Στο Ην. Βασίλειο, τα ΜΜΕ κατακλύστηκαν πρόσφατα από ένα «υποτιθέμενο» σχέδιο ανατροπής του Κιρ Στάρμερ από τον υπουργό Υγείας Γουές Στρίτινγκ. Ο ίδιο στη συνέχεια το αρνήθηκε και το θέμα άρχισε να ξεφουσκώνει. Ωστόσο, αποκάλυψε κάτι πολύ πιο ανησυχητικό για τους ενοίκους της Ντάουνινγκ Στριτ και τη Γηραιά Αλβιόνα ευρύτερα: To «παρανοϊκό ύφος» των Βρετανών.
Η όλη ιστορία στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα σοβαρό, οργανωμένο «πραξικόπημα», αλλά μια επικοινωνιακή κίνηση από το στρατόπεδο Στάρμερ. Αυτό υποστηρίζει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, Μάθιου Φλάιντερς.
Σε ανάλυσή του στο The Conversation ο Φλάντερς υπογραμμίζει η πλευρά Στάρμερ αποσκοπούσε να διαρρεύσει ότι «κάποιοι ετοιμάζουν κάτι», ώστε να προλάβει τυχόν πραγματική αμφισβήτηση στο μέλλον. Επίσης έτσι θα εξέθεταν δημόσια όσους μπορεί να θεωρούνται επίδοξοι αντίπαλοι.
Παραδοσιακά όλοι οι Βρετανοί πρωθυπουργοί είναι παρανοϊκοί, υποστηρίζει ο ειδικός. «Αυτή η παράνοια πηγάζει από το γεγονός ότι πρέπει να κάθεσαι και να χαμογελάς γύρω από το τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου, ενώ ξέρεις ότι οι περισσότεροι από τους υπερ-φιλόδοξους συναδέλφους σου λαχταρούν τη θέση σου».
Ο Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, πρωθυπουργός στον Α΄ Παγκοσμίο Πολέμο ήταν γενικά πεπεισμένος πως οι συνάδελφοί του ετοίμαζαν διαρκώς την ανατροπή του. Ο Άντονι Ίντεν εισήλθε σε μια παρανοϊκή ατμόσφαιρα γύρω από αυτό που έγινε η κρίση της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, η οποία οδήγησε τη Βρετανία σε διεθνή ταπείνωση.
Ο Χάρολντ Γουίλσον έτρεφε μεγάλη καχυποψία στις μυστικές υπηρεσίες ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έφτανε στην παράνοια εάν ο Ρόι Τζένκινς δεχόταν θετικά σχόλια για τον χειρισμό του στο Υπουργείο Οικονομικών.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ προς το τέλος της θητείας της πίστευε ότι όλοι οι υπουργοί «δεν ήταν με το μέρος της».
Ωστόσο, για τον Βρετανό πολιτικό επιστήμονα, η παράνοια του Στάρμερ πηγαίνει σε άλλα επίπεδα, καθώς η δική του «δεν είναι πρωτίστως μια παράνοια που γεννιέται από φόβο για εξωτερικές απειλές ή «αουτσάιντερ» που τον υπονομεύουν», αλλά «αντανακλά μια βαθύτερη επίγνωση ότι υπάρχει ένα κενό στην κορυφή της βρετανικής διακυβέρνησης και ότι αργά ή γρήγορα αυτή η αδυναμία θα οδηγήσει σε αμφισβήτηση».
Το μεγάλο «κενό» του Στάρμερ
Όπως εξηγεί ο Φλάντερς, τον Σταρμερ τον εξυπηρετούσε να είναι άχρωμος όσο ήταν στην αντιπολίτευση, καθώς «το να είναι ουδέτερος, να αποφεύγει επίμαχα θέματα και να προβάλλει τον πραγματισμό άφηνε ελάχιστα περιθώρια επίθεσης στους αντιπάλους του».
Ωστόσο, σήμερα που κυβερνά είναι πολύ πιο διαφορετικά καθώς «η έλλειψη σαφούς ιδεολογικής πυξίδας έχει αφήσει την κυβέρνηση χωρίς ρότα και εμφανώς ανίκανη να προσφέρει στο βρετανικό κοινό ένα θετικό όραμα για το πού θέλει να πάει τη χώρα και γιατί (και με ποιο κόστος)».
Έτσι ο Φλάντερς καταλήγει ότι μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο Βρετανός πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τώρα περισσότερες προκλήσεις από βουλευτές των πίσω εδράνων των Εργατικών, μετά την παρουσίαση μιας αναμόρφωσης της πολιτικής ασύλου του Ην. Βασιλείου. Όχι και η καλύτερη θέση για έναν πρωθυπουργό με τα χειρότερα ποσοστά δημοτικότητας από τότε που ξεκίνησαν οι μετρήσεις.
«Αυτό το παρανοϊκό ύφος δεν συνδέεται με την υποτιθέμενη κλινική ή ψυχολογική κατάσταση ενός συγκεκριμένου πολιτικού» σημειώνει ο ειδικός, αλλά «πρόκειται για συστημική συνωμοσιολογία, όχι για προσωπική καχυποψία».
«Αναδύεται από μια ευρύτερη κοινωνικοψυχολογική παθολογία και μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τις διαδικασίες της δημοκρατικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την κοινωνική ενίσχυση αφηγημάτων «πολιορκίας» που τροφοδοτούν διαρκώς την πόλωση» λέει.
«Μια χώρα που κάποτε φημιζόταν για τη σταθερότητά της, την ικανότητα διακυβέρνησής της και μια σχετικά ισορροπημένη δημόσια κουλτούρα, τώρα κυριαρχείται από μια παρανοϊκή κουλτούρα. Σε αντίθεση με ιστορικά παραδείγματα που περιορίζονταν σε μεμονωμένους ηγέτες, σήμερα αυτή η κουλτούρα είναι διάχυτη, εμποτισμένη με λαϊκιστικά στοιχεία και εδραιωμένη σε όλο το πολιτικό φάσμα» καταλήγει.

