Γιατί οι Αμερικανοί κλείνονται όλο και περισσότερο στα σπίτια τους πληρώνοντας μεγάλο τίμημα;

Κοινοποίηση

«Σπιτόγατοι» έχουν γίνει οι Αμερικανοί μέσα σε μια 20ετία, περνώντας κατά μέσο όρο 99 λεπτά περισσότερα στο σπίτια τους κάθε μέρα σε σύγκριση με το 2003. Είναι μια ανησυχητική εξέλιξη που όμως μπορεί να τη συναντάμε και στην Ελλάδα.

Όπως αναφέρει στη Washington Post η Ντιάνα Λίντ, επισκέπτρια ερευνήτρια στο Center for Economy and Society του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, οι Αμερικανοί περνούν εθελοντικά στο σπίτι πάνω από τρεις εβδομάδες τον χρόνο παραπάνω — ισοδύναμο ενός ετήσιου «lockdown».

Οι νέοι ηλικίας 15 έως 24 ετών μένουν στο σπίτι 124 λεπτά περισσότερο την ημέρα από συνομηλίκους τους πριν από 20 χρόνια. Την ίδια ώρα, μόνο το 30% των Αμερικανών κοινωνικοποιείται δια ζώσης σε καθημερινή βάση, έναντι 38% το 2014, σύμφωνα με την Έρευνα Χρήσης Χρόνου των ΗΠΑ.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η ίδια αυτή η σταδιακή κοινωνική απόσυρση έχει λάβει πολύ λιγότερη προσοχή σε σχέση με τη χρήση των social media και των οθονών.

«Αυτός ο ήπιος, σχεδόν ανεπαίσθητος εγκλεισμός αξίζει περισσότερη δημόσια συζήτηση, έρευνα και πολιτική απάντηση».

Υπογραμμίζει πως μπορεί να υπάρχουν υγιείς δραστηριότητες στο σπίτι, όπως το παιχνίδι με τα παιδιά, χόμπι και άλλες δημιουργικές ασχολίες, αλλά υπάρχει ένα κόστος που πρέπει να πληρώσουν.

«Ο χρόνος στο σπίτι είναι συχνά μοναχικός και καθιστικός, κάτι που συνδέεται με δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ: την κοινωνική απομόνωση και την έλλειψη άσκησης» σημειώνει η ίδια, υπογραμμίζοντας πως δεν φταίνε μόνο τα κινητά, οι τηλεοράσεις και οι υπολογιστές.

Οι άνδρες, για παράδειγμα, περνούν πλέον 100 λεπτά την ημέρα σε οικιακές δραστηριότητες, με 50% αύξηση στον χρόνο μαγειρέματος από το 2003. «Αν οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι τόσο εθιστικές όσο συχνά λέγεται, τότε πρέπει να αναζητήσουμε πραγματικά περιβάλλοντα και δραστηριότητες που να μπορούν να ανταγωνιστούν την έλξη των εφαρμογών» λέει η Λιντ.

Οι προσβάσιμες γειτονιές σπανίζουν

Μία λύση, προσθέτει, είναι να κατοικούμε σε γειτονιές προσβάσιμες με τα πόδια, με χώρους και αφορμές για κοινωνική επαφή.

«Οι γειτονιές είναι ένας από τους πέντε βασικούς κοινωνικούς προσδιοριστές υγείας που παρακολουθούν οι ομοσπονδιακές υγειονομικές αρχές. Έρευνες δείχνουν ότι όσοι ζουν σε γειτονιές να μπορεί να περπατήσει κανείς, είναι 1,5 φορές πιο πιθανό να ασκούνται επαρκώς, ενώ έχουν πιο συχνές κοινωνικές επαφές. Επιπλέον, όταν κάποιος μετακομίζει σε τέτοια γειτονιά, αυξάνεται η πιθανότητα να νιώθει πως μπορεί να στηριχτεί στους γείτονές του και να βιώνει πιο δεμένη κοινότητα» αναφέρει.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι δυστυχώς στις ΗΠΑ τέτοιες γειτονιές σπανίζουν όσο περνάει ο καιρός. Λιγότερο από το 2% των μητροπολιτικών περιοχών των ΗΠΑ προσφέρει περιβάλλον που ενθαρρύνει την κίνηση και τις ανθρώπινες σχέσεις. ΄

«Και όσοι θέλουν να ζήσουν σε τέτοια μέρη, συχνά δεν μπορούν να τα αντέξουν οικονομικά. Αντιθέτως, τα πιο προσιτά προάστια -όπου η μετακίνηση χωρίς αυτοκίνητο είναι δύσκολη- αναπτύσσονται ταχύτερα από ποτέ» λέει.

Δεν υπάρχουν μαγαζιά

Πέρα από την πολεοδομία, συνεχίζει η ειδική, οι άνθρωποι έχουν όλο και λιγότερους λόγους να βγαίνουν από το σπίτι, καθώς οι ψηφιακές επιχειρήσεις αντικαθιστούν τις φυσικές επαφές.

Οι μηνιαίες πωλήσεις ειδών παντοπωλείου στο διαδίκτυο έχουν τετραπλασιαστεί από το 2019, ξεπερνώντας τα 8 δισ. δολάρια, αναιρώντας έναν ακόμα λόγο για να βγει κανείς. Χιλιάδες φυσικοί προορισμοί -εκκλησίες, κινηματογράφοι- έχουν κλείσει. Το 2025, μόνο το 54% των Αμερικανών έχουν έναν «τρίτο χώρο» (π.χ. καφέ, μπαρ) που επισκέπτονται τακτικά, έναντι 67% το 2019. Το μέρος «όπου όλοι γνωρίζουν το όνομά σου», φαντάζει πια ξεπερασμένο.

«Αυτή η “μεγάλη απόσυρση” για λόγους ευκολίας και κόστους όχι μόνο βλάπτει την υγεία των ατόμων, αλλά δηλητηριάζει την κοινωνία, διαιρώντας τους Αμερικανούς σε τρεις κατηγορίες» καταλήγει η Ντιάνα:

  1. Όσους μπορούν να αγοράσουν σπίτια σε γειτονιές με παροχές και κοινωνική ζωή.
  2. Όσους πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σε απομόνωση ή χρονοβόρες μετακινήσεις.
  3. Όσους δεν έχουν σταθερή στέγαση -λόγω φτώχειας ή φυσικών καταστροφών όπως οι πυρκαγιές στο Λος Άντζελες- και είναι τελείως αποκομμένοι από την κοινωνική ζωή που συμβαίνει «πίσω από κλειστές πόρτες».

Τι μπορούμε να κάνουμε για να μην μένουμε στα σπίτια;

Η ειδική στο Johns Hopkins προτείνει τρεις λύσεις.Πρώτον, να δώσουμε απόλυτη προτεραιότητα στην ενίσχυση της κοινωνικής υποδομής: μέσα μεταφοράς, πάρκα, βιβλιοθήκες. Τα έχουμε υποχρηματοδοτήσει ή τα έχουμε ταυτίσει με υποβάθμιση. Το «μένω μέσα» μοιάζει λογικό — δεν θα έπρεπε.

Πρέπει να δούμε αυτούς τους δημόσιους χώρους ως επένδυση για όλους, όχι μόνο για τους φτωχούς. Οι πιο μορφωμένοι και ευκατάστατοι πολίτες, άλλωστε, είναι αυτοί που περνούν τον περισσότερο χρόνο μέσα.

Δεύτερον, να διευκολύνουμε τον ιδιωτικό τομέα να συμβάλει στην αναβίωση της κοινωνικής ζωής. Η δημιουργία ενός φυσικού καταστήματος δεν πρέπει να είναι πιο δύσκολη από τη δημιουργία μιας ιστοσελίδας. Οι κανόνες αδειοδότησης πρέπει να γίνουν λογικοί, ώστε η νέα επιχειρηματικότητα να μπορεί να υπάρξει και στους δρόμους των πόλεων, όχι μόνο στο διαδίκτυο.

Τρίτον, να χτίσουμε περισσότερες κατοικίες σε γειτονιές με κοινωνική δυναμική και να αφαιρέσουμε ρυθμιστικά εμπόδια που αναγκάζουν τους ανθρώπους να διαλέξουν ανάμεσα στην υγεία και τα χρήματα.

«Αλλά όλα ξεκινούν από την προσωπική αλλαγή οπτικής: πρέπει να δούμε το «βγαίνω έξω» ως παρέμβαση υγείας, όχι ως πολυτέλεια» συμπεραίνει, προτείνοντας πως «ίσως χρειάζεται να αναθεωρήσουμε τον προϋπολογισμό μας σε χρόνο και χρήμα — γιατί το πιο «φθηνό» και εύκολο (το να μένεις μέσα) έχει άλλα, πιο ακριβά κόστη: στην υγεία μας και στην κοινωνική μας συνοχή».

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα