Φόρτωση Text-to-Speech…
Την άνοιξη του 1997 και ενώ η Αλβανία είχε βυθιστεί στο χάος της ένοπλης εξέγερσης των θυμάτων των πυραμίδων, μια αυτοκινητοπομπή της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στα Τίρανα ξεκινούσε από με προορισμό την Ελλάδα.
Δεν ακολούθησε την συνήθη διαδρομή προς το Αργυρόκαστρο για να περάσει τα σύνορα από την Κακαβιά. Επέλεξε να κινηθεί βορειοανατολικά μέσω Κορυτσάς για να μπει από την Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας.
Ο νότιος διάδρομος ελεγχόταν από ένοπλες συμμορίες εξεγερμένων Αλβανών και στο προπορευόμενο αυτοκίνητο με την ελληνική σημαία στο φτερό του καπό, επέβαινε, συνοδεία στελέχους της πρεσβείας, μια σημαντική προσωπικότητα που πολλοί μέσα στην αναμπουμπούλα θα ήθελαν να βγάλουν από τη μέση και για τον λόγο αυτό έπρεπε να φυγαδευτεί.
Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας Φατός Νάνο ο μεταρρυθμιστής ηγέτης που στις αρχές της δεκαετίας του 90 έβαλε την Αλβανία στις ράγες της μετάβασης από τον σκληρό κομμουνισμό του Χότζα στην φιλελεύθερη Δημοκρατία. Και σε ο,τι μας αφορά, μακράν ο πιο φιλέλληνας και λιγότερο συμπλεγματικός πρωθυπουργός της Αλβανίας.
Με το ξέσπασμα της εξέγερσης τον Μάρτιο του 1997, ο Νάνο βρισκόταν φυλακισμένος στο Τεπελένι, εκτίοντας ποινή δώδεκα χρόνων που του είχε επιβληθεί, σε μια δίωξη που διεθνώς χαρακτηρίστηκε τότε ως πολιτική αντεκδίκηση του Σαλί Μπερίσα.
Όταν το σύστημα κατέρρευσε οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και οι κρατούμενοι δραπέτευσαν, ο Νάνο αρνήθηκε να φύγει, όπως θα μπορούσε, προτιμώντας την «νόμιμη αποφυλάκιση». Υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα και προκείμενου να εκτονωθεί η ένταση και να μην οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο, ο Μπερίσα αναγκάστηκε να του δώσει χάρη. Ούτε όμως και στο σπίτι του στα Τίρανα κρίθηκε από τους συντρόφους του ότι ήταν ασφαλής και έτσι αποφασίστηκε η φυγάδευσή του. Με εντολή του Κώστα Σημίτη, τότε πρωθυπουργού, ο ΥΠΕΞ Θόδωρος Πάγκαλος κινητοποίησε την ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα που ανέλαβε την επιχείρηση φυγάδευσης του.
Το διπλωματικό κονβόι πλαισιωμένο από ένοπλα μέλη του Αλβανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος διέσχισε τρέχοντας δαιμονισμένα, το ορεινό ανάγλυφο του Ελβασαν και του Πόγραδετς, και χωρίς απρόοπτα έφτασε στα ελληνοαλβανικά σύνορα στην Κρυσταλλοπηγή.
Στο Πισοδέρι Φλώρινας, «παρέδωσε» τον υψηλό «δραπέτη» στον επικεφαλής της υπηρεσίας πολιτικών υποθέσεων του ΥΠΕΞ, του Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Ο Φατός Νάνο ήταν πλέον ασφαλής.
Ενόσω βρισκόταν φυλακισμένος στο Τεπελένι, ο σοσιαλιστής ηγέτης παραχώρησε, (19 Μαϊου του 1996), στον υπογράφοντα, για την “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, με περιπετειώδη τρόπο, αποκλειστική συνέντευξη με τη μέθοδο των γραπτών ερωτήσεων και απαντήσεων.
Ο τότε βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος ομογενής Αναστάς Αντζέλι, στενός φίλος του, ανέλαβε να μπάσει στην φυλακή κρυφά τις ερωτήσεις και να βγάλει τα χειρόγραφα με τις απαντήσεις.

Δεν ήταν εύκολο καθώς οι μυστικές υπηρεσίας του Μπερίσα παρακολουθούσαν τους πάντες και τα πάντα.
Έτσι, όταν παρέλαβε τα χειρόγραφα με τις απαντήσεις του Νάνο, αντί να τα κρατήσει τα πήγε κατευθείαν σε προσυμφωνημένο, ασφαλές μέρος. Το ίδιο βράδυ έγινε από την μυστική αστυνομία έφοδος στο γραφείo του, αλλά τα χειρόγραφα δεν ήταν εκεί. Η συνέντευξη αναμεταδόθηκε από τα μη ελεγχόμενα από των Μπερίσα ΜΜΕ στην Αλβανία αλλά και τα διεθνή δίκτυα.
«Εγώ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχουμε καταγγείλει τον πολιτικό χαρακτήρα της φυλάκισής μου, από τον Σεπτέμβριο του 1993. Αυτό, τελευταία, αναγνωρίστηκε επισήμως και από την Διεθνή Αμνηστία, ανακηρύσσοντας με φυλακισμένο για τις ιδέες μου. Συνεχίζω να είμαι στις φυλακές του Μπερίσσα επι χίλιες μέρες γιατί κατήγγειλα δημοσίως και αντιπάλεψα με δημοκρατικά μέσα τα αρνητικά πολιτικά φαινόμενα που μας κληροδότησε η ιστορία. Εναντίον της κομμουνιστικής δικτατορίας και του σταλινισμού του Μπερίσα. Κρατουμαι πολιτικός όμηρος για την «ρεάλ πολιτικ» που ακολούθησα και τη απήχηση που είχε στην πλειοψηφία των αλβανών», μας είχε πει (είχε γράψει) μεταξύ άλλων τότε.
Την περασμένη εβδομάδα ο Νάνο έφυγε από τη ζωή ολοκληρώνοντας μια μυθιστορηματική πολιτική διαδρομή και ταραχώδη στο προσωπικό επίπεδο.
Άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην μετα-κομουνιστική Αλβανία ως ο ηγέτης που έθεσε τις βάσεις, μέσω δύσκολων μεταρρυθμίσεων, για την μετάβαση της χώρας από τον σκληρό κομμουνισμό του Χότζα στην φιλελεύθερη δημοκρατία και μετέτρεψε το αρτηριοσκληρωτικό Κόμμα Εργασίας του Χότζα, σε σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό.
Και στα καθ ημάς, επί διακυβερνήσεων του, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις γνώρισαν άνθηση.
Ο Φατός Νάνο θα καταγραφεί στην ιστορία των διμερών σχέσεων ως ο πιο φιλέλληνας και μη συμπλεγματικός απέναντι στην Ελλάδα πρωθυπουργός.
Ως διορατικός πολιτικός δεν μπήκε στον πειρασμό να ταΐσει με ανθελληνισμό την παραδοσιακά καχύποπτη αλβανική κοινή γνώμη, που διακατεχόμενη από το σύνδρομο της εχθρικής περικύκλωσης, έβλεπε στην Ελλάδα τον κακό από το νότο-από βορρά ήταν η Σερβία- γείτονα ο οποίος διαχρονικά απεργάζεται τον ακρωτηριασμό της χώρας. Απέφυγε να εμπορευθεί θεωρίες του είδους για να αποκομίσει εκλογικά οφέλη.
Το δόγμα Νάνο στις εξωτερικές σχέσεις είχε αναδείξει την Ελλάδα και την Ιταλία σε στρατηγικούς εταίρους και επί των ημερών του χτίστηκε ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, προς όφελος και των δυο πλευρών και ως εκ τούτου και της ελληνικής μειονότητας.
Στις δύσκολες μέρες τις αυτοεξορίας ο Νάνο στην Αθήνα προετοίμαζε την επιστροφή του μέσω των βουλευτικών εκλογών που κατ απαίτηση της διεθνούς κοινότητας είχαν προκηρυχθεί για τις 29 Ιουνίου και τις οποίες θα κερδίσει άνετα.
Παραμονές της ψηφοφορίας κάλεσε σε προεκλογική συγκέντρωση στην πλατεία Κάνιγγος τους Αλβανούς μετανάστες στην Αθήνα.
Η ανταπόκριση υπήρξε εντυπωσιακή. Οι Αλβανοί, παράνομοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία τότε, βγήκαν εκείνο το βράδυ από τα “λαγούμια”, τις αποθήκες και τα υπόγεια, που ήταν αναγκασμένοι να κρύβονται γιατί δεν είχαν χαρτιά και γέμισαν ασφυκτικά την πλατεία.
Σ’ εκείνη την συγκέντρωση ο Νάνο αναφέρθηκε και στους ομογενείς μας στην Αλβανία, που είχαν καταφύγει στην Ελλάδας, καλώντας τους να επιστρέψουν πίσω στις “πατρογονικές εστίες τους”, όπου, όπως είπε, “είναι η θέση τους”.
Οι εθνικιστικές φωνές πίσω στην πατρίδα του, μαζί και ο Σαλί Μπερίσα, στο άκουσμα περι “πατρογονικών εστιών” για τους Έλληνες της μειονότητας “ανέβηκαν στα κεραμίδια” κατηγορώντας τον ότι έχει ταυτιστεί με ανομολόγητες επιδιώξεις της Αθήνας, εναντίον της Αλβανίας.
Αυτο καθόλου δεν τον εμπόδισε να κερδίσει τις εκλογές και τότε σοφά ποιών δεν έπεσε στην παγίδα της εκδίκησης, που θα οδηγούσε σε περαιτέρω εντάσεις αποφεύγοντας να δρομολογήσει διώξεις εναντίον του Μπερίσα. Όμως, μεταξύ των δυο αντρών είχε ήδη γεννηθεί βεντέτα.
Ο Μπερίσα, που θεωρούσε ότι οι σοσιαλιστές του Νάνο βοηθούμενοι και από την Ελλάδα, υποκίνησαν την εναντίον του “εξέγερση των πυραμίδων” περίμενε την ευκαιρία να εκδικηθεί και αυτή του δόθηκε έναν χρόνο μετά.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1998, σε μικρή απόσταση από τα γραφεία του «Δημοκρατικού Κόμματος», στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, δολοφονήθηκε ο στενός συνεργάτης του και ηγετικό στέλεχος του κόμματος, Ατζέμ Χαϊντάρι, πρόσωπο αμφιλεγόμενο και μπλεγμένο, όπως λεγόταν, σε εμπόριο όπλων και πολλές άλλες βρόμικες δουλειές.
Ο Μπερίσα κατηγόρησε ως ηθικό και φυσικό αυτουργό την κυβέρνηση των σοσιαλιστών και την αστυνομία της και η κηδεία του Χαϊντάρι, εξελίχθηκε σε ένοπλη εξέγερση.
Φανατικοί οπαδοί του Μπερίσα που είχαν κατέβει από την πατρίδα του Τροπόγια στον αλβανικό βορρά οπλισμένοι, μετά τους πύρινους λόγους του ηγέτη τους κατέλαβαν εξ εφόδου την κρατική τηλεόραση, απ’ όπου καλούσαν τον πληθυσμό να πάρει τα όπλα.
Στη συνέχεια, ενισχυμένοι με δυο άρματα μάχης που άρπαξαν από κάποιο κοντινό στρατόπεδο κατευθύνθηκαν προς το κυβερνητικό μέγαρο, το οποίο κανονιοβόλησαν, το κατέλαβαν και το πυρπόλησαν.
Ο πρωθυπουργός Νάνο φυγαδεύτηκε από την προσωπική του φρουρά μέσω υπόγειας μυστικής στοάς από την εποχή του Χότζ και κατέφυγε στα Σκόπια.
«Έφυγα γιατί είχαν αποφασίσει να με σκοτώσουν» θα δηλώσει αργότερα (BBC).
Από την εισαγγελία Τιράνων ασκήθηκε δίωξη με βαριές κατηγορίες εναντίον του Μπερίσα, ως υπαίτιου και πρωταγωνιστή της εξέγερσης του Σεπτεμβρίου, που, όμως, δεν προχώρησε με παρέμβαση Νάνο για να μην οξυνθούν και πάλι τα πράγματα.
Κατόπιν αυτού ο Νάνο παραιτήθηκε από πρωθυπουργός αλλά παρέμενε ρυθμιστής της κατάστασης στο κυβερνών κόμμα, και μετά τις εκλογές του 2002 έγινε και πάλι πρωθυπουργός, μέχρι το 2005.
Σε μια στρατηγικής σημασίας επιλογή, τον Μάρτιο του 1998, μερικούς μήνες αφότου επανεξελέγη πρωθυπουργός και προσπαθούσε να επαναφέρει την τάξη στη χώρα, ο Νάνο θέλησε να διαπραγματευτεί με την Ελλάδα την “ανακατασκευή” της στρατηγικής σημασίας ναυτική βάση του Πασά Λιμάνι στην Αυλώνα, που είχε λεηλατηθεί και καταστραφεί από τους εξεγερμένους.
Την οποία, ωστόσο, διεκδικούσαν και οι Τούρκοι για να την χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο του πολεμικού τους στόλου προς επιτήρηση της ναυσιπλοΐας στην Αδριατική και την κεντρική Μεσόγειο. Και τελικά την πήραν.
Σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε αργότερα ο τότε στρατιωτικός ακόλουθος της Αλβανίας στην Άγκυρα, Χαΐρο Λίμαϊ, η συμφωνία είχε σκοτεινές προεκτάσεις, χρήμα, πολιτικές περιπέτειες και ελληνική πτυχή.
Η αλβανική κυβέρνηση φέρεται να την διαπραγματεύτηκε αρχικά με την Ελλάδα, αλλά οι Τούρκοι έδωσαν γερό μπαξίσι κάτω από το τραπέζι και την πήραν, ενώ ο πρωτεργάτης της όλης ιστορίας, υπουργός Άμυνας Ζ.Μ. έχασε την υπουργική καρέκλα.
Την περίοδο των ταραχών του 1997 ο Μ. ήταν ένα από τα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος που διατηρούσε στενές συντροφικές σχέσεις με υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στη Ελλάδα και στην κυβέρνηση Νάνο που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου, κατέλαβε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Άμυνας.
Μέσω των διασυνδέσεων με υπουργούς της κυβέρνησης Σημίτη επιδίωξε, προφανώς κατόπιν εντολής του Νάνο, τη διαπραγμάτευση πακέτου συμφωνιών με την Αθήνα που μεταξύ άλλων προέβλεπαν την ανάληψη από την Ελλάδα της ανακατασκευής της βάσης του Πασά Λιμάνι, την κατασκευή πετρελαιοαποθηκών στο Δυρράχιο και την Αυλώνα, την κατασκευή οδικών αξόνων κ.ά.
Σ’ αυτό το πακέτο σημαντική θέση κατείχε η παροχή από ελληνικής πλευράς οικονομικής βοήθειας ύψους δέκα δισεκατομμυρίων δραχμών προς ενίσχυση και ανασυγκρότηση του αλβανικού στρατού, ενώ στο άτυπο μέρος της η ελληνική πλευρά θα επωφελείτο με τη δημιουργία τριών στρατιωτικών νεκροταφείων για την εναπόθεση των οστών των Ελλήνων πεσόντων του έπους του ’40, και την ανέγερση ενός στρατιωτικού νοσοκομείου στο Αργυρόκαστρο. Οι Τούρκοι όμως είχαν κινηθεί νωρίτερα και ανατολίτικα.
Στις 9 Μαΐου 1997-ο Νανο δεν είχε γίνει ακόμα πρωθυπουργός- και ενώ η Αλβανία φλεγόταν, ο τότε Υπουργός Άμυνας της Τουρκίας επισκέφτηκε τα Τίρανα και στις 12 Σεπτεμβρίου θα επαναλάμβανε την επίσκεψη, αυτή τη φορά με κυβέρνηση Νάνο.
Στις 26 Δεκεμβρίου ο Αλβανός ομόλογός του, ο θα ανταποδώσει την επίσκεψη, ταξιδεύοντας στην Άγκυρα.
Προφανώς δεν επρόκειτο για μια απλή κινητικότητα στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων των δυο χωρών και αυτό φάνηκε σύντομα.
Κατά τον τότε στρατιωτικό ακόλουθο της Αλβανίας στην Άγκυρα, στις επίσημες συνομιλίες με την τουρκική πλευρά ο Μ., εντελώς απρόοπτα και εκτός του συμφωνημένου πρωτοκόλλου, έθεσε στο τραπέζι των συνομιλιών αίτημα ανασυγκρότησης από τους Τούρκους της βάσης του Πασά Λίμανι.
Αιφνιδιασμένος ο στρατιωτικός ακόλουθος από την τροπή που έδωσε στις συνομιλίες ο υπουργός του, θα αναφέρει αργότερα: «Σε εμπιστευτική συζήτηση ο υπουργός μου είπε: “Εμείς δεν μπορούμε να δεχτούμε το στρατιωτικό λιμάνι των Αγίων Σαράντα ή το Πασά Λιμάνι να το δώσουμε για ανασυγκρότηση σε μια γείτονα χώρα και για μακρό χρονικό διάστημα, όπως επιθυμεί η Ελλάδα. Την απάντηση σε εκείνους την έχουμε δώσει και τους έχουμε υποδείξει το Δυρράχιο ή το Λιμάνι του Αη Γιάννη βορειότερα, αλλά εκείνοι επιμένουν για στρατιωτικές βάσεις κοντά στα σύνορά τους. Αν τέτοιες βάσεις τις δώσουμε σε αυτούς, τότε για ποιον τις θέλουμε και εναντίον τίνος θα τις χρησιμοποιήσουμε σε περίπτωση στρατιωτικής σύρραξης στο νότο…;».
Το βαθύ κράτος με τις μόνιμες φοβίες του περί ελληνικής διείσδυσης είχε κάνει την δουλειά του, φέρνοντας τον Νάνο ενώπιον τετελεσμένου γεγονότος.
Αργότερα, όπως γράφτηκε στον αλβανικό τύπο, ο Μ. διέρρευσε «εμπιστευτικά» σε πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους της πατρίδας του ότι για το Πασά Λιμάνι οι Τούρκοι έδωσαν τρεις φορές περισσότερα χρήματα από όσα έδιναν οι Έλληνες.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, το Μάρτιο του 1998, ο Νάνο καρατόμησε τον Μ. από υπουργό και κατά τον Λίμαϊ, η αποπομπή του δεν ήταν άσχετη με την υπόθεση του Πασά Λιμάνι.
Μάλιστα ο Νάνο φέρεται να δήλωσε σχετικά με την αποπομπή ότι «το κόκαλο παραήταν μεγάλο για να το γλύψει ένας υπουργός…», φωτογραφίζοντας τον λόγο καρατόμησης του υπουργού του.
Ανεξαρτήτως του τι έγινε με την βάση της Αυλώνας, οι σχέσεις Αθήνας και Τιράνων επί πρωθυπουργία Νάνο εξελίχθηκαν σε εύκρατο κλίμα.
Ο Σημίτης επισκέφθηκε την Αλβανία δυο φορές, και άλλες τόσες ο Νάνο την Ελλάδα. Στην μία εξ αυτών συμμετείχε στην διαβαλκανική διάσκεψη ηγετών στην Κρήτη τον Οκτώβριο του 1997. Εκεί με πρωτοβουλία του Σημίτη, συναντήθηκε με τον μεγάλο “εχθρό” του έθνους Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Η συνάντηση έγινε σε ξενοδοχείο της Αγίας Πελαγίας όπου σύμφωνα με διπλωμάτη που ενεπλάκη στην όλη προετοιμασία της «ο Σημίτης τους πήρε και τους δυο από το χέρι, μπήκαν στην αίθουσα όπου αφού έκανε έναν πρόλογο αποχώρησε και τους άφησε μόνους, παρέα με ένα μπουκάλι τσικουδιά, το οποίο όταν βγήκαν βρέθηκε άδειο».
Μολονότι δεν συμφωνήθηκε τίποτα, πίσω στην πατρίδα του ξέσπασε θύελλα με κραυγές περί «προδοσίας» και κατηγορίες ότι “αγκάλιασε τον εχθρό”, “πούλησε το Κόσσοβο” που τότε προετοιμαζόταν για εξέγερση κ.α. Πίσω από την συνάντηση υπήρχε, κατά τους επικριτές του στην Αλβανία ο πανταχού παρών «ελληνικός δάκτυλος».
Οι σχέσεις του Φατός Νάνος με την Ελλάδα ξεπερνούσαν κατά πολύ το πολιτικό και διπλωματικό πεδίο.
Ακόμα και όταν ήταν πρωθυπουργός συχνά πυκνά «δραπέτευε» από τα Τίρανα και κατέφευγε, περνώντας κάτω από τα «επίσημα ραντάρ», στην Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζαν σε ιδιωτικό κολέγιο τα δυο παιδιά του.
Οι επισκέψεις στα βλαστάρια του συνδυάζονταν με διασκέδαση σε νυχτερινά κέντρα-φανατικός θαυμαστής της αοιδού Πέγκης Ζήνα- και ταβέρνες, κάποιες φορές μέχρι πρωίας.
Σε κάποια από αυτές τις μποέμικες περιπλανήσεις «κρεμάστηκε η καρδιά του» στο ξόβεργο μιας όμορφης ελληνίδας, της Τζοάνας, την οποία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, στον ορθόδοξο ναό των Τιράνων, καθότι χριστιανός ορθόδοξος και ο ίδιος- χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από την πολιτική και ζούσε, με κλονισμένη την υγεία του, μεταξύ Βιέννης και Τιράνων, με την προσδοκία ότι κάποια στιγμή η πολιτική ελίτ θα τον καλέσει στο πόστο του προέδρου της Δημοκρατίας, επιθυμία(του) που δεν εκπληρώθηκε ποτέ.
Στην νεκρώσιμη ακολουθία στον ορθόδοξο χριστιανικό καθεδρικό ναό των Τιράνων τους «ξύλινους» αποχαιρετιστήριους λόγους πολιτικών φίλων και εχθρών, επισκίασε το ύστατο χαίρε της Ελληνίδας συζύγου του.
«Εδώ, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, εγώ, ένα νεαρό κορίτσι, ερωτεύτηκα τον Φατός. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά τώρα ξέρω. Είχα ερωτευτεί, όχι μόνο τον Φατός ως άνθρωπο, αλλά είχα ερωτευτεί και το όραμα μιας διαφορετικής Αλβανίας, μιας Αλβανίας που έπρεπε να απομακρυνθεί από τη βαρβαρότητα, την εκδίκηση και να χαράξει μια διαφορετική πορεία, μια σύγχρονη πολιτική και ευρωπαϊκή. Αυτά θα τα έβρισκα στον Φατός. Περπάτησε μέσα στη λάσπη της πολιτικής χωρίς να λερωθεί από αυτήν. Είχε μεγάλη καρδιά, πρόθυμη να συγχωρήσει, να καταλάβει. Η εκδίκηση ήταν ξένη προς αυτόν ιδιότητα. Το απέδειξε αυτό όταν ηγήθηκε της χώρας μετά την άδικη φυλάκιση, όταν η Αλβανία βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Ήταν άμεσος, μερικές φορές πεισματάρης, αλλά ειλικρινής με τον εαυτό του και τους άλλους. Αγαπούσε αυτή τη χώρα με όλη του την καρδιά», είπε.

