Υπάρχει πάντα ένα δεύτερο επίπεδο μέσα μας. Κάτω από όσα λέμε, κάτω από τις σωστές απαντήσεις και τις κοινωνικά αποδεκτές αντιδράσεις. Εκεί ζουν σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Τις κρατήσαμε μέσα μας από φόβο, από ντροπή, από ανάγκη να ανήκουμε. Κι έτσι μάθαμε να σωπαίνουμε.
1. «Δεν είμαι αρκετός/ή»
Αυτός ο ψίθυρος υπάρχει σε πολλούς ανθρώπους, ακόμα και στους πιο λειτουργικούς ή επιτυχημένους. Πίσω του κρύβεται το λεγόμενο “σύνδρομο του απατεώνα” (impostor syndrome), μια εσωτερική πεποίθηση ότι η αξία μας είναι εύθραυστη, τυχαία ή μη πραγματική. Δεν το λέμε γιατί αν το παραδεχτούμε, φοβόμαστε πως οι άλλοι θα δουν αυτό που προσπαθούμε να κρύψουμε — την ανασφάλεια. Και συχνά, δεν ξέρουμε ούτε εμείς από πού ξεκινά. Ζούμε μια ζωή προσπαθώντας να αποδείξουμε ότι αξίζουμε, ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται. Το πρόβλημα δεν είναι η αμφιβολία, αλλά το ότι την κρατάμε για πάντα κρυφή.
Advertisment
2. «Ζηλεύω»
Η ζήλια είναι ένα από τα πιο φυσικά συναισθήματα, αλλά και από τα πιο στιγματισμένα. Όταν ζηλεύουμε, κάτι μέσα μας λέει: «Αυτό το θέλω κι εγώ». Αντί να το εκφράσουμε, όμως, νιώθουμε ντροπή. Έτσι η ζήλια μεταμφιέζεται σε ειρωνεία, σε αποστασιοποίηση, σε υποτίμηση του άλλου. Στην ψυχοδυναμική ορολογία, αυτό λέγεται “άρνηση της επιθυμίας” — όταν δεν αντέχουμε αυτό που μας λείπει, το ακυρώνουμε. Η ζήλια, αν αναγνωριστεί, μπορεί να γίνει πηγή κατανόησης του εαυτού. Αλλά όσο παραμένει κρυφή, γίνεται τοξική και για εμάς και για τους άλλους.
3. «Παριστάνω ότι νοιάζομαι»
Συχνά παγιδευόμαστε σε σχέσεις, υποχρεώσεις ή ρόλους όπου η συναισθηματική εμπλοκή γίνεται προσποίηση. Κρατάμε προσχήματα, λέμε τα “σωστά”, κάνουμε τα αναμενόμενα, αλλά μέσα μας νιώθουμε απόσταση. Το να το παραδεχτεί κανείς αυτό, ισοδυναμεί με εσωτερική ρήξη. Κι όμως, είναι συχνό σύμπτωμα συναισθηματικής εξάντλησης (emotional burnout). Η συναισθηματική αυθεντικότητα απαιτεί εσωτερικό χώρο και αλήθεια. Χωρίς αυτά, καταλήγουμε να δίνουμε από άδειο ποτήρι, μόνο από συνήθεια.
4. «Χρειάζομαι μια αγκαλιά»
Η σωματική και συναισθηματική εγγύτητα είναι βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Από την παιδική ηλικία όμως, μαθαίνουμε να τις καταστέλλουμε για να μην φαινόμαστε “αδύναμοι” ή “εξαρτώμενοι”. Έτσι, αντί να ζητήσουμε μια απλή κίνηση φροντίδας, αποσυρόμαστε. Η ανάγκη παραμένει, αλλά πνίγεται. Στη βάση της υπάρχει ο φόβος απόρριψης: «Κι αν ζητήσω και δεν μου δοθεί;». Ορισμένες φορές, αυτό το ανείπωτο αίτημα για επαφή γίνεται θυμός, απογοήτευση ή απομάκρυνση, ενώ στην ουσία είναι ένα σιωπηλό «μείνε».
Advertisment
5. «Βαριέμαι τη ζωή μου»
Η πλήξη, η εσωτερική κόπωση, η αίσθηση στασιμότητας – όλα αυτά συχνά σιωπούνται, γιατί έρχονται σε αντίθεση με την προσδοκία ευγνωμοσύνης. Αν έχεις δουλειά, σπίτι, οικογένεια, γιατί να νιώθεις άδειος; Όμως, το νόημα δεν εξαντλείται στις εξωτερικές συνθήκες. Η υπαρξιακή ανία δεν είναι αγνωμοσύνη· είναι ένδειξη αποσύνδεσης από αυτό που μας τρέφει εσωτερικά. Είναι το κενό ανάμεσα στο «πρέπει» και στο «θέλω». Όταν αυτό το κενό διαρκεί πολύ, αρχίζει να μοιάζει με κατάθλιψη.
6. «Δεν σε συγχώρησα ποτέ»
Η συγχώρεση παρουσιάζεται συχνά ως καθήκον. Μαθαίνουμε να λέμε ότι “πέρασε κι αυτό”, ενώ το έχουμε απλώς θάψει. Φοβόμαστε ότι η αλήθεια θα ανατρέψει ισορροπίες ή θα μας ξαναβάλει σε πόνο. Όμως το τραύμα δεν εξαφανίζεται με σιωπή. Η ψυχή θυμάται κι αυτά που δεν ειπώθηκαν. Και κάποτε, αυτά επιστρέφουν. Η πραγματική συγχώρεση είναι να αναγνωρίσεις το τραύμα και να αποφασίσεις τι θα το κάνεις. Χωρίς αυτή τη διεργασία, η σιωπή γίνεται παγίδα.
7. «Θέλω να φύγω μακριά απ’ όλα»
Η ανάγκη διαφυγής συχνά είναι κραυγή για αλλαγή, για ελευθερία, για αέρα. Δεν το λέμε γιατί φοβόμαστε ότι θα φανεί εγωιστικό ή δραματικό. Και γιατί αν το πούμε, μπορεί να πρέπει να το κάνουμε. Η ψυχολογία μιλά εδώ για την ασυνείδητη σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για ασφάλεια και της ανάγκης για αυτονομία. Μερικές φορές, δεν θέλουμε να φύγουμε από τη ζωή μας· θέλουμε να φύγουμε από τον ρόλο που παίζουμε μέσα σε αυτήν.
8. «Φοβάμαι ότι δεν θα αγαπηθώ όπως είμαι»
Αυτή η σκέψη φωλιάζει πίσω από πολλές υπερπροσπάθειες. Ντύνεται με τελειομανία, υπερβολική προσαρμογή, υποχωρητικότητα. Δεν το λέμε γιατί το να μην αξίζεις αγάπη — ή να το φοβάσαι — είναι σχεδόν ανείπωτο. Δυστυχώς, πολλές από τις σχέσεις μας βασίζονται σε μια σιωπηλή διαπραγμάτευση: «Θα είμαι όπως με θες, αρκεί να μείνεις.» Το τίμημα είναι η διάβρωση της αυθεντικότητας. Και τελικά, δεν αγαπιέται ο αληθινός εαυτός, αλλά η εικόνα του.
9. «Δεν αντέχω άλλο να είμαι αυτός που περιμένουν»
Οι ρόλοι είναι ασφάλεια — αλλά και φυλακή. Όταν κάποιος μάθει να είναι το “καλό παιδί”, ο “δυνατός”, η “ήρεμη δύναμη”, δύσκολα αντέχει να εκτροχιαστεί. Κι όμως, μέσα του φωνάζει. Έχει ταυτιστεί με αυτόν τον ρόλο· είναι η ταυτότητά του. Η αλλαγή μοιάζει με απώλεια. Αλλά στην πραγματικότητα είναι η αρχή του εαυτού. Η ψυχή δεν αντέχει να παίζει ρόλο για πάντα. Κάποια στιγμή, χρειάζεται να μιλήσει με τη δική της φωνή.
10. «Θέλω να μείνω λίγο μόνος/η»
Η ανάγκη για χώρο παρεξηγείται. Ταυτίζεται με την απόρριψη, ενώ πρόκειται για ανάκτηση. Θέλουμε απόσταση για να ακούσουμε τη φωνή μας, αλλά φοβόμαστε πως οι άλλοι θα νομίσουν ότι απομακρυνόμαστε. Δεν το λέμε γιατί δεν έχουμε λέξεις για αυτό το ενδιάμεσο: αγάπη με όρια. Οικειότητα χωρίς κατάργηση του εαυτού. Όμως η ψυχολογική ωριμότητα επιτρέπει και το “μαζί” και το “μόνος”.
Δεν λέμε αυτά τα πράγματα ενώ τα σκεφτόμαστε, επειδή φοβόμαστε τις συνέπειες της αλήθειας. Δεν χρειάζεται όμως να πούμε τα πάντα σε όλους. Αλλά χρειάζεται κάποια στιγμή, να τολμήσουμε να τα πούμε κάπου. Όσα κρατήσαμε μέσα μας από φόβο, μπορεί να είναι ακριβώς αυτά που, αν ειπωθούν, θα μας φέρουν πιο κοντά στους άλλους και τελικά και στον εαυτό μας.
«Δεν λέμε την αλήθεια, γιατί μάθαμε ότι η αλήθεια δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Μόνο που έτσι χάσαμε τον εαυτό μας.» — Rollo May
Πηγές
- Pennebaker, J. W. (1997). Opening Up: The Healing Power of Expressing Emotions
- Rogers, C. R. (1961). On Becoming a Person
- Brown, B. (2012). Daring Greatly
- Yalom, I. D. (2001). Love’s Executioner and Other Tales of Psychotherapy

