Στο αριστουργηματικό «Ρασομόν», ο Ακίρα Κουροσάβα επιλέγει να διηγηθεί την ίδια ιστορία μέσα από τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις. Το υποκειμενικό βλέμμα του καθένα από τους τέσσερις ήρωες της ταινίας είναι και εκείνο που φωτίζει διαφορετικές πτυχές της ιστορίας αυτής, με τον θεατή τελικά να είναι αυτός που θα εξάγει -χωρίς βεβαιότητες- τη δική του «αλήθεια».
Η συμπλήρωση 10 χρόνων από την «πρώτη φορά Αριστερά» και η βιβλιογραφία που αναπόφευκτα συνοδεύει αυτή την επέτειο -αλλά και συνολικά την περίοδο της κρίσης- διαμορφώνει σήμερα έναν εναλλακτικό πολιτικό «Ρασομόν» για το ταραχώδες έτος 2015.
Τους τελευταίους μήνες, κυκλοφόρησαν ενδιαφέρουσες αφηγήσεις για την περίοδο της κρίσης, των Μνημονίων, των πολιτικών ανακατατάξεων της δεκαετίας 2009-2019, αλλά και της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στην κυβέρνηση.
Ειδικότερα, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιάννης Βούλγαρης αναλύει τις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές της περιόδου των Μνημονίων στο έργο «Στην άκρη του γκρεμού Ελλάδα 2007-2019 – Κρίση – Πολιτικοί σεισμοί – Ακροβασίες – Διέξοδος» (εκδόσεις Μεταίχμιο), ενώ ο έμπειρος δημοσιογράφος, Πάνος Λουκάκος, σκιαγραφεί τη δεκαετία 2009-2019 στο βιβλίο «Αλλαγές και ανατροπές: Μια πολιτική ανατομία της κρίσης 2009-2019» (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Τέλος, σταχυολογούμε σημεία από την αφήγηση του Γιάννη Μπαλάφα στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ με μακρά διαδρομή στην Αριστερά ο οποίος παραθέτει τη δική του «εσωκομματική» αφήγηση για την «πρώτη φορά Αριστερά» στο βιβλίο «Η άνοδος… η πτώση… το αύριο… Σύριζα-ΠΣ, το χρονικό 2012-2024» (εκδόσεις Θεμέλιο).
Μεταμορφώσεις και προσωπεία
Βούλγαρης και Λουκάκος, στα έργα τους, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σκιαγράφηση των πολιτικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών, αλλά και των «μεταμορφώσεων» του ΣΥΡΙΖΑ και στο πώς αυτά «κούμπωσαν» με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική συγκυρία της κρίσης.
Συγκεκριμένα, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Γιάννης Βούλγαρης, στο βιβλίο του επισημαίνει τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά των στελεχών της «γενιάς Τσίπρα». Κάνει λόγο για ανθρώπους που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μέσω του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος (βλ. τις κινητοποιήσεις στη Γένοβα το 2001) και που αντιλαμβάνονταν την πολιτική δράση ως «αντίσταση, χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες για το προγραμματικό περιεχόμενο», όπως λέει.
Προσεγγίζοντας τις εκλογές-σεισμό του 2012, ο Πάνος Λουκάκος επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να καπελώσει, με «εντυπωσιακό, είναι η αλήθεια, λαϊκίστικο ταλέντο» ετερόκλητα ρεύματα προερχόμενα από ανόμοια κοινωνικά στρώματα που είχαν όμως ως κοινό παρονομαστή τη φτωχοποίησή τους. Ο Γιάννης Βούλγαρης τονίζει ότι η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο γεγονός ότι υιοθέτησε «μια πιο επιθετική και καθολική απόρριψη των μνημονίων» και ότι «μπόρεσε να συντονίσει και να εκφράσει την απροϋπόθετη στήριξη κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας».
Ο Βούλγαρης στο ερώτημα «γιατί ο λαός στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε κάποιο άλλο κόμμα» κάνει λόγο για «μια βαθύτερη αν και ασαφέστερη ψυχολογική – συναισθηματική αντιστοίχηση μεταξύ μιας κοινωνίας σε κρίση αντιπροσώπευσης και ενός κόμματος σε φάση πολλαπλού μετασχηματισμού». Σαν οι αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ να λειτούργησαν -τουλάχιστον σε εκείνη τη συγκυρία- προς όφελος του. Ο Βούλγαρης, μάλιστα, κάνει λόγο για «ένα αντιφατικό κράμα κόμματος του συστήματος που υιοθετούσε τον αντισυστημικό λόγο».
Παράλληλα, αποδίδει στο κόμμα έναν «πολυσυλλεκτικό αριστερόστροφο εθνολαϊκισμό» που συνετέλεσε και σε μια -κατά τον ίδιο- απλοϊκή ερμηνεία της κρίσης: «για όλα φταίνε οι απ’ έξω».
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Βούλγαρη, ο Λουκάκος, αναφερόμενος στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, υποστηρίζει πως εξέφρασε πολιτικά «στοιχεία της λαϊκίστικης Αριστεράς και της εθνολαϊκιστικής Ακρας Δεξιάς». Μιλάει χαρακτηριστικά για ένα «sui generis ετερόκλητο συνοθύλευμα που δεν ενέπνεε σεβασμό ούτε στα ίδια τα στελέχη» του, ενώ οι εκπρόσωποι της «πρώτης φοράς Αριστερά», κατά τον ίδιο, «δεν είχαν καμία σχέση με την Αριστερά του Ηλία Ηλιού, του Λεωνίδα Κύρκου, του Χαρίλαου Φλωράκη, του Μπάμπη Δρακόπουλου, του Κώστα Φιλίνη».
Σύγκρουση, διαπραγμάτευση ή «μη απόφαση»;
Τα γεγονότα που στιγμάτισαν το πρώτο εξάμηνο του 2015 κατέχουν σημαντικό μερίδιο στις προσεγγίσεις των συγγραφέων. Επί της αρχής, ο Γιάννης Βούλγαρης χαρακτηρίζει «εξωπραγματική» τη βασική πολιτική δέσμευση Τσίπρα περί κατάργησης των Μνημονίων, αλλά στέκεται σε μια δεύτερη στρώση πίσω από αυτή τη δέσμευση επισημαίνοντας και τη δυσκολία διαχείρισης της αναδίπλωσης και του απεγκλωβισμού από τη μη ρεαλιστική υπόσχεση, όπως λέει. Ειδικότερα για τη διαπραγμάτευση αποδίδει ευθύνες στον «αμήχανο» Αλέξη Τσίπρα που με την «αμφιθυμία« του «παρέτεινε και όξυνε στα άκρα την κατάσταση». Για τον Βούλγαρη, στο πρώτο εξάμηνο του 2015 διαμορφώθηκε μια κατάσταση «δήθεν διαπραγμάτευσης, ουσιαστικά μη απόφασης».
Φτάνοντας στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ο καθηγητής χαρακτηρίζει τη γραμμή της κυβέρνησης στο δημοψήφισμα απόπειρα «τετραγωνισμού του κύκλου». Οσο δε για την «κωλοτούμπα», όπως την χαρακτηρίζει, που ακολούθησε ήταν «η παράδοξη αφετηρία επανόδου στην κανονικότητα» με τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι «ο παθητικός φορέας αυτής της μετα-αντιμνημονιακής κανονικότητας».

«Επαναδιαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του»
Η ψήφιση του μνημονίου, κατά τον Βούλγαρη, ήταν η αρχή μιας διαδικασίας επαναδιαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του. Οσο το κόμμα αφομοίωνε τη νέα συνθήκη εφαρμογής ενός προγράμματος αντίθετου στις βασικές του ιδεολογικές και πολιτικές διακηρύξεις τόσο ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίαζε μια «εξαιρετική ικανότητα να μεταλλάσσεται ανάλογα με τις συνθήκες και τους συνομιλητές του», όπως παρατηρεί ο Πάνος Λουκάκος.
Αλλωστε, κατά τον Λουκάκο, ο Τσίπρας είχε ικανότητες, με κυριότερη, όπως λέει, εκείνη του «να επιλέγει στην εκάστοτε συγκυρία σωστά και γρήγορα την τακτική που τον συνέφερε». Ωστόσο, παρατηρεί ότι «όσο πετυχημένος ήταν στην επιλογή άμεσης τακτικής, τόσο αποτυχημένος ήταν στη χάραξη της μακροπρόθεσμης στρατηγικής».
Η νέα μνημονιακή κανονικότητα δεν προκάλεσε μόνο το αναμενόμενο μούδιασμα αλλά αποτέλεσε την αφετηρία μιας βαθιάς υπαρξιακής κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Γιάννης Βούλγαρης αναλύει τη μεταστροφή της φυσιογνωμίας του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ παρατηρώντας πως «η κυβέρνηση γινόταν κατεστημένο, για αυτό ο Τσίπρας προσπάθησε στο τέλος της θητείας να προτάξει την αποτελεσματικότητα ως κύριο όπλο του». Ακόμα, όμως, και έτσι η «σκιά» της προ-2015 διαδρομής του κόμματος το οδήγησε σε έναν «ατελέσφορο μετεωρισμό» μεταξύ της ιστορικής και ιδεολογικής παράδοσης Αριστεράς και των νέων συνθηκών στις οποίες έπρεπε να αντεπεξέλθει. Ενας μετεωρισμός που κατά τον Λουκάκο δεν επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ «να μεταλλαχθεί σε κόμμα κανονίκοτητας» τα επόμενα χρόνια.
Και ένας χρησμός
Και τι ισχύει με τον Τσίπρα του 2025, μια δεκαετία μετά την εκκίνηση της περιπέτειας της «πρώτης φοράς Αριστερά»; Ο Πάνος Λουκάκος εκτιμά ότι για έναν άνθρωπο ηλικίας μόλις 50 ετών, με μια «παιδιόθεν εκδηλωμένη ιδιοσυγκρασία» όπως λέει, η συνταξιοδότηση μοιάζει δύσκολη. Δύσκολα, όμως, μπορεί να επανέλθει σε ηγετικούς ρόλους «αν προηγουμένως δεν λογαριαστεί εντίμως και ειλικρινά με το παρελθόν του, αν δεν αναγνωρίσει τα λάθη του και τις συνέπειές τους για το κοινωνικό σύνολο. Αν δεν εγκαταλείψει τη συγκρουσιακή επιθετικότητα, την πολωτική τακτική και τη στρατηγική της έντασης που αποτέλεσαν τις κυρίαρχες αντιλήψεις του στα χρόνια της κρίσης», εκτιμά ο συγγραφέας, καταλήγοντας με ένα ακόμη «αν δεν»: «Αν δεν συνειδητοποιήσει ότι τελικά και ο ίδιος και το κόμμα του ήταν ένα γέννημα των ανωμαλιών της κρίσης, ότι η κρίση έχει πλέον παρέλθει και άρα η προσέγγιση των νέων συνθηκών της κανονικότητας προϋποθέτει εντελώς νέα πολιτικά εργαλεία».
Κομματικό ημερολόγιο καταστρώματος
Ο Γιάννης Μπαλάφας από την πλευρά του -έμπειρο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ με δεκαετίες διαδρομής στην Αριστερά-, στο δικο τόυ «ημερολόγιο καταστρώματος» όπως χαρακτηρίζει το βιβλίο ο Αλέξης Τσίπρας, έχει οδηγό της αφήγησής του λεπτομέρειες της κομματικής καθημερινότητας.
Στις σελίδες του βιβλίου του, παραθέτει αναλυτικά τις «αντιμνημονιακές δραστηριότητες του ΣΥΡΙΖΑ», καταγράφει τις φοιτητικές και αγροτικές κινητοποιήσεις της περιόδου 2012-2014 και την εμπλοκή του κόμματος σε αυτές και ανακαλεί την προσέγγιση Τσίπρα ότι «ο λαός μπορεί να ανατρέψει μέτρα και κυβέρνηση».
Τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία ανάληψης της διακυβέρνησης τον περιγράφει δίνοντας έμφαση στο εσωκομματικό παρασκήνιο. Ειδικά για το συνέδριο «ενοποίησης» του 2013 αναφέρει ότι η απόφαση για την κατάργηση των συνιστωσών πάρθηκε με ευρεία πλειοψηφία και ότι το κόμμα βγήκε ενωμένο από αυτή τη διαδικασία. Στην αφήγηση Μπαλάφα, όμως, οι εσωκομματικές τάσεις, η αυτόνομη δράση τους, οι συνδιασκέψεις που αυτές πραγματοποιούσαν στην εκάστοτε καμπή, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για την πορεία του εγχειρήματος της «πρώτης φοράς Αριστερά».
Η ανάγνωση Μπαλάφα για το πρώτο εξάμηνο του 2015 διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με εκείνες των Βούλγαρη και Λουκάκου. Ο Μπαλάφας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις διεθνείς παρεμβάσεις «στήριξης και αλληλεγγύης» προς την Ελλάδα από διανοούμενους και πολιτικούς (βλ. Πικετί, Στίγκλιτς, Ντ’ Αλέμα), αλλά και στη διαπραγματευτική στρατηγική της κυβέρνησης που -κατά τον ίδιο- εισέφερε προτάσεις και μέτρα προς τους «θεσμούς» όσο παράλληλα προσπαθούσε να δημιουργήσει πολιτικές ρωγμές σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Φτάνοντας στο δημοψήφισμα, ο Μπαλάφας καταγράφει τις κινήσεις κυβέρνησης και θεσμών, αλλά και τις αναταράξεις στο εσωτερικό της χώρας.
Πριν οδηγηθεί στην αφήγηση της κορύφωσης εκείνου του αλησμόνητου καλοκαιριού, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, στέκεται και στις εσωκομματικές αντεγκλήσεις που άρχισαν να πυκνώνουν. Ενδεικτική η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στα τέλη Μαΐου όπου τέθηκαν επί τάπητος τροπολογίες και προσθήκες περί «εναλλακτικών λύσεων» και δημοψηφίσματος. Για τον Μπαλάφα η κυβέρνηση έβλεπε το δημοψήφισμα όχι ως το τέλος, αλλά ως τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης. Οσο για την τελικό συμβιβασμό μετά το «Οχι» της 5η Ιουλίου, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται τα λόγια του Αλέξη Τσίπρα περί «αποτροπής των πιο ακραίων επιδιώξεων, των πιο συντηρητικών κύκλων στην Ευρώπη», αλλά και περί κατανομής των νέων βαρών με κοινωνική δικαιοσύνη. Πρόκειται επί της ουσίας για το αφήγημα ότι η κυβέρνηση Τσίπρα «απέκρουσε» το σχέδιο Σόιμπλε περί Grexit.

Μετά τη νέα νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο και τον σχηματισμό κυβέρνησης ξανά με τους ΑΝΕΛ, παρατηρεί κανείς ότι οι αναφορές του Μπαλάφα αρχίζουν πια να επικεντρώνονται και σε παραμέτρους μέχρι τότε ξένες προς την Αριστερά. Οι θετικές αξιολογήσεις των εταίρων, οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και οι έπαινοι Ευρωπαίων ηγετών για τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, ενσωματώνονται σταδιακά στη χάραξη της νέας κομματικής «γραμμής».