Γιατί χρειαζόμαστε το εθνικό απολυτήριο;

Κοινοποίηση

Γνωρίζετε ότι το ελληνικό απολυτήριο λυκείου δεν γίνεται αποδεκτό από χώρες όπως η Γερμανία; Ή ότι σημαντικά ξένα πανεπιστήμια δεν το αναγνωρίζουν ως αξιόπιστο πιστοποιητικό γνώσεων και δεξιοτήτων των παιδιών μας; Αν αναρωτιέστε γιατί, μια απάντηση μπορεί να είναι ότι το «άριστα», που κατά κόρον αναγράφεται στα απολυτήρια λυκείου (ένας στους τέσσερις αποφοίτους αποφοιτά με άριστα), μετατρέπεται σε βαθμούς κάτω ή πέριξ της βάσης του 10 στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Καθιστώντας έτσι το απολυτήριο ένα χαρτί χωρίς αξία.

Είναι κοινό μυστικό, επίσης, ότι πολλοί μαθητές εξαντλούν τις απουσίες τους, εγκαταλείποντας ουσιαστικά το λύκειο στις τελευταίες τάξεις του. Πολύ απλά διότι αφιερώνουν όλες τους τις δυνάμεις στα ιδιαίτερα και στα φροντιστήρια. Οπως και ότι πολλές ελληνικές οικογένειες «αιμορραγούν» οικονομικά για να προσφέρουν στα παιδιά τους το καλύτερο που μπορούν ως πρόσθετη ενισχυτική διδασκαλία σε ένα αδύναμο λύκειο.

Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι ότι σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη ανταγωνίζεται πλέον ευθέως την ανθρώπινη και η ανάγκη για γενική παιδεία και κριτική σκέψη επανέρχεται στο προσκήνιο ως θεμελιώδης αποστολή της εκπαίδευσης, το ελληνικό λύκειο δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε αυτόν το στόχο. Τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν πρόσφατα δεδομένα. Συσσωρεύονται ως παθογένειες ειδικά της λυκειακής εκπαίδευσης εδώ και δεκαετίες. Το πολιτικό σύστημα συζητάει για αυτά, αλλά δεν τολμάει έως τώρα.

Η κυβέρνηση αυτή έχει κάνει πολλά και σημαντικά για να ενισχύσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Χιλιάδες προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κτιριακών ανακαινίσεων αλλά και νέων σχολείων, εισαγωγή νέων τεχνολογιών και εργαστηρίων δεξιοτήτων, έμφαση στα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, δωρεάν ψηφιακό φροντιστήριο. Εχει φτάσει πλέον η ώρα να μιλήσουμε και για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», που δεν είναι άλλος από το ότι επιτρέψαμε συλλογικά, εδώ και δεκαετίες, το λύκειο να μετατραπεί σε προθάλαμο εξετάσεων τεσσάρων μόνο μαθημάτων. Συμφιλιωθήκαμε με μια πραγματικότητα που λέει ότι είναι εντάξει τα παιδιά μας να είναι «περαστικοί» από το λύκειο, στερώντας τους κρίσιμες γνώσεις γενικής παιδείας, απολύτως αναγκαίες για την κοινωνική και ακαδημαϊκή τους συγκρότηση αλλά και την ατομική τους ωρίμανση. Το λύκειο δεν έχασε απλώς τον δρόμο της γενικής παιδείας. Ερευνες δείχνουν ότι έχει χάσει και την ικανότητα να λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας και ανέλιξης για τους λιγότερο προνομιούχους, όπως τον επιτελούσε επί δεκαετίες.

Είναι καιρός να δώσουμε ξανά αξία και περιεχόμενο στο λύκειο το οποίο πρέπει να ανακτήσει τον παιδαγωγικό του ρόλο. Σε αυτό αποσκοπεί η πρόταση της κυβέρνησης για τη θεσμοθέτηση του Εθνικού Απολυτηρίου (ΕθΑπ). Το ΕθΑπ δεν είναι καινούργια ιδέα, καθώς είχε ετοιμαστεί ως σχέδιο νόμου από τον Γ. Παπανδρέου, υπουργό Παιδείας (1994-96), και το «Νέο Σχολείο» της Αννας Διαμαντοπούλου (2009-12). Ενσωματώθηκε στα προγράμματα παιδείας του ΠΑΣΟΚ (2008) και της Ν.Δ. (2018), ενώ παρόμοιες ιδέες περιείχε και το πόρισμα της Επιτροπής Λιάκου επί ΣΥΡΙΖΑ (2016). Το γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ ενώ συζητείται επί τόσα χρόνια πρέπει να μας προβληματίσει. Και η απάντηση έχει να κάνει με την αναγκαία πολιτική συναίνεση που απαιτεί μια τόσο σημαντική και σύνθετη παρέμβαση στη δομή της εκπαιδευτικής κουλτούρας και λειτουργίας.

Η θεσμοθέτηση ενός πιο έγκυρου, αξιόπιστου και αδιάβλητου συστήματος αξιολόγησης στο λύκειο είναι, πλέον, ώριμη.

Στην κυβερνητική πρόταση το περιεχόμενο του ΕθΑπ είναι νέο, καθώς αξιοποιούμε τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες που, πλέον, διαθέτουμε. Οι εξετάσεις στο λύκειο δεν αυξάνονται. Ο τρόπος διεξαγωγής μόνο αλλάζει. Ολα τα θέματα των προαγωγικών εξετάσεων θα προέρχονται, με κλήρωση, από Τράπεζα Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας και θα συνοδεύονται από οδηγό βαθμολόγησης. Ολα ανοικτά και διαθέσιμα σε όλους, χωρίς τον αιφνιδιασμό των άγνωστων θεμάτων. Για την εγκυρότητα της διαδικασίας τα γραπτά των μαθητών μπορούν πλέον να ψηφιοποιούνται και να αποθηκεύονται σε αποθετήριο, ενώ εξωτερικό σώμα έμπειρων βαθμολογητών δύναται να πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους. Ολα με κανόνες, με υποστήριξη τεχνητής νοημοσύνης, και ανοικτά σε μαθητές και γονείς. Οπως συμβαίνει σε κάθε άλλη χώρα που εφαρμόζει αντίστοιχα συστήματα. Στον βαθμό του ΕθΑπ μπορούν να συνυπολογίζονται οι επιδόσεις και των τριών τάξεων, ώστε να μην κρίνεται το μέλλον ενός παιδιού σε μια τρίωρη εξέταση, όπως σήμερα, αλλά και χωρίς να εξελιχθεί το σχολείο σε εξεταστικό κέντρο. Οι βαθμοί τετραμήνου μπορούν επίσης να «διορθώνονται» με βάση την τελική γραπτή επίδοση, ώστε να περιοριστεί η όποια αυθαιρεσία της προφορικής εξέτασης. Θέλουμε κάθε μέρα στο σχολείο να «μετράει». Λίγο, αλλά να «μετράει».

Η θεσμοθέτηση ενός πιο έγκυρου, αξιόπιστου και αδιάβλητου συστήματος αξιολόγησης στο λύκειο είναι, πλέον, ώριμη. Με το νέο σύστημα διοίκησης, παιδαγωγικής εποπτείας και αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Είναι ήδη έτοιμα 166 νέα προγράμματα σπουδών, τα νέα βιβλία, ψηφιακό υλικό και διαδραστικοί πίνακες σε κάθε τάξη, περισσότεροι επιμορφωμένοι εκπαιδευτικοί. Οταν ολοκληρωθεί η εφαρμογή του, σε λίγα χρόνια, το ΕθΑπ μπορεί να καταστήσει περιττές τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Ομως αυτό δεν είναι της παρούσης και δεν θα αποτελέσει αντικείμενο του διαλόγου που θα ξεκινήσει άμεσα.

Υστερα από 60 χρόνια, μπορούμε να αλλάξουμε σελίδα, να αποκτήσουμε ένα σχολείο «που μετράει» για τους μαθητές του, αναβαθμίζοντας το απολυτήριο λυκείου σε εθνικό απολυτήριο, αποκαθιστώντας τον ρόλο και το κύρος του λυκείου για όλους. Διότι χωρίς ποιοτική γνώση μέσα από ένα στιβαρό σύστημα εκπαίδευσης δεν μπορούμε να έχουμε λειτουργική δημοκρατία, ανθεκτική οικονομία, ούτε όμως και συνεκτική κοινωνία.

*Ο κ. Ακης Σκέρτσος είναι υπουργός Επικρατείας.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα