Η αμυντική βιομηχανία, η Τουρκία κι εμείς

Κοινοποίηση

Στο νέο του βιβλίο «Ελλάδα 1953 – 2024. Χρόνος και Πολιτική Οικονομία» (Εκδόσεις Πατάκη), ο Τάσος Γιαννίτσης επιχειρεί μια επιστημονική αλλά και πολιτική τομή στην πυκνή ιστορική διαδρομή από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα έως σήμερα• έναν «ειλικρινή απολογισμό» που αποπειράται να απαντήσει στο πώς οι «προσδοκίες και η μαχητικότητα για κάτι καλύτερο» των αρχών της Μεταπολίτευσης συνετρίβησαν στην «κατάρρευση» του 2009.

Η αμυντική βιομηχανία, η Τουρκία κι εμείς-1Ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός ξετυλίγει το κουβάρι των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών μετατοπίσεων με οδηγό –όπως αναφέρει εισαγωγικά– μια ανάγκη για αυτογνωσία. Επιθυμεί ακόμα να αναπτύξει μια προσέγγιση που θέλει «να κατανοήσει το πραγματικό σκηνικό» της εκάστοτε ιστορικής στιγμής «ξεφεύγοντας από σχήματα» (βλ. «εκσυγχρονισμός», «φιλελεύθερος», «νεοφιλελεύθερος», «λαϊκισμός») που, κατά τον ίδιο, ενίοτε εγκλωβίζουν τη σκέψη και συσκοτίζουν.

Σκιαγραφώντας τα στάδια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης, τις κρατικές πολιτικές, τους μετασχηματισμούς τους στην εκάστοτε συγκυρία και τους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της Μεταπολίτευσης –το κεφάλαιο περί «ανόδου και πτώσης του δημοσίου χώρου» στη Μεταπολίτευση δίνει άφθονο υλικό για ιδεολογικά «ντιμπέιτ»–, ο κ. Γιαννίτσης «οργανώνει» αυτές τις φάσεις της ιστορίας μέσω συνεχών μετατοπίσεων από την επιφάνεια στην ουσία. Το τρίπτυχο «ποια λάθη έγιναν, πότε και με τι συνέπειες», μοιάζει να αποτελεί τον οδηγό του.

Στο εισαγωγικό του σημείωμα, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η αποτίμηση της εξέλιξης μιας χώρας μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στις αλλαγές στο εσωτερικό μιας περιόδου, μπορεί όμως και να συγκρίνεται με την εξέλιξη που είχαν άλλες χώρες. Σε αυτή τη βάση, ο κ. Γιαννίτσης επιχειρεί στο έργο του μια συνοπτική απόπειρα σύγκρισης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας από τη Μεταπολίτευση και μετά. Εμφαση, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, δίνεται στη διερεύνηση των διαφορών στο αποτέλεσμα, δηλαδή τι πέτυχε η μία και η άλλη χώρα.


«Υποτυπώδης και προβληματική»

Η πρώτη παρατήρηση Γιαννίτση είναι πως στον κλάδο της πολεμικής βιομηχανίας η Ελλάδα ήταν και παρέμεινε σε υποτυπώδες επίπεδο, παρά το υψηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών της χώρας. Χρονική αφετηρία της ανάλυσης αποτελεί το β΄ μισό της δεκαετίας του 1970 όταν «λόγω της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο και της σημαντικής αύξησης των αμυντικών δαπανών των δύο χωρών, όσο και γιατί οι δύο χώρες είχαν φτάσει σε επίπεδο ανάπτυξης που τους επέτρεπε την επέκταση του παραγωγικού τους δυναμικού στο πεδίο της πολεμικής βιομηχανίας, αρχίζουν να γίνονται κινήσεις προς την κατεύθυνση αυτή».

Ο κ. Γιαννίτσης επισημαίνει ότι οι στρατιωτικές δαπάνες στα χρόνια μετά το 1974 φτάνουν σε θεαματικά ύψη, αναγκάζουν και τις δύο χώρες σε «προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό», πιέζουν τη μεγέθυνση και προκαλούν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια σε Ελλάδα και Τουρκία, ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών να επεκταθεί σε «ανταγωνισμό επιτόπιας παραγωγής πολεμικού υλικού, με την ίδρυση εθνικών επιχειρήσεων».

Αφού παραθέσει τη διαδρομή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα (από την ΠΥΡΚΑΛ στην ΕΑΣ, την ΕΒΑΥ και την ΕΛΒΟ), ο κ. Γιαννίτσης συμπεραίνει ότι η –κατά περίπτωση ταραχώδης και αντιφατική– εξέλιξη των τριών μεγάλων επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα (ΕΑΒ, ΕΛΒΟ, ΕΑΣ) ήταν «ιδιαίτερα προβληματική», εξηγώντας πως «τα ελλείμματα ήταν συνεχή και μεγάλα και ο δανεισμός διογκωνόταν και δημιουργούσε αδιέξοδα στη συνέχιση της λειτουργίας τους». Ο συγγραφέας επισημαίνει επίσης πως το 2011 ΕΑΣ, ΕΑΒ και ΕΛΒΟ είχαν συνολικό χρέος 2 δισ. ευρώ. «Ολες οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις για αθρόους διορισμούς και πλεονάζον δυναμικό, με υψηλούς μισθούς και κόστος, χωρίς μέριμνα για τον στρατηγικό μετασχηματισμό και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους», γράφει ο κ. Γιαννίτσης υποστηρίζοντας ότι «ουσιαστικά μετατράπηκαν σε προβληματικές επιχειρήσεις, μόνο που ο χαρακτήρας τους ως παραγωγικών μονάδων στον τομέα της άμυνας επέτρεπε, θεσμικά, τη διατήρηση και την ενίσχυσή τους με κρατική βοήθεια».


«Συντριπτική η σύγκριση»

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, επεκτείνεται και στην Τουρκία η αμυντική βιομηχανία. Ο κ. Γιαννίτσης σημειώνει πως η Τουρκία είχε μια εμπειρία κατασκευής πολεμικού υλικού που φτάνει πίσω στον 18ο αιώνα και πιο παλιά και παρατηρεί ότι η επίκεντρωσή της στον μετασχηματισμό της βιομηχανίας επιταχύνθηκε από το 2005 και μετά σε ένα ευρύ φάσμα υλικού. «Η Τουρκία, πλέον, παράγει μαζικές ποσότητες προϊόντων χαμηλής και μεσαίας τεχνολογικής έντασης, στα οποία η μεγάλη διεύρυνση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της συμπληρώνει το πολεμικό υλικό υψηλής τεχνολογίας που προμηθεύεται» από ΗΠΑ, Ρωσία ή άλλες χώρες. Αστερίσκος, το ότι για τη χρησιμοποίηση του υλικού αυτού έχει δεσμεύσεις και παρεμβάσεις των προμηθευτών της (βλ. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ).

Το συμπέρασμα; Κατά τον κ. Γιαννίτση, η σύγκριση Ελλάδας και Τουρκίας είναι «συντριπτική σε βάρος της πρώτης». «Απέναντι σε λίγες βιομηχανίες που φυτοζωούν και κάθε τόσο φτάνουν στο να κλείσουν, η Τουρκία, το 2022, με 398 εκατ. δολάρια εξαγωγές, είναι στην 11η θέση διεθνώς (έναντι 42ης της Ελλάδας, με 7 εκατ. δολάρια) ως εξαγωγική χώρα πολεμικού υλικού», εξηγεί ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει πως το χάσμα με την Ελλάδα «συνιστά τμήμα μιας ευρύτερης οικονομικής-αναπτυξιακής εξέλιξης της Τουρκίας και ενός μειούμενου χάσματος με την Ελλάδα –σε βάρος της δεύτερης– η οποία αποτυπώνεται στον δείκτη σύγκλισής τους με τις χώρες της Ευρωζώνης (ή της Ε.Ε.).


Ο Τάσος Γιαννίτσης καταλήγει τη διερεύνηση – σύγκριση στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας αναφέροντας τα εξής ως συμπέρασμα: «Οταν οι γεωπολιτικές ισορροπίες απασχολούν τόσο έντονα –και παθιασμένα τη δημόσια συζήτηση, η απόλυτη αδιαφορία για το πού οδηγούνται οι δύο χώρες με τις οικονομικές και άλλες πολιτικές που ακολουθούνται κάποια στιγμή θα έχει αποτελέσει ένα από τα βασικά αίτια των ανισορροπιών και των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν».


«Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και πολιτική οικονομία», Τάσος Γιαννίτσης, εκδόσεις Πατάκης, 2025, σελίδες 400

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα