Σήμα κινδύνου για την άνοδο που καταγράφει η ακροδεξιά στην Ευρώπη. Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων, οι οικονομικές και δημοσιονομικές κρίσεις και η αδυναμία να απαντηθούν τα προβλήματα με αποφασιστικές λύσεις, διαβρώνουν τα πολιτικά συστήματα και αυταρχικά, έως και φασιστικά κόμματα κερδίζουν τις ψήφους των πολιτών.
Ο Ρόμπερτ Μίζικ, αρθρογράφος των εφημερίδων Die Zeit και Die Tageszeitung, βραβευμένος με το Βραβείο της Εταιρίας Τζον Μέιναρντ Κέινς για την Οικονομική Δημοσιογραφία, είναι κατηγορηματικός. Η Αριστερά και το Κέντρο πρέπει να κάνουν ένα κοινό μέτωπο κατά της ακροδεξιάς.
Οι ακροδεξιοί ταραχοποιοί τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια, μετατρέποντάς την σε θυμό και αγανάκτηση, ενώ εκμεταλλεύονται τα αρνητικά συναισθήματα
Στο άρθρο του στο Social Europe, υπό τον τίτλο «Το φαινόμενο της τανάλιας στη Δημοκρατία – Γιατί η Αριστερά και το κέντρο πρέπει να ενωθούν ενάντια στον αυξανόμενο αυταρχισμό», δεν μασάει τα λόγια του. Επισημαίνει ότι έχουν ευθύνες για την άνοδο της ακροδεξιάς και πως ήρθε η ώρα, ουσιαστικά, να ξυπνήσουν και να αναλάβουν δράση. Και να σπάσουν τον κύκλο της πολιτικής αποσύνθεσης.
Ο Μίζικ βλέπει τα πολιτικά συστήματα όχι απλώς ως πεδία μάχης παθών, ιδεολογιών και οικονομικών συμφερόντων, αλλά ως συστηματικά λειτουργικές ρυθμίσεις αλληλεπιδράσεων. Κάτι σαν τη θεωρία παιγνίων. «Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε γίνει μάρτυρες της διάλυσης μεγάλων ομοιογενών ομάδων σε πολυάριθμες υποομάδες – ένα συνονθύλευμα μειονοτήτων», λέει. «Αυτός ο κατακερματισμός, που επιδεινώνεται από την εξατομίκευση και την επακόλουθη αποδυνάμωση ισχυρών πολιτικών δεσμών, έχει βαθιές συνέπειες για τη δημοκρατική διακυβέρνηση», τονίζει.

Κατακερματισμός και επισφαλείς πλειοψηφίες
Σύμφωνα με τον Μίζικ, καθώς η δυσαρέσκεια με τα πολιτικά κόμματα αυξάνεται, εμφανίζονται νέα, κατακερματίζοντας περαιτέρω το πολιτικό τοπίο. Αυτός ο αυξανόμενος κατακερματισμός περιπλέκει τον σχηματισμό κυβέρνησης και καθιστά τις πλειοψηφίες πιο επισφαλείς.
Και όταν σχηματίζονται συνασπισμοί που μπορούν να συμφωνήσουν στον μικρότερο κοινό παρονομαστή, τα αποτελέσματα της πολιτικής δεν βελτιώνονται απαραίτητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επιδεινώνονται.
Και αυτό το εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά. Όσο η αποφασιστική δράση, οι τολμηρές κινήσεις και η σαφής ηγεσία γίνονται περισσότερο ασαφείς, ενισχύεται η δυσαρέσκεια. Το κυρίαρχο αίσθημα μεταξύ των ψηφοφόρων ότι οι πολιτικοί δεν καταφέρνουν να επιτύχουν ουσιαστικά αποτελέσματα. Οι αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος αναπαράγονται και δημιουργούν μια κατάσταση όπου η αποφασιστική πολιτική είναι σχεδόν αδύνατη.
Όσο επιλέγονται από τους πολιτικούς στρατηγικές συρρίκνωσης και λιτότητας, οι προοπτικές είναι μόνο ανησυχητικές
Η άνοδος των λαϊκιστών και των ακροδεξιών εξτρεμιστών είναι συνέπεια αυτής της στασιμότητας, επισημαίνει ο Μίζικ. Και γίνεται καταλύτης, δημιουργεί το φαινόμενο της τανάλιας: Οι ακροδεξιοί ταραχοποιοί τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια, μετατρέποντάς την σε θυμό και αγανάκτηση, ενώ εκμεταλλεύονται τα αρνητικά συναισθήματα.
Όσο κερδίζουν δύναμη, η δημοκρατική πολιτική παραλύει περισσότερο. Απασχολημένη με την άμυνα κατά του ριζοσπαστισμού, την πρόληψη των χειρότερων αποτελεσμάτων και τη δημιουργία συνασπισμών των οποίων τα μέλη μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι περισσότερο από μια αδιάφορη δέσμευση για «περισσότερα από τα ίδια». Όταν η κοινωνική συνοχή διαβρώνεται, η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη διαίρεση. Αυτή η αντιληπτή πόλωση και αποξένωση που συνοδεύει την άνοδο του ακροδεξιού εξτρεμισμού αυξάνει την αντίληψη της κοινωνικής αποσύνθεσης και παρακμής.
Φαύλος κύκλος ανατροφοδότησης
Ο Μίζικ επισημαίνει ότι το εξής: Ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός είναι ο ίδιος το πρόβλημα για το οποίο διαμαρτύρεται. Η αποσύνθεση που καταγγέλλει. Με αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στην αλυσίδα των αποδεικτικών στοιχείων που ενισχύουν τα αυταρχικά αντανακλαστικά. Ο αυταρχισμός τροφοδοτεί τον αυταρχισμό.

Και ενώ η παγκοσμιοποίηση έχει παραγάγει λύσεις με αφόρητα αργό ρυθμό, φτάνοντας στα όριά της εν μέσω χαοτικής πολυμερούς συνεργασίας, η «αποπαγκοσμιοποίηση» δεν φέρνει λύσεις. Εθνικές πολιτικές ισχύος, εμπορικοί πόλεμοι και δασμού δημιουργούν νέα προβλήματα. Χάνονται αγορές, διαταράσσονται οι αλυσίδες εφοδιασμού, μειώνεται η οικονομική ανάπτυξη, καταστρέφονται ολόκληροι οικονομικούς τομείς.
Και όλα αυτά ενώ μπροστά ο κόσμος έχει μόνο κρίσεις: κλιματική αλλαγή, γήρανση πληθυσμού, έχουν και οικονομικές συνέπειες. Όσο επιλέγονται από τους πολιτικούς στρατηγικές συρρίκνωσης και λιτότητας, οι προοπτικές είναι μόνο ανησυχητικές.
Ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης
Ο Μίζικ παραθέτει επίσης τις ορατές κρίσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η οικονομία της Γερμανίας έχει παραμείνει στάσιμη για έξι χρόνια και οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν αδύναμες. Η Γαλλία αντιμετωπίζει έλλειμμα προϋπολογισμού 5,8% και δημόσιο χρέος στο 113% του ΑΕΠ, εν μέσω κυβερνητικής κρίσης. Στη Γαλλία, επίσης, τα κόμματα δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε μια κοινωνικά δίκαιη αλλαγή πορείας που θα συμβιβάσει τις αποταμιεύσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα με πρόσθετα έσοδα από φόρους περιουσίας.
Η διασφάλιση ότι οι μεγάλες περιουσίες συμβάλλουν στο κόστος μέσω της υψηλότερης φορολογίας (π.χ. η πρόταση για τον φόρο Ζουκμάν στην Γαλλία) δεν είναι μόνο θέμα δικαιοσύνης αλλά και οικονομικής αναγκαιότητας. Αλλά δεν υπάρχουν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θα λάβουν αποφασιστικά μέτρα. Και ενώ οι έκτακτες ανάγκες αυξάνονται, οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία έχουν ελάχιστη ενέργεια ή ευελιξία να σκεφτούν και να δράσουν πέρα από τα καθημερινά προβλήματα.
Ο Μίζικ επισημαίνει ότι αυτή η κατάσταση έχει απτές και ψυχοπολιτικές επιπτώσεις. Οι πολίτες αισθάνονται ότι τα πράγματα επιδεινώνονται και ότι σοβαρά προβλήματα έρχοντα. Παράλληλα, βλέπουν ότι αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία απλώς κάνουν πειραματισμούς με τις λεπτομέρειες. Για πολλούς, αυτό οδηγεί σε άμεσο φόβο και μια γενικά απαισιόδοξη διάθεση, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί την ακροδεξιά.

Η ευθύνη Κέντρου και Αριστεράς
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο Ρόμπερτ Μίζικ πιστεύει ότι οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς και του συντηρητικού Κέντρου πρέπει, πάνω απ’ όλα, να επιδείξουν την ικανότητά τους να δρουν από κοινού. Υποστηρίζει ότι υπάρχει μια αυξανόμενη επιθυμία η πολιτική να παρέχει λογικές λύσεις αντί να κολλάει σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή να σπαταλάει χρόνο σε άσκοπους πολιτισμικούς πολέμους.
Για τον Μίζικ, η Αριστερά ίσως χρειαστεί να αναγνωρίσει ότι τα κράτη φτάνουν στα οικονομικά τους όρια. Οι συντηρητικοί, πάλι, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η πελατειακή πολιτική, που ενισχύει τους υπερπλούσιους, δεν είναι πλέον βιώσιμη. Τα επείγοντα ζητήματα απαιτούν ταχεία δράση και όλα αυτά έχουν υψηλό κόστος.
Επίσης, οι συντηρητικοί θα πρέπει να πάψουν να κολακεύουν την ακροδεξιά. Επισημαίνει ότι μερικές φορές δίνουν την εντύπωση ότι βλέπουν τους φασίστες απλώς ως ελαφρώς πιο ριζοσπαστικούς συντηρητικούς (ή τους συντηρητικούς ως μετριοπαθείς φασίστες). Αυτή η αντίληψη υπογραμμίζει μια σημαντική κρίση ταυτότητας εντός του παραδοσιακού συντηρητισμού.
Ο Μίζικ εκτιμά ότι κάποιοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ο αυταρχισμός δεν είναι σχετικός – είναι ο εχθρός. Και για να τον υπονομεύσουν θα πρέπει να επιδείξουν δέσμευση για δράση.

