρίκος

Ολα τα παραπάνω συνθέτουν το κράμα αυτής της ενδιαφέρουσας «εχθροφιλίας», που εμπλουτίστηκε εσχάτως με τη σύγκρουση σχετικά με τη συνταγματικότητα της «σούμπιτο» παραπομπής Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου. Ο Βενιζέλος προειδοποιεί τους συνομιλητές του ότι αν η διαχείριση της περίπτωσης Τριαντόπουλου αναχθεί σε προηγούμενο, τότε ενδέχεται λίαν προσεχώς να γίνουμε μάρτυρες ενός θρίλερ. Προτού περιγράψουμε το θρίλερ, ας δούμε εν τάχει το σκεπτικό του Αλιβιζάτου.

Οι απόψεις του για την ευθύνη υπουργών είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες: Οι υπουργοί διαχρονικά δεν τιμωρούνται για αδικήματα που τυχόν διαπράττουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους επειδή η κυβερνητική πλειοψηφία αποτρέπει την παραπομπή τους. «Το μείζον πρόβλημα είναι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον πολιτικό κόσμο. Γι’ αυτό χρειάζονται θεσμικά αντίβαρα. Πρέπει να εμπιστευθούμε τους δικαστές».

Ποιο μπορεί να είναι το εμβόλιο για την πανδημία της καχυποψίας σχετικά με την ηθική ακεραιότητα των πολιτικών; Μόλις σκάει κατηγορητήριο να παραπέμπονται σχεδόν αυτομάτως σε δικαστές. Η πρόταση άρεσε στους πιεσμένους από το γενικότερο κλίμα συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά όχι στον ίδιο. «Αν αυτό πιστεύετε, τότε δεν έχετε θέση εδώ μέσα», φέρεται να είπε αυστηρά στους πρώτους που τόλμησαν να του την προτείνουν. Ομως, μετά τη λαοθάλασσα της 28ης Φεβρουαρίου επικράτησαν δεύτερες σκέψεις.

Παρ’ όλα αυτά, η υιοθέτηση της πρότασης Αλιβιζάτου από την κυβέρνηση αποδοκιμάστηκε από την αντιπολίτευση ως «συγκάλυψη»! «Χωρίς ομοφωνία των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να προχωρήσει μόνη της», λέει σήμερα στους συνομιλητές του ο Αλιβιζάτος, ο οποίος υπενθυμίζει ότι στην αρχική του πρόταση είχε διατυπώσει την προϋπόθεση της ομοφωνίας. Ο Βενιζέλος διαφωνεί ριζικά. «Δηλαδή, με ομοφωνία η καταστρατήγηση του Συντάγματος είναι Ο.Κ.;».

Τσάι, μνήμη και πάθος

Στο γραφείο του στην Αθήνα, που δεν απέχει ούτε πεντακόσια μέτρα από το γραφείο του Αλιβιζάτου, ο Βενιζέλος πίνει πράσινο τσάι, παραμερίζει τις παλιές κόντρες με τον Αλιβιζάτο για την ψήφο Αλευρά ή για την αναγραφή του θρησκεύματος, και εξηγεί υπομονετικά γιατί αντέδρασε τώρα.

«Δεν αντιδικώ επιστημονικά ή πολιτικά με τον κύριο Αλιβιζάτο. Η πρότασή του είναι λανθασμένη επιστημονικά και πολιτικά. Δεν θα σχολίαζα ποτέ μια τέτοια πρόταση αν η κυβέρνηση δεν την είχε αποδεχθεί. Απευθύνομαι, λοιπόν, στην κυβέρνηση».

Ο Βενιζέλος θέλει να καταστήσει σαφές ότι ψέγει την κυβέρνηση κατά βάση για τρεις λόγους: Πρώτον, πόσο σέβεται το κράτος δικαίου όταν παραπέμπει πολιτικό που τον θεωρεί αθώο; Επιπλέον, αν επικρατήσει αυτή η «πατέντα», τότε οποιαδήποτε πρόταση 30 βουλευτών μπορεί να σύρει τον εκάστοτε πρωθυπουργό ή υπουργό στα δικαστήρια, επιβάλλοντας την ακυβερνησία και την απώλεια κάθε εμπιστοσύνης στο πολίτευμα.

Ναι, αλλά το «κλίμα» επιβάλλει οι πολιτικοί να δικάζονται όπως οι απλοί πολίτες. «Στις ώριμες δημοκρατίες οι πολιτικοί ελέγχονται μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες ανάλογες με τη δική μας. Δεν με ενδιαφέρει το “κλίμα”. Με ενδιαφέρει η Δημοκρατία».

Δεύτερον, η ευθύνη υπουργών είναι ποινική διάταξη του Συντάγματος. Αν δεν τηρείται η συνταγματική πρόβλεψη γραμματοπαγώς, δηλαδή «κατά γράμμα», τότε κάθε κατηγορία εύκολα εκπίπτει στο δικαστήριο. Με άλλα λόγια, μια «πατέντα» μπορεί να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που υποτίθεται ότι σχεδιάστηκε για να αποτρέψει.

Τρίτον, αν υποθέσουμε ότι ένας άμεσα υφιστάμενος του Κώστα Αχ. Καραμανλή κατηγορηθεί για κακούργημα, η Βουλή θα σφυρίζει αδιάφορα ή θα παραπέμψει και τον Καραμανλή στο δικαστικό συμβούλιο για πλημμέλημα, όπως παρέπεμψε τον Τριαντόπουλο; Προφανώς για να δείξει ότι αφουγκράζεται το «κλίμα», θα τον παραπέμψει για κακούργημα. Αν παραπεμφθεί ο Καραμανλής για κακούργημα που επισύρει ποινή ισόβιας κάθειρξης, θα ανέβει τον Γολγοθά αδιαμαρτύρητα ή θα διεκδικήσει την αθώωσή του με το επιχείρημα ότι δεν τηρήθηκε το Σύνταγμα και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών;

Μήπως, λοιπόν, η ενδεχόμενη διαδικασία για τον Καραμανλή θα πρέπει να εξελιχθεί μέσα από μια «κανονική» προανακριτική επιτροπή και όχι μέσω μιας «πατέντας»; Τότε τι νόημα έχει η «πατέντα»; Και μέχρι να εξελιχθούν όλα αυτά, μήπως παρέλθει η προθεσμία παραγραφής που είναι η 3η Οκτωβρίου;

Διλήμματα με μέλλον

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η νέα διαφωνία ανάμεσα στον Βενιζέλο και στον Αλιβιζάτο αφορά το ζήτημα της αναπαρθένευσης της πολιτικής. Ο Αλιβιζάτος πιστεύει ότι είναι εφικτή με μια συνταγματική αναθεώρηση που θα θέτει ευκολότερα τους πολιτικούς ενώπιον των δικαστών, ενώ ο Βενιζέλος εκτιμά πως μια τέτοια εξέλιξη θα μεταβάλει την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτική σε κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στη Δημοκρατία. Ποιος έχει δίκιο; Σίγουρα το μέλλον μάς επιφυλάσσει πολλές ακόμη διαφωνίες ως το απαραίτητο κρεσέντο αυτής της ιστορικής «εχθροφιλίας».

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Κοζάνη: Στον εισαγγελέα ο οδηγός του φορτηγού

Στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Κοζάνης οδηγήθηκε λίγο μετά τις 6 το απόγευμα ο 38χρονος οδηγός του φορτηγού, με καταγωγή από την Ουκρανία, που ενεπλάκη στο...

Tελευταία Nέα