«Τα ποιήματά σας παρεπέμφθησαν στον Υποτομέα Συναισθηματικών Μικροβιολογικών Εξετάσεων. Τα ανέλυσαν λεπτομερώς. Το πόρισμα της αναλύσεως είναι πολύ επιβαρυντικό για σας, πάρα πολύ! Σας ενοχοποιεί απολύτως! Γιατί τα ποιήματά σας αποκαλύπτουν ότι πάσχετε από καθίζηση επαναστατικού πνεύματος…». Στο διήγημά του «Το διαβατήριο», ο Αντώνης Σαμαράκης παρουσιάζει τον «ένοχο» δημόσιο υπάλληλο-ποιητή να βρίσκεται απολογούμενος, επειδή εμπνεύστηκε ποιήματα περί «μελαγχολικής φθινοπωρινής βροχής», σε μία εποχή, κατά την οποία όλα τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο ενός «Συστήματος», που υπαγορεύει ακόμη και την ψυχική ευφορία.
Γράφοντας ο Σαμαράκης το 1972, μέσα στην κορύφωση της χουντικής παραφροσύνης στην Ελλάδα, με μία έξοχη αλληγορία αποτυπώνει τα δεινά του ανελεύθερου ανθρώπου, που καθίσταται υπόλογος απέναντι στο καθεστώς για τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματά του, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Έναν χρόνο μετά, η χώρα θα ζει στον πυρετό μίας αυθόρμητης μαζικής κινητοποίησης, με τη γενναία νεανική καρδιά της να χτυπά μέσα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και τα πεισματάρικα μέλη της να τραυματίζονται, να κόβονται από τους διώκτες τους και να αναγεννιόνται πιο δυνατά, πιο αποφασισμένα. «Ήμουν από την πλευρά του λαού που μαθαίνει πάντα τελευταίος αυτό που θα του συμβεί μέσα από αυτά που έχει ήδη πάθει. Τις πράξεις του κανείς συχνά, από την εποχή ακόμα του Οιδίποδα δεν τις πράττει, τις παθαίνει» θα δηλώσει κάποτε η Πέπη Ρηγοπούλου, φοιτήτρια Νομικής τότε, που βρέθηκε σκαρφαλωμένη στην πύλη του Πολυτεχνείου και πλήρωσε με σοβαρό τραυματισμό στα πόδια την εισβολή του τανκ.
Μία χώρα χρόνια τώρα στον γύψο, με πολίτες που βασικά περιφρονούν, απεχθάνονται, κοροϊδεύουν τη χούντα, αλλά και τη φοβούνται. Βιώνουν τη θαυμαστή λησμονιά της κατανάλωσης, ταξιδεύουν, απολαμβάνουν το ουισκάκι τους, καθηλώνονται μπροστά στο νέο φρούτο που λέγεται μικρή οθόνη. Η δικτατορία είναι μία περίοδος σιδερόφρακτης ευημερίας με το παρακράτος να ελέγχει και να κατευθύνει τις ανάσες όλων. Κι όσο κάποιες χιλιάδες ανθρώπων αντιστέκονται και βασανίζονται, άλλο τόσο και περισσότερο κάποιοι άλλοι σκαρφαλώνουν την κλίμακα ενός νέου επαγγέλματος. Του χαφιέ, που υπόσχεται πολλά.
Η Δημοκρατία προ πολλού έχει πάει περίπατο. Οι Συνταγματάρχες οργιάζουν. «Η δικτατορία δεν έχει ιδεολογία, μονάχα δύναμη, μα κι αυτή δεν μπορεί να παρουσιάζεται γυμνή – γίνεται αποκρουστική. Είναι ανάγκη να βρει και να φορέσει κάποια ιδεολογία. Η δική μας δικτατορία αναζήτησε και βρήκε εύκολα τη δική της ιδεολογία. Βοήθησαν οι καιροί» θα καταθέσει ο δικαστής της χούντας, Γιάννης Ντεγιάννης.
Η Ελλάδα διάγει περίοδο βαθιάς πολιτικής κρίσης. Παλάτι, Αμερικανοί, Στρατός ανησυχούν για το αποτέλεσμα ΚΑΙ των επικείμενων (28 Μαΐου 1967) εκλογών. Από το 1952 έως τώρα έχουν σχηματισθεί 16 διαφορετικές κυβερνήσεις από τέσσερις διαφορετικές Βουλές και κατέλαβαν το αξίωμα του πρωθυπουργού 12 πρόσωπα.
Επιπλέον, δεν έχει περάσει 20ετία από τη λήξη του Εμφυλίου στην Ελλάδα, πολέμου που άφησε πίσω του οδύνη και πίκρα, με θηριωδίες εκατέρωθεν των πλευρών και με την απειλή της επανεμφάνισης των «κομμουνιστοσυμμοριτών» να συντηρείται μέχρι την αποκατάσταση της ηρεμίας. Αυτός ο φόβος, που χρόνο με τον χρόνο ξεθωριάζει, γίνεται το εργαλείο της χούντας. Επαναφέροντάς τον με τα εντονότερα χρώματα, μία χούφτα γαλονάδων του στρατού βρίσκουν υπόσταση. Υψώνουν το λάβαρο της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού.
«Η χώρα διήρχετο μίαν κρίσιν αναζητούσα διέξοδο εξ ενός πολιτικού αδιεξόδου εις το οποίον είχε εισέλθει η χώρα […] Η κατάστασις αυτή προστιθεμένη εις μίαν αναρχικήν αντίληψιν η οποία είχε επιβληθεί σχεδόν εις όλα τα άτομα της κοινωνίας είχε δημιουργήσει τον έσχατον κίνδυνον δια την χώραν. Είχε δημιουργήσει τον κίνδυνον να αλωθεί η χώρα κάποια στιγμή της πορείας της προς τα εμπρός από τον κομμουνισμόν» διατυπώνει, σε άπταιστη «χωρο-πληκτη» γλώσσα, στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας ο αρχι-πραξικοπηματίας Παπαδόπουλος.
Η πρώτη πραγματική απειλή κατά των Απριλιανών
Φθινόπωρο 1973. Αυτή την περίοδο, στην Ταϊλάνδη είναι σε εξέλιξη ο αγώνας των φοιτητών κατά της φασιστικής κυβέρνησης του στρατάρχη Κιτικαχόρν. Με γενναίους μπροστάρηδες τους νέους, στις 13 Οκτωβρίου, 500.000 άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους της Μπανγκόκ διαδηλώνοντας κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Την επομένη, οι δρόμοι της πόλης πλημμυρίζουν με τεθωρακισμένα, που θερίζουν πολίτες. Τουλάχιστον 77 πέφτουν νεκροί. Για τους τραυματίες ουκ έστιν αριθμός. Το καθεστώς πέφτει. Στις 16 Οκτωβρίου του 1973, η μισητή ηγεσία της Ταϊλάνδης εγκαταλείπει κρυφά τη χώρα. Το δόρυ της αντίστασης με τη νεολαία στην αιχμή του, νίκησε τη χούντα.
«Οι δικτατορίες -ο ενικός δεν υπάρχει γι αυτές παρά μόνο επειδή το θέλει η γραμματική- προβάλλουν χωρίς να προηγείται κανένα γλυκοχάραμα. Προβάλλουν συνήθως τη νύχτα. Και η πτώση τους, ακόμα κι όταν υπάρχουν προμηνύματα, είναι πάντοτε κατακόρυφη» θα σημειώσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Υπάρχει πάντα η νεότης, να κομίζει την ελπίδα. «Οι νέοι ξέρουν τι δεν θέλουν, πριν να ξέρουν τι θέλουν» (Κοκτώ) και τα νιάτα της Ελλάδας, ύστερα από έξι χρόνια δικτατορίας, ήρθε η στιγμή να αποδείξουν, με όποιο τίμημα, πως δεν θέλουν τον έλεγχο της ζωής τους, δεν θέλουν την περιχαράκωση της σκέψης και των ονείρων τους, δεν θέλουν την υπονόμευση του παρόντος και του μέλλοντός τους, δεν θέλουν τη χούντα. Ρίχνονται με αυταπάρνηση στη μάχη ελπίζοντας σε μία επανάληψη του ταϊλανδέζικου σκηνικού.
Βέβαια, τη θρυαλλίδα της αντίδρασης καλλιεργεί έναν χρόνο τώρα η Νομική Σχολή, της οποίας φοιτητές προσφεύγουν μαζικά στα πρωτοδικεία, επειδή η ελεύθερη διεξαγωγή εκλογών στα πανεπιστήμια υπονομεύεται από τους φοιτητικούς συλλόγους, που βρίσκονται υπό τον έλεγχο διορισμένων διοικήσεων, επιλεγμένων από την Ασφάλεια. Ουσιαστικά, κινδυνεύει ο κάθε φοιτητής που θα προσέλθει να ψηφίσει, καθώς η συμμετοχή του απαιτείται να γίνει επώνυμα, οπότε κάθε υπογραφή είναι σίγουρο πως καταλήξει στα γραφεία της ΕΣΑ. Περισσότεροι από 4.000 φοιτητές της Νομικής προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Ασφαλώς, και σ’ αυτήν την περίπτωση, τα ονόματα των αιτουμένων πέφτουν στα λάθος χέρια, πυροδοτώντας σειρά συλλήψεων και κακοποιήσεων.
«Η Ελληνική Αστυνομία επιβάλλει σιωπή στους ατίθασους φοιτητές ξυλοκοπώντας τους» αναφέρει σε ανταπόκριση από την Αθήνα στο φύλλο του της 18ης Μαΐου 1972, ο Guardian. Ο «υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ» Βύρων Σταματόπουλος καλεί τους φοιτητές «να απομονώσουν τους προβοκάτορας εκείνους, οι οποίοι φρονούν ότι δια της διατυπώσεως απλώς ενός αιτήματος περί αιρετών διοικήσεων, είναι δυνατόν να προκαλέσουν γενικώτερα ψυχολογικά ζητήματα και εις την κοινωνίαν μας και εις την Κυβέρνησιν».
Τα ελληνικά πανεπιστήμια και ειδικά η Νομική Αθήνας «βράζουν». Το καθεστώς επιχειρεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση υποχώρησης στο αίτημα των φοιτητών, επιτρέποντάς τους να διεξαγάγουν ελεύθερες εκλογές, ελέγχοντας ωστόσο τις επιλογές τους μέσω αντιδημοκρατικών διατάξεων, που έχει επιβάλει στα καταστατικά των συλλόγων, κυρίως μετατρέποντας τις διορισμένες διοικήσεις σε «εκλεγμένες», μέσω ενός λεπτομερούς σχεδίου βίας και νοθείας. Αλλά, στις 20 Νοεμβρίου του 1972, ημέρα των φοιτητικών εκλογών, οι κάλπες είναι ασφράγιστες και οι εκπρόσωποι των φοιτητών εμποδίζονται στο να παρίστανται στην εκλογική διαδικασία. Οι δημοκρατικοί υποψήφιοι αποσύρουν τις υποψηφιότητές τους και καλούν τους συναδέλφους τους σε αποχή. Η προσπάθεια του καθεστώτος να εξαπατήσει τους οργισμένους νέους σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Μαζικές αποχές από τα μαθήματα, καταλήψεις σχολών, διαδηλώσεις, συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια είναι το σκηνικό των επόμενων μηνών.
Τον Ιανουάριο του 1973 η μία μετά την άλλη οι σχολές του Πολυτεχνείου κηρύσσουν αποχή από τα μαθήματα, εντάσσοντας στα αιτήματά τους και την κατάργηση νομοθετημάτων, που δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στην ανώτατη παιδεία. Η Σύγκλητος του Ιδρύματος αναγκάζεται να αναστείλει επ’ αόριστον τη λειτουργία του. Ο Παπαδόπουλος υπογράφει διάταγμα με το οποίο οι φοιτητές κλητεύονται σε στράτευση. Περισσότεροι από 120 δραστήριοι αντικαθεστωτικοί νέοι σέρνονται διά της βίας σε στρατόπεδα. Στα μέσα του Φεβρουαρίου, ενώ η Σύγκλητος του Πολυτεχνείου συνεδριάζει στο αμφιθέατρο παρουσία εκατοντάδων φοιτητών, εισβάλλουν στο Ίδρυμα ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις καταδιώκοντας, τραυματίζοντας και συλλαμβάνοντας τα «αντιδραστικά στοιχεία». Ογδόντα τέσσερα άτομα οδηγούνται στην Ασφάλεια, όπου κακοποιούνται. Στο δικαστήριο, οι «αδίστακτοι δράστες» παρουσιάζονται ισχυρά φρουρούμενοι, μελανιασμένοι από το ξύλο. Κάποιοι καταδικάζονται. Εκείνοι που κρίνονται πιο «επικίνδυνοι», στρατεύονται. Να φύγουν μακριά από τους πυρήνες αντίστασης…
Το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκει 2.500 φοιτητές Νομικής και Φιλοσοφικής κλεισμένους στη Σόλωνος να διαμαρτύρονται για τα κρατούμενα και τα στρατευμένα αδέλφια τους. Έχουν καταλάβει τους δύο τελευταίους ορόφους του κτηρίου. Από την ταράτσα φωνάζουν συνθήματα κατά του καθεστώτος, απαιτούν την απελευθέρωση των συμφοιτητών τους και ψέλνουν τον εθνικό ύμνο πλάι στη μεσίστια σημαία. Η φωτογραφία τους κάνει τον γύρο του κόσμου. Πρόκειται για την πρώτη πραγματική απειλή που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της 21ης Απριλίου, σχολιάζει το αμερικανικό δίκτυο Associated Press.
Σε λίγες μέρες η Νομική πλημμυρίζει από 4.000 και πλέον φοιτητές, που έχουν σπεύσει και από άλλες σχολές. Στις 21 Φεβρουαρίου οχυρώνονται στο κτήριο και δηλώνουν αποφασισμένοι να παραμείνουν εδώ για όσο χρειαστεί. Επί 30 ώρες χιλιάδες νέοι ενώνουν τη φωνή τους και τη στέλνουν μακριά: «Κάτω η χούντα», «Δεν περνά ο φασισμός», «Ελευθερία και Δημοκρατία», «Συμπαράσταση, λαέ». Γύρω από τη Νομική ένα συγκεντρωμένο πλήθος διογκώνεται ώρα με την ώρα. Οι πρυτανικές Αρχές διαβεβαιώνουν τους καταληψίες ότι έχουν αποσπάσει την υπόσχεση του καθεστώτος για απελευθέρωση των συμφοιτητών τους και τους καλούν να διαλυθούν «ησύχως» χωρίς τιμωρία. Αποσύρονται σε αναμονή. Οι μέρες περνούν με εύθραυστη σιωπή. Οι φοιτητές περιμένουν την τήρηση της υπόσχεσης. Όταν διαπιστώνουν ότι εξαπατήθηκαν, επιχειρούν ανεπιτυχώς δεύτερη κατάληψη της Νομικής. Είναι πλέον Μάρτιος. Βρίσκουν αστυνομικούς παρατεταγμένους έξω από το κτήριο και πύλες σφραγισμένες «λόγω Απόκρεω»!
Αλλά στο πεδίο της μάχης έχουν αποφασίσει πια να ριχτούν και η Φιλοσοφική και η Ιατρική και το Πολυτεχνείο και το Χημικό. Η επόμενη προσπάθεια κατάληψης της Σόλωνος στέφεται με επιτυχία. Στις 20 Μαρτίου οι φοιτητές καταλαμβάνουν το αποκλεισμένο από την αστυνομία κτήριο και ανεβαίνουν στην ταράτσα ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Αυτή τη φορά το καθεστώς είναι προετοιμασμένο. Οχήματα της Πυροσβεστικής καταφθάνουν σε χρόνο μηδέν και σηκώνουν τις κλίμακές τους δίνοντας πρόσβαση στους αστυνομικούς, που περικυκλώνουν τους καταληψίες στην ταράτσα. «Μας ξυλοκοπούσαν αφηνιασμένοι… Γύρω σου έβλεπες αίματα από ανοιγμένα κεφάλια…» θα περιγράψει αργότερα ο δικηγόρος και πολιτευτής Νίκος Μπίστης.
Συλλήψεις για παράβαση του Ν.4000
Οι φοιτητές είναι αποφασισμένοι. Παρά το ανελέητο ξύλο, το κυνηγητό, τις συλλήψεις, δεν σταματούν τον αγώνα. Διαδηλώσεις, καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών, θορυβώδεις διαμαρτυρίες στα προαύλια, με σταθερή την παρουσία των ξένων δημοσιογράφων, γίνονται ο μόνιμος πονοκέφαλος για τη χούντα, που δεν μπορεί πλέον να κρύψει το φασιστικό πρόσωπό της. Το νεανικό πάθος ενισχύουν επώνυμες δηλώσεις συμπαράστασης από στρατιωτικούς που εξαρχής διαχώρισαν τη θέση τους «από την επανάσταση», το κίνημα του Ναυτικού (Μάιος), που σχεδιάζει να ανατρέψει το καθεστώς και η κηδεία του Γεώργιου Παπανδρέου (4 Νοεμβρίου) στην Αθήνα, όπου από ένα εντυπωσιακό πλήθος παρισταμένων ακούγονται δυνατά αντικαθεστωτικά συνθήματα: «Κάτω η χούντα», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «Θάνατος στους τυράννους», «Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά». Την κηδεία ακολουθεί πορεία προς το Σύνταγμα με τους αστυνομικούς να προσπαθούν να την ανακόψουν, πυροβολώντας στον αέρα, χτυπώντας και συλλαμβάνοντας τους συμμετέχοντες. Οι κλούβες γεμίζουν κόσμο. Οι κατηγορίες ποικίλουν: Θρασύτητα, αντίσταση κατά της αρχής και περιύβριση, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, φθορές κατά συρροή, απελευθέρωση συλληφθέντων και παράβαση του ν. 4000 περί τεντυμποϊσμού (!) (ο νόμος που ψηφίστηκε το 1958 προς τιμωρίαν των απείθαρχων νεαρών, που πετούσαν γιαούρτια στους αντιπαθείς ενήλικες, είναι τώρα «βούτυρο στο ψωμί» της χούντας…).
«Ολίγος άνεμος Δημοκρατίας εις την πλατεία Συντάγματος δεν θα έβλαπτε την Ελλάδα. Θα έβλαπτε μόνον τους εχθρούς της Δημοκρατίας» σχολιάζει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Η μαρτυρία του φοιτητή Ιατρικής Γιώργου Παυλάκη για το πώς ξεκίνησε, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, η συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο είναι ενδεικτική: Μπήκα στη συνέλευση που είχε εκείνη τη μέρα η Νομική, επειδή δούλευα και δεν πρόλαβα να πάω στης Ιατρικής, στου Γουδή […] Στα σκαλάκια της Νομικής μίλαγαν ο Τζουμάκας με την Καρυστιάνη […] Ακούγεται μία φωνή ότι γίνονται φασαρίες στο Πολυτεχνείο. «Πάμε να στηρίξουμε τα αδέλφια μας»…
[«Το Πολυτεχνείο για μένα είναι ό,τι καλύτερο θυμάμαι στη ζωή μου, ό,τι καλύτερο έζησα και γεύτηκα, μια στιγμή ανάτασης και ηρωισμού, που ξέπλυνε εκατομμύρια σοφών μα άψυχων γονικών συμβουλών. Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Ναι, εγώ, εμείς, το θέλουμε και το μπορούμε, για μια ώρα, για μια στιγμή, αδιάφορο, όσο μπορούμε, πριν νοιαστούμε για το γάλα του μωρού, πριν αποκτήσουμε θέση για να μας φοβίζει. Τους νικήσαμε γιατί τους αψηφήσαμε» θα δηλώσει ο ίδιος -επικεφαλής πια του Τμήματος Ανθρωπίνων Ρετροϊών, στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ- σε μία επέτειο του Πολυτεχνείου, μισό αιώνα μετά].
Έτσι ξεκινά η κάθοδος των φοιτητών στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη, 14 Νοεμβρίου του 1973 και ως την αποφράδα 17η το παθιασμένο πλήθος μέσα και γύρω από το Ίδρυμα διογκώνεται σε τρόμο των οργάνων της χούντας, που αναρωτιούνται πώς θα καταφέρουν να φιμώσουν τις κραυγές διαμαρτυρίας και «να επιβάλουν την τάξη». Γιατί δεν είναι μόνο οι φοιτητές. Είναι και οι μαθητές και οι εργάτες και οι υπάλληλοι και όλοι όσοι σπεύδουν να συμπαρασταθούν στους διαδηλωτές, να στηρίξουν τον αγώνα τους, να ενώσουν τη δική τους φωνή και τη φωνή εκείνων.
Οι πρώτες κινήσεις του καθεστώτος καταγράφονται την Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου. Ο αρχηγός της Αστυνομίας, Δασκαλόπουλος, και ο επικεφαλής του τμήματος «Πνευματικής Κινήσεως» (!) της Γενικής Ασφάλειας, Καραπαναγιώτης, επισκέπτονται τον υπουργό Παιδείας, Σιφναίο. Είναι ανήσυχοι εξαιτίας της αυξημένης κινητικότητας μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο. Ο Σιφναίος επικοινωνεί με τον Παπαδόπουλο, που δεν φαίνεται να συμμερίζεται την αγωνία των υπολοίπων. Για την ώρα αποφασίζουν να τοποθετήσουν σε ευρεία ακτίνα γύρω από το Ίδρυμα πεζούς αστυνομικούς προκειμένου να αποτρέψουν την προσέγγιση κι άλλων πολιτών. Προηγουμένως έχουν να διαχειριστούν τις διαδηλώσεις, που προκύπτουν αυθόρμητα από διάφορες ομάδες σε δρόμους της πόλης. Οι συγκρούσεις αστυνομικών και διαδηλωτών είναι σφοδρές και αιματηρές. Περί τις 20:30 ένα πυκνό σύννεφο καπνού από δακρυγόνα βρίσκει τον 57χρονο δικηγόρο Σπύρο Κοντομάρη (πρώην βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου) και την εξαδέλφη του στη γωνία Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου. Ο άνδρας εισπνέει μία γερή ποσότητα χημικού και πέφτει λιπόθυμος στο οδόστρωμα. Μεταφέρεται στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώνεται ο θάνατός του από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Καταγράφεται ως ο πρώτος νεκρός του Πολυτεχνείου.
Ένα ανυποχώρητο παθιασμένο πλήθος απαιτεί δημοκρατία
Οι ρίψεις των δακρυγόνων αδειάζουν τη Σταδίου. Οι διαδηλωτές, που σπεύδουν όπως-όπως να προφυλαχτούν από τα αέρια αφήνουν πίσω τη σφραγίδα του αγώνα τους… Παπούτσια, τσάντες, πανωφόρια πλημμυρίζουν το οδόστρωμα. Αλλά δεν πτοούνται. Συγκροτώντας ένα νέο σώμα διαδήλωσης κατευθύνονται προς τα Χαυτεία και στη διαδρομή ενισχύονται από 15χρονους, 16χρονους και 17χρονους μαθητές φροντιστηρίων. Καθώς τα δακρυγόνα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, το καθεστώς επιστρατεύει σφαίρες. Αρχικά στον αέρα κι ύστερα στο ψαχνό. Η 16χρονη Ειρήνη Μουστάκα βγαίνοντας από το φροντιστήριό της στην Κάνιγγος βρίσκεται μέσα στο σώμα των διαδηλωτών. Δέχεται χτυπήματα με γκλοπ από τους αστυνομικούς και παρά ταύτα παραμένει στο σημείο για να κατευθυνθεί προς την πλατεία Βικτωρίας και να πάρει τον Ηλεκτρικό για το σπίτι της, αφού προηγουμένως σταματήσει σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να μιλήσει με τους γονείς της και να τους διαβεβαιώσει ότι είναι καλά. Εκεί δέχεται μία σφαίρα στο μάγουλο, που της κόβει τη γλώσσα!
Παρά τις διαβεβαιώσεις των υπηρετών του κράτους ότι γίνεται χρήση άσφαιρων, ακίνδυνων πυρών, αδέσποτες σφαίρες έρχονται από παντού και καρφώνονται σε πόδια, χέρια, κοιλιές διαδηλωτών και περαστικών. Πολλοί από τους τραυματίες, ωστόσο, αρνούνται να σπεύσουν για βοήθεια στα νοσοκομεία της πόλης, και δη στο Ρυθμιστικό Κέντρο Διαλογής Ασθενών (κατοπινό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς») όπου έχουν εγκατασταθεί ασφαλίτες και ξυλοκοπούν ανελέητα τους προσερχόμενους διαδηλωτές, ασχέτως των τραυμάτων τους. Όσοι οδηγούνται εκεί με ασθενοφόρα, πρώτα περιθάλπονται και ύστερα γρονθοκοπούνται, ενίοτε και το ανάποδο! Νεαροί γιατροί, που προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, τους συμβουλεύουν να φύγουν από τα παράθυρα, γιατί οι πόρτες είναι φραγμένες από καθεστωτικούς! Οι ασφαλίτες μπαίνουν ακόμη και στα χειρουργεία και πιέζουν τους γιατρούς να τελειώνουν… «Ωραία, λοιπόν! Έλα να τον ράψεις εσύ!» ουρλιάζει κάποια στιγμή αγανακτισμένος γιατρός σε άνδρα της Ασφάλειας, που του ζητά επίμονα να ολοκληρώσει την επέμβαση σε σοβαρά τραυματισμένο διαδηλωτή!
Εν τω μεταξύ, η κυκλοφορία λεωφορείων και Ι.Χ. αυτοκινήτων μπροστά από το Πολυτεχνείο γίνεται σημειωτόν. Η Πατησίων έχει «μπλοκάρει» από ένθερμους διαδηλωτές και αυτοκίνητα. Οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο σκορπούν χειρόγραφες προκηρύξεις με αντιδικτατορικά συνθήματα. Τις κολλούν στα τζάμια των διερχόμενων αυτοκινήτων. Σταματούν τα αστικά λεωφορεία και τις μοιράζουν στους επιβάτες.
Το κρατικό ραδιόφωνο έχει σιγήσει με άνωθεν εντολή. Ό,τι ακούγεται σε όλη την πόλη είναι η φωνή των φοιτητών από τους 1.050 χιλιόκυκλους. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό που έχουν στήσει μέσα στο Πολυτεχνείο. Αυτή κανείς δεν μπορεί να τη φιμώσει: «Εδώ Πολυτεχνείο. Είναι η φωνή των ελεύθερων φοιτητών, των ελεύθερων Ελλήνων». Το σήμα ενισχύεται διαρκώς. Τα μηνύματα φτάνουν και στην τελευταία γειτονιά της πόλης. Καλούν σε συμπαράσταση στον αγώνα. Οι τρεις είσοδοι του Ιδρύματος κλείνουν. Όλες οι προσπάθειες των χουντικών να βγάλουν έξω τους νεαρούς, πέφτουν στο κενό. Πίσω από την κεντρική πύλη, οι φοιτητές έχουν σταθμεύσει ένα αυτοκίνητο για να διασφαλίσουν ότι δεν θα ανοίξει. «Δεν θα περάσει ο φασισμός», «απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη». Τραγουδούν. «Πότε θα κάνει ξαστεριά…». Από μέσα ακούνε πυροβολισμούς, αλλά δεν πτοούνται. Νομίζουν ότι είναι άσφαιρα…
Από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου πολίτες περνούν στους «έγκλειστους» φαγητά, νερό και γλυκά. «Να φάτε, να δυναμώσετε, να θεριέψει η φωνή σας!» τους παρακινούν.
Μετά τις εννιά το βράδυ, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων διακόπτεται. Έτσι κι αλλιώς, είναι αδύνατο να πλησιάσει όχημα. Οι δημοσιογράφοι υπολογίζουν τους ανθρώπους που έχουν περικυκλώσει το Πολυτεχνείο σε περισσότερους από 15.000! Έχουν κατακλύσει την Πατησίων, τη Μάρνη, την Καποδιστρίου, τα ενδιάμεσα στενά. Μαθητές από τα γύρω σχολεία, 14άρηδες, 15άρηδες, σπουδαστές νυχτερινών, εργάτες που τέλειωσαν κατάκοποι τη βάρδιά τους και αρνούνται να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Νεαροί διαδηλωτές σηκώνουν ψηλά στα χέρια μία μικροκαμωμένη γριούλα, που φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της «Ελευθερία! Δημοκρατία!» Κρατά στο χέρι ένα ψάθινο τσαντάκι με λίγα σάντουιτς και δύο μπουκαλάκια νερό. Ήρθε να τα δώσει στα παιδιά που αγωνίζονται, λέει. Τη φιλούν. Τη χειροκροτούν.
«… Η βαρεία πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής και η επί έτη συμπιεζομένη πολιτική βούλησις εύρον άνοιγμα εκτονώσεως έντονον, εις τα δια των εκδηλώσεων προκαλούμενα ρήγματα εις τον δικτατορικόν μονολιθισμόν […] Η στιγμή είναι αυτόχρημα επαναστατική και -το έτι σπουδαιότερον- εξεδηλούτο εις χώρον ελευθερίας πνευματικής και κατέκλυζε τας ψυχάς των αμετανοήτων ιδεολόγων όλων των εποχών, των νέων» θα αναφέρει έναν χρόνο μετά, στην έκθεσή του, που περιλαμβάνεται στον φάκελο της προκαταρκτικής εξέτασης για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Δημήτρης Τσεβάς.
Οι δυνάμεις καταστολής αντιλαμβάνονται πια πως ό,τι και να κάνουν στους δρόμους της πόλης, δεν θα πετύχουν αποτέλεσμα. Ο πυρήνας είναι το Πολυτεχνείο. Εκεί χτυπά η αρτηρία που αιματώνει την αντίδραση και αυτή είναι που πρέπει να σιγήσει.
Τα πρώτα δακρυγόνα ήδη έχουν αρχίσει να πέφτουν από τις 20:00 ανάμεσα στον κόσμο που συνωστίζεται έξω από το Πολυτεχνείο. Τώρα έρχεται η ώρα του Ιδρύματος. Ένα κύμα πνιγηρού καπνού σαρώνει τον προαύλιο χώρο. Οι φοιτητές αναζητούν καθαρό αέρα στα κτήρια του συγκροτήματος. Το πλήθος έξω αναζητά με τη σειρά του φρέσκες ανάσες. Κινείται προς την Αλεξάνδρας, την Αβέρωφ, τη Στουρνάρη, τη Μπουμπουλίνας. Αλλά η οργή συντηρεί τα πάθη. Οι συγκεντρωμένοι πεισμώνουν. Στήνουν οδοφράγματα, μετακινούν αυτοκίνητα και φράζουν τους δρόμους, καίνε ξύλα, εφημερίδες, χαρτιά. Από τα μπαλκόνια των παρακείμενων διαμερισμάτων, οι ένοικοι πετούν ό,τι προσφέρεται προς καύση για να τροφοδοτούν τις φωτιές και να μετριάσουν τον πνιγμό από τα δακρυγόνα. «Ολόκληρος η οδός Πατησίων προ του Πολυτεχνείου και εις ακτίνα τουλάχιστον χιλιομέτρου, ήτο πλήρης οδοφραγμάτων ως και εστιών φωτιάς» περιγράφει ο ανταποκριτής της Le Monde στην Αθήνα.
Κρατικοί και παρακρατικοί πυροβολούν πυροβολούν, διαδηλωτές ρίχνουν νεράντζια
Αλλά όσο χτυπάς το τέρας, τόσο αυτό επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του για να σταθεί όρθιο. Στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως (στην Γ΄ Σεπτεμβρίου 48 – κατοπινά γραφεία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών), σε απόσταση βολής από το Πολυτεχνείο, ο συνταγματάρχης Καραγιάννης, επικεφαλής των περίπου 60 αξιωματικών χωροφυλάκων και αστυνόμων, που φρουρούν το κτήριο, δίνει εντολή να διανεμηθούν στους άνδρες του υποπολυβόλα Thomson και τυφέκια Enfield και ταυτόχρονα, με την πρώτη απόπειρα διαδηλωτών να καταλάβουν το υπουργείο, επικοινωνεί στο Επιτελείο Στρατού με τον αντιστράτηγο Βαρνάβα, ζητώντας περισσότερα όπλα και σφαίρες. «Σου στέλνω. Βαράτε στο ψαχνό» έρχεται η εντολή από τον ανώτερό του. Προς ενίσχυσιν του «κινδυνεύοντος υπουργείου» σπεύδουν και τα τεθωρακισμένα ρίψης δακρυγόνων της Αστυνομίας Πόλεων, καθώς επίσης και πρόσθετες δυνάμεις πεζών αστυνομικών. Πέριξ του υπουργείου συγκεντρώνονται καμιά 300αριά ένοπλοι «προστάτες» με στολή και κάμποσοι παρακρατικοί με πολιτικά! Και βαράνε, πράγματι, στο ψαχνό. Είναι κι άλλοι, που ακροβολίζονται όπου έχουν καλύτερη εικόνα. Στην ταράτσα του υπουργείου, στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» απέναντι από το Πολυτεχνείο, όπου έχουν στήσει ένα πρόχειρο στρατηγείο σχεδιασμού κινήσεων, σε παρακείμενες πολυκατοικίες. Στο κατοπινό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών θα αναφέρεται: «Εις την ταράτσαν (σσ: του υπουργείου Δημόσιας Τάξης) είχον ανέλθει χωροφύλακες και είχον τοποθετήσει οπλοπολυβόλον επί τρίποδος και από της θέσεως ταύτης άρχισαν να πυροβολούν δια των ατομικών τυφεκίων, αυτομάτων όπλων και πολυβόλων προς τας οδούς Αβέρωφ, Τοσίτσα, την πλατείαν Βάθης και την οδόν Αβέρωφ κάτω από την οδόν 3ης Σεπτεμβρίου».
[Την επομένη τα σταθμευμένα στην περιοχή οχήματα ήταν διάτρητα από τις σφαίρες και οι τζαμαρίες καταστημάτων και εισόδων πολυκατοικιών και αρκετών διαμερισμάτων είχαν κατεδαφιστεί. Στην ορθομαρμάρωση της εισόδου της πολυκατοικίας στο 15 της Αβέρωφ τα σημάδια από εκείνες τις σφαίρες θα είναι εμφανή μισό αιώνα μετά].
Λίγο μετά τις 20:30, διαδηλωτές, κάτοικοι της περιοχής, περαστικοί αρχίζουν να πέφτουν σαν τα κοτόπουλα στα πεζοδρόμια από σφαίρες, των οποίων την προέλευση αδυνατούν να εντοπίσουν για να προστατευτούν. «Αστυνομικοί και χωροφύλακες στην είσοδο του υπουργείου και την ταράτσα του κτηρίου πυροβολούσαν αδιακρίτως κατά του πλήθους που βρισκόταν στο τρίγωνο Αβέρωφ – Μάρνη – Γ΄ Σεπτεμβρίου» θα καταθέσει αργότερα στη δίκη του Πολυτεχνείου ο γιατρός Εμ. Ηλιαδέλης, που παρακολουθούσε τα επεισόδια από το παράθυρο του ιατρείου του στην Γ΄ Σεπτεμβρίου. «Αυτοί μας πυροβολούσαν κι εμείς τους ρίχναμε νεράντζια από τα δένδρα των πεζοδρομίων» θα διευκρινίσει στη δίκη ο 20χρονος σπουδαστής Αν. Κακριδής που δέχθηκε στη μέση σφαίρα, που διαπέρασε τον πνεύμονά του και βγήκε από τη μασχάλη. Τα φώτα στο υπουργείο είναι σβηστά. Είναι όλα σκοτεινά. «Διακρίναμε μόνο τα πηλίκια και φλόγες. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Ήταν ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Ναι, αυτό ήταν» θα καταθέσει με τη σειρά του ο 34χρονος επιπλοποιός Λ. Πρέκας, που εκείνο το βράδυ είχε ξεκινήσει από το σπίτι του, στο Περιστέρι, για να φέρει φάρμακα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Ούτε σφαίρες, ούτε δακρυγόνα, ούτε κυνηγητό στους δρόμους και ξυλοδαρμοί με γκλοπς και σιδερόβεργες αποδίδουν. Είναι περασμένες 10, νύχτα Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου. Το πάθος της αντίστασης θεριεύει και οι συγκεντρωμένοι δεν αποχωρούν από το σημείο του Πολυτεχνείου. Αντίθετα, η προσέλευση των πολιτών, που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα των φοιτητών, δεν σταματά. Το πλήθος φτάνει ίσαμε τη διασταύρωση της Χαριλάου Τρικούπη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου έχουν στηθεί οδοφράγματα και καίνε φωτιές. Στην πλατεία Αιγύπτου, στη συμβολή με τη Μαυρομματαίων, έχουν ακινητοποιηθεί λεωφορεία και ιδιωτικά οχήματα, που δυσκολεύουν την πρόσβαση περιπολικών.
Τότε ο Παπαδόπουλος αποφασίζει να ρίξει στο… πεδίο τον στρατό και τα άρματα μάχης.
[«Ναι, εγώ απεφάσισα την ενίσχυσιν των αστυνομικών δυνάμεων διά τμημάτων Στρατού, όταν αι αστυνομικαί δυνάμεις απώλεσαν την ικανότητα να επιβάλουν την τάξιν» θα δηλώσει με παρρησία στο δικαστήριο].
Κατά τις 23:30, οι συγκεντρωμένοι αντικρίζουν έντρομοι ερπυστριοφόρα να κατηφορίζουν την Αλεξάνδρας τσαλαπατώντας ό,τι εμπόδιο βρίσκουν στον δρόμο τους, ώσπου φτάνουν στη διασταύρωση με την Πατησίων. Η φάλαγγα είναι υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Γιοβάνη. Στον πύργο του πρώτου άρματος βρίσκεται και εκτελεί εντολές ο υπίλαρχος Γουνελάς. Οι διαδηλωτές αναζητούν προστασία σε εισόδους πολυκατοικιών εκατέρωθεν της λεωφόρου.
[«Κινούνταν σε απόσταση πέντε μέτρων το ένα από το άλλο και πυροβολούσαν. Γάζωναν την άσφαλτο και τους τοίχους των σπιτιών… Ήταν μία εξωφρενική κατάσταση» – Π. Ταφλαμπάς, 30 χρόνων, μάρτυρας στη δίκη].
Μία άλλη φάλαγγα τεθωρακισμένων, υπό τον υπίλαρχο Τσιάρα, προσεγγίζει το Πολυτεχνείο από τους Αμπελοκήπους μέσω της Βασιλίσσης Σοφίας και της Πανεπιστημίου.
Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στην Πατησίων, σε ακτίνα βολής από το Πολυτεχνείο, παρατάσσονται δέκα άρματα μάχης και στρατιωτικά φορτηγά, που μεταφέρουν άνδρες των δυνάμεων ορεινών καταδρομών με πλήρη πολεμική εξάρτυση και αλεξιπτωτιστές. Παίρνουν θέση αντικριστοί κατά μήκος του δρόμου. «Είμαστε αδέλφια σας. Είστε αδέλφια μας» φωνάζουν στη θέα των στρατιωτικών δυνάμεων οι φοιτητές μέσα από το Πολυτεχνείο και τραγουδούν βροντερά τον εθνικό ύμνο. «Εκκενώστε το Πολυτεχνείο, ειδάλλως θα επέμβομεν» φωνάζει με τηλεβόα ο Ντερτιλής. Ο Δασκαλόπουλος τηλεφωνεί στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Φαφούτη να δώσει την έγκρισή του για στρατιωτική επέμβαση. Εκείνος αρνείται. Ο Δασκαλόπουλος επικοινωνεί τώρα με τον εισαγγελέα Μαυροειδή. Εκείνος απαντά πως ο προϊστάμενός του ήδη έχει αρνηθεί. Την έγκριση για την επέμβαση δίνει εντέλει ως «εκπρόσωπος Διοικητικής Αρχής» ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, αδελφός του Γεώργιου!
Ο βαρύς ίσκιος των αρμάτων στο φόντο της θολής από τα δακρυγόνα ατμόσφαιρας προκαλεί φόβο.
Λίγα λεπτά πριν τις 03:00 της 17ης Νοεμβρίου 1973 ο οδηγός του τανκ με αριθμ. κυκλοφορίας ΕΣ84337 θέτει το όχημα σε λειτουργία. Είναι αυτό που περιμένει σε απόσταση αναπνοής από την πύλη του Πολυτεχνείου. Η κάνη στρέφεται προς τα πίσω και ξεκινά. Οι ερπύστριες αφήνουν έναν ανατριχιαστικό μεταλλικό θόρυβο. Το άρμα πλησιάζει με φόρα την πύλη, σταματά μπροστά της για δευτερόλεπτα κι ύστερα κινείται πάλι προς τα μπρος και τη γκρεμίζει τσαλαπατώντας και το όχημα που βρίσκεται πίσω της. Οι δυνάμεις ασφαλείας εφορμούν συλλαμβάνοντας και ξυλοκοπώντας με ράβδους και καδρόνια 866 άτομα. Αστυνομικοί με ρόπαλα στα χέρια εισβάλλουν στην αίθουσα που οι φοιτητές έχουν μετατρέψει σε πρόχειρο ιατρείο, σπάνε τους ορρούς, διαλύουν τα φιαλίδια με τα φάρμακα και χτυπούν τους ήδη τραυματισμένους.
Οι «ανώνυμοι» ήρωες που προστατεύουν τους κυνηγημένους
Εν τω μεταξύ, το κυνηγητό, οι συγκρούσεις και οι πυροβολισμοί στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο συνεχίζονται. Φοιτητές που έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα αφιονισμένα «όργανα της τάξης» καταφεύγουν σε γειτονικά σπίτια, που ανοίγουν πρόθυμα για να τους προστατέψουν. Νεαρά ζευγάρια με μωρά, γηραιές μοναχικές κυρίες, επαγγελματίες γιατροί και δικηγόροι που έχουν ξωμείνει στην περιοχή εγκλωβισμένοι στα γραφεία τους, το ζεύγος Τραϊφόρου – Βέμπο, που κατοικούν στη διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρη, ανοίγουν αυτό το πύρινο βράδυ τις πόρτες τους και αγκαλιάζουν απροστάτευτα παιδιά.
[«Ήταν ρίσκο και γι αυτούς γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ΄φερνε […] Δεν ξέρανε πόσο στρατοκρατούμενη θα ήταν το επόμενο πρωί η Αθήνα κι αν θα μπορούσαν να φύγουν τα παιδιά από αυτά τα σπίτια. Ούτε ξέρανε αν ο στρατός άρχιζε να χτυπάει ή να σπάει πόρτες και να πιάνει γυναίκες των 60 ετών, τους δημοσίους υπαλλήλους και κάτι οικογενειάρχες, οι οποίοι είχαν ανοίξει τα σπίτια τους οι άνθρωποι και μας είχαν βοηθήσει εκείνο το βράδυ» θα διηγηθεί αργότερα η φοιτήτρια τότε της Νομικής Ιωάννα Καρυστιάνη].
Το πρώτο φως της ίδια μέρας βρίσκει «βομβαρδισμένη» την περιοχή μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο. Ο όγκος των διαδηλωτών της προηγούμενης έχει διαλυθεί. Οι κηλίδες αίματος στους δρόμους είναι πυκνές, στα πεζοδρόμια, τα δένδρα και τα πέριξ μάρμαρα σφηνωμένες σφαίρες προδίδουν τι έχει προηγηθεί, πέτρες, ξύλα, παπούτσια, ρούχα, τσαλαπατημένα νεράντζια από τα δένδρα στο προαύλιο του Ιδρύματος, μαρτυρούν την άνιση μάχη. Το καθεστώς κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Η κυκλοφορία των πολιτών θα γίνεται σε συγκεκριμένη ώρα υπό αυστηρή επιτήρηση. Αστεία πράγματα. Οι διαδηλώσεις στους δρόμους συνεχίζονται με μεγαλύτερο πάθος. Το ίδιο και τα δακρυγόνα και οι σφαίρες και τα θύματα…
Την Κυριακή, 18 Νοεμβρίου, τα ρεπορτάζ των ξένων ανταποκριτών «ξεβρακώνουν» τη χούντα στο εξωτερικό. New York Times, Deutsche Welle, Guardian, Monde δημοσιοποιούν τις ντροπές της. Τα ελληνικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, που έχουν βρει και πάλι τη φωνή τους, βομβαρδίζουν το κοινό με την ανακοίνωση του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, Ζαγοριανάκου: «Υπομνήσκεται εις τους πολίτας ότι κινδυνεύει η ζωή των εις περίπτωσιν μη πιστής συμμορφώσεώς των προς τα διαταχθέντα περιοριστικά μέτρα. Αι εντεταλμέναι διά την τήρησιν της τάξεως και ασφαλείας δυνάμεις, δι όλων των εις την διάθεσίν των μέσων και δια της χρησιμοποιήσεως των όπλων, θα διατηρήσουν οπωσδήποτε την τάξιν».
Προς απογοήτευσιν του καθεστώτος, η υπενθύμιση των «υποδείξεων» δεν πέφτει σε… ευήκοα ώτα. Το πάθος των πολιτών για διά παντός απαλλαγή από τους δικτάτορες προκαλεί φρενίτιδα στις δυνάμεις καταστολής, που τώρα πια έχουν κι επίσημα το πράσινο φως να χρησιμοποιούν όπλα. Στην πραγματικότητα οι όροι έχουν αντιστραφεί. Τώρα τρόμος και πανικός κυριεύουν τους υπηρέτες του καθεστώτος που βλέπουν να έρχονται οι θλιβερές συνέπειες της υποταγής τους. Κάποιοι από αυτούς ήδη διακρίνουν την ήττα της επόμενης μέρας, αρκετοί θα ομολογήσουν ότι παραπλανήθηκαν από το αφήγημα της χούντας περί κομμουνιστικού κινδύνου, ότι δεν ήξεραν τι έκαναν και κάποιοι άλλοι δεν θα μετανοήσουν ποτέ.
«Διαταγάς έλαβα, διαταγάς εξετέλεσα…»
Στη δίκη του Πολυτεχνείου, οι ελεύθεροι πια πολίτες θα παρακολουθήσουν τους πάλαι ποτέ «κραταιούς λειτουργούς της χούντας» να ρίχνουν ευθύνες ο ένας στον άλλον, ο άλλος στον σκύλο του κι ο σκύλος στην ουρά του… Κάποιοι θα στέκονται ευθυτενείς επιχειρώντας να κρατήσουν ίχνη «στοιχειώδους αξιοπρέπειας», κάποιοι θα λουφάζουν μιλώντας απολογητικά, κάποιοι τρίτοι, όπως ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Ζαγοριανάκος, θα ξεσπούν σε λυγμούς για το αιματηρό αποτέλεσμα της «αποκατάστασης της τάξης» και κάποιοι άλλοι, όπως ο ταξίαρχος Ντερτιλής, που ο φωτογραφικός φακός τον «συνέλαβε» να κρατά περίστροφο στον τόπο των γεγονότων, με το οποίο 13 αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν ότι σκότωσε τον φοιτητή Μιχάλη Μυρογιάννη, θα υποστηρίξουν: «Είναι ψευδές. Δεν πυροβόλησα, δεν πυροβολούσα, απλώς έδειχνα στον στρατιώτη τον ορθό χειρισμό του περιστρόφου»!
«Διαταγάς έλαβα, διαταγάς εξετέλεσα» θα καταθέσει ο ενωμοτάρχης Μυλωνάς, που διακρίθηκε στη χρήση πυροβόλων όπλων από την πύλη του υπουργείου. «Οι διαδηλωτές μάς φώναζαν “είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια” κι εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα» θα πει στη δίκη ο οδηγός του άρματος που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου, στρατιώτης Σκευοφύλαξ, ο οποίος χρόνια μετά, θα δηλώσει ντροπή και θλίψη για ό,τι έκανε εκείνο το βράδυ.
«Μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, αλλά στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες… Ντρέπομαι. Είμαι ένας άνθρωπος, που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Εκείνος ο έφεδρος στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο…» θα εξομολογηθεί το 2004, σε αποκλειστική συνέντευξή του στον αείμνηστο δημοσιογράφο του Βήματος Κώστα Χατζίδη.
Το κεφάλαιο «Πολυτεχνείο» θα κλείσει με 25 καταγεγραμμένους νεκρούς από αδέσποτες σφαίρες πέριξ του Πολυτεχνείου και 1.100 και πλέον δηλωμένους τραυματίες, δεδομένου ότι υπήρξαν κι εκείνοι που αρνήθηκαν για ευνόητους λόγους να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία και έλαβαν φροντίδα στα σπίτια τους ή σε ιδιωτικά ιατρεία ή νοσηλεύτηκαν κρυφά χωρίς να εγγραφούν στις λίστες των νοσοκομείων και φυγαδεύτηκαν από γιατρούς. Στην πλειονότητά τους (80%) ήταν άτομα μεταξύ 18 και 30 χρόνων.
Ήταν όλοι αυτοί και οι άλλοι που ύψωσαν τη βροντερή φωνή τους, εκείνοι δρομολόγησαν την πτώση και την καταδίκη της δικτατορίας στην Ελλάδα.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– «Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο – Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973» Λ. Καλλιβρετάκη (Εκδ. Θεμέλιο * ιστορική βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023)
– «Θάλαμος Ανανήψεως – Μικρά Ασία, Πολυτεχνείο – Κύπρος – Μνημόνια» Π. Ρηγοπούλου (Εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2014)
– «Η Δίκη», Γ. Ντεγιάννη (Εκδ. Γνώση * Μαρτυρίες, Αθήνα 1990)
– «Ιστορία των Ελλήνων – Σύγχρονος ελληνισμός από το 1949 έως σήμερα», ομαδικό / τ. 14 (Εκδ. Δομή, Αθήνα 2006)
– «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του» επιμ. Τ. Σακελλαρόπουλος (Εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2007)
– «Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος» Αντ. Μακρυδημήτρη (Εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 1997)
– «Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος» Σπ. Μαρκεζίνη / τ. Γ΄ (Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1994)
– «Από τον εμφύλιο στη Χούντα, 1963-1967» Σπ. Λιναρδάτου (Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1988)
– «Το διαβατήριο» Αντ. Σαμαράκη (Εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1991)
– «Οι απαγορευμένες δηλώσεις του Γ. Παπαδόπουλου» Γ. Λεονταρίτη (Εκδ. Ελεύθερη Ώρα, Αθήνα 2012)
– Αρχείο εφημερίδων Τ. Α. Μανιατέα

