Στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε, τους οποίους κάποιοι αποκαλούν «πολυκρίση», ο λόγος περιορίζεται γύρω από έναν όρο, που προσφέρεται ως κάτι μεταξύ βάλσαμου και εντολής: «Ενότητα». Εμφανίζεται σε κυβερνητικές ομιλίες, σε σχόλια των μέσων ενημέρωσης για τη δημοκρατία και σε εταιρικές δηλώσεις – μια φαινομενικά ουδέτερη έκκληση για συσπείρωση.
Όμως, ο όρος είναι κάτι περισσότερο από ένα κάλεσμα για ψεύτικη ικανοποίηση. Μας ζητά να παραμερίσουμε τις συγκρούσεις, να αγνοήσουμε τις αντιφάσεις και να αποδεχτούμε μια εκδοχή της αρμονίας που εξυπηρετεί εκείνους οι οποίοι βρίσκονται ήδη στην εξουσία.
Ο συνταγματολόγος Καρλ Σμιτ είπε κάποτε για τις φιλελεύθερες κατηγορίες: «Όποιος λέει ‘ανθρωπιά’, λέει ψέματα». Με άλλα λόγια: εκείνοι που τοποθετούν τους πάντες κάτω από την παγκόσμια σημαία της ανθρωπιάς, αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν την ύπαρξη αντικρουόμενων συμφερόντων και ανισορροπιών ισχύος – και τελικά, δεν προπαγανδίζουν τίποτα περισσότερο από την κυριαρχία μιας ομάδας πάνω σε όλες τις άλλες.
Όποιος ζητά συγκράτηση μισθών και κοινωνικές περικοπές «για τη χώρα» δεν μιλάει εκ μέρους των εργαζομένων ή των δικαιούχων κοινωνικής πρόνοιας. Όσοι επικαλούνται την ανθρωπότητα στην αποστολή τους να φτάσουν στον Άρη, δεν το κάνουν εκ μέρους των ανθρώπων που αγωνίζονται να επιβιώσουν εδώ στη Γη.
Ο Σμιτ ήταν φυσικά Ναζί και με τη διατύπωσή του εννοούσε κάτι σαν την ουσιαστική, σχετική ανισότητα των ανθρώπινων φυλών και πολιτισμών – ως επιχείρημα κατά του οικουμενισμού και της δημοκρατίας. Αλλά η κριτική του μπορεί επίσης να ερμηνευτεί με προοδευτικό τρόπο. Σήμερα, δύο λανθασμένες έννοιες του «εμείς» στέκονται απέναντι σε μια πολιτικά ισχυρή – και δημοκρατικά αναγκαία – θεώρηση της πολιτικής ως ένα παιχνίδι ανταγωνιστικών συμφερόντων: το εθνικό-εθνικιστικό «εμείς» της Δεξιάς και το καθολικό, τυχαία εθνικό «εμείς» των φιλελευθέρων.
Για τη χώρα
Το εθνοτικό «εμείς» βασίζεται στον Lebensraum (ζωτικό χώρο) και στον φυλετικό αγώνα. Μπορεί να αποκρύπτεται, αλλά στον πυρήνα του βρίσκονται βιολογικές – ουσιαστικές κατηγορίες και η ιδέα ενός βιολογικού «άλλου» που δεν ανήκει κάπου. Η παράλογη θέση του εθνικισμού είναι ότι εντός του καθορισμένου έθνους, όλοι μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα λόγω «φυλετικών» ή πολιτισμικών χαρακτηριστικών και ότι η πάλη των συμφερόντων παίζεται μεταξύ διαφορετικών εθνών.
Ρατσιστική, τυφλή απέναντι στην ιστορία και εγωιστική, αυτή η ιδέα αγνοεί όχι μόνο τις εσωτερικές – εθνικές υλικές διαφορές, αλλά και τις πολιτισμικές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ περιοχών και θρησκειών, γενεών, κοινωνικών χώρων και κοσμοθεωριών. Το εθνικιστικό «εμείς» τρέφεται από την ψευδαίσθηση της πρωτογονικότητας και της ομοιογένειας του έθνους. Μετατρέπει έτσι την ιστορία σε φύση – και την πολιτική σε φυλετικό μίσος.
Στον αντίποδα, όπως φαίνεται, στέκεται το φιλελεύθερο «εμείς», που εμφανίζεται ως η συνεργατική και περιεκτική εναλλακτική λύση. Δεν σκέφτεται με όρους φυλής και ουσίας, αλλά αντίθετα προσκολλάται σε ένα καθολικό «εμείς» που αγνοεί τις διαφορές ισχύος και συμφερόντων – και έτσι επιβάλλει μια ψευδή αίσθηση ενότητας. Εξομαλύνοντας τις ταξικές και άλλες διακρίσεις υπέρ ενός κοινού, αφηρημένου συμφέροντος, το φιλελεύθερο «εμείς» γίνεται κατά λάθος εθνικό – αφήνοντας το έθνος ως τον μόνο εναπομείναντα τόπο ενός συλλογικού ανήκειν. Η ευγενής πρόθεση του φιλελεύθερου οικουμενισμού δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δομική δύναμη του εθνικού συμφέροντος.
Η πολιτική της ενότητας γίνεται πολιτική της σιωπηλής συμμόρφωσης
Ο φιλελευθερισμός δεν χρειάζεται έναν εξωτερικό εχθρό – απλώς προσποιείται ότι δεν υπάρχουν πραγματικές διαιρέσεις στο εσωτερικό του. Έτσι, όταν ένας πολιτικός απαιτεί να γίνει κάτι «για τη χώρα», οι πολίτες καταπιέζουν τα δικά τους συμφέροντα με το αίσθημα της ευθύνης απέναντι σε ένα ψεύτικο «εμείς». Στη φιλελεύθερη φαντασία, είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα – και αυτή τη στιγμή, αυτή η βάρκα τυχαίνει να είναι το έθνος.
Και οι δύο προοπτικές είναι ουσιαστικά τυφλές απέναντι στην εξουσία. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα που καθιστούν τις σχέσεις μεταξύ των εθνών τόσο πολύπλοκες και εξαρτώμενες από συμβιβασμούς υπάρχουν εξίσου ή και περισσότερο στο εσωτερικό των εθνών: μεταξύ εργαζομένων και ιδιοκτητών, ενοικιαστών και ιδιοκτητών, άθεων και πιστών.
Η πολιτική της ενότητας γίνεται έτσι η πολιτική της σιωπηλής συμμόρφωσης – και το ποιον τελικά εξυπηρετεί είναι προβλέψιμο: εκείνους των οποίων τα συμφέροντα έχουν ήδη επικρατήσει. Στους υπόλοιπους θα ειπωθεί ότι η κατάσταση είναι χωρίς εναλλακτική λύση.
Ένα παιχνίδι ανταγωνιστικών συμφερόντων
Δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να αναγνωρίσεις τις γραμμές σύγκρουσης της κοινωνικής πραγματικότητας ως θεμελιώδεις, γράφει ο Justus Seuferle στο Social Europe, πολιτικός επιστήμονας που εργάζεται για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Ο Ralf Dahrendorf, ένας από εκείνους τους πεφωτισμένους φιλελεύθερους που μοιράζονται ελάχιστα με τους σημερινούς φιλελεύθερους, ζήτησε ένα είδος πολιτικά ισχυρού διαχωρισμού. «Όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς που την ασκούν και σε αυτούς που υπόκεινται σε αυτήν».
Η δημοκρατία έχει να κάνει με την αναγνώριση αυτών των συγκρούσεων. Η πολιτική είναι ένα παιχνίδι ανταγωνιστικών ή αντίθετων συμφερόντων, τα οποία μοιράζονται το γεγονός ότι δημιουργούν και διατηρούν έναν χώρο (μια πολιτεία), στον οποίο είναι δυνατή η πολιτική. Αυτός ο χώρος δεν πρέπει να αμφισβητείται από τις διάφορες ομάδες, αλλά μέσα σε αυτόν πρέπει να υπάρχει αγώνας. Το δημοκρατικό κράτος είναι εκείνο που χρησιμοποιεί την αρένα για τις αναγκαίες μάχες – και όχι για συλλογικά επευφημούμενες στρατιωτικές παρελάσεις.
Οι διαφορές δεν υπάρχουν μόνο μεταξύ «ελεύθερου ανθρώπου και δούλου, πατρικίου και πληβείου, βαρόνου και δουλοπάροικου, συντεχνιολόγου και τεχνίτη» – υπάρχουν μεταξύ οδηγών και ποδηλατών, μεταξύ ενδιαφερομένων και μετόχων, μεταξύ νέων και ηλικιωμένων, μεταξύ γυναικών και ανδρών, μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Η δημοκρατία είναι ο χώρος όπου διαπραγματεύονται αυτά τα διαφορετικά συμφέροντα. Το κοινό καλό, λοιπόν, δεν είναι η επιβαλλόμενη αρμονία, αλλά ένας συλλογικά εφαρμόσιμος συμβιβασμός.
Το παράδοξο της δημοκρατίας
Η Βελγίδα πολιτική φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ μιλάει για το παράδοξο της δημοκρατίας. Σε μια δημοκρατία, η σύγκρουση συμφερόντων δεν πρέπει να εκφυλίζεται σε μια «σμιττιανή» (σ.σ. από τον πολιτικό θεωρητικό Καρλ Σμιτ) προοπτική φίλου-εχθρού, αλλά να διαμορφώνεται ως ένα είδος πολιτικής αντιπαλότητας. Οι πολλοί «αγωνιστές» πρέπει να αναγνωρίζονται και να διαχειρίζονται – αυτή είναι, τελικά, η μεγάλη ευκαιρία της δημοκρατικής πολιτικής.
«Με τη διάκριση μεταξύ ανταγωνισμού (σχέση φίλου/εχθρού) και αγωνισμού (σχέση μεταξύ αντιπάλων), μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η αγωνιστική αντιπαράθεση, αντί να αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, είναι στην πραγματικότητα η προϋπόθεσή της», γράφει η Μουφ.
Αυτό που έχει σημασία είναι οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε ο ένας τον άλλον – είναι ζωτικής σημασίας να διαχωρίσουμε την ουσία από την ύπαρξη, προκειμένου να αποφύγουμε να πέσουμε σε φυλετισμό με γνώμονα την ταυτότητα. Τελικά, δεν είμαστε βιολογικά διαφορετικοί, αλλά μάλλον δομικά τοποθετημένοι σε διαφορετικές, μεταβλητές και ποτέ απόλυτες θέσεις.
Αυτό που πρέπει να μας ενώνει – παράλληλα με τη διατήρηση της πολιτικής αρένας – είναι η προστασία κοινών δικαιωμάτων και θεσμών και μια ειρήνη που επιτυγχάνεται μέσω της διαχείρισης των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η υπεράσπιση μιας τέτοιας τάξης έναντι άλλων, χειρότερων, εναλλακτικών λύσεων θα πρέπει επίσης να μας ενώνει. Αλλά πέρα από αυτό, η ενότητα δεν είναι ο βασικός κανόνας της δημοκρατίας. Όποιος κηρύσσει ότι «είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα», θέλει να πιστέψουμε ότι τα συμφέροντα της βάρκας του είναι τα συμφέροντα κάθε βάρκας. Όποιος φοβάται τη σύγκρουση, όμως, τελικά φοβάται τη Δημοκρατία.