Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή μετά τη συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ επιχειρεί να ανιχνεύσει, με έμφαση στην «παράμετρο Τουρκία», η Αθήνα, ενώ, παράλληλα, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πολεμική ανάφλεξη στην ελληνική οικονομία.
Στο κυβερνητικό επιτελείο αναγνωρίζεται πως πλέον ο ρόλος της Αγκυρας ως κομβικού περιφερειακού παίκτη ενισχύεται περαιτέρω, ενώ με την πλήρη αποδυνάμωση της Τεχεράνης να είναι ορατή ως ενδεχόμενο, ο Ερντογάν κάνει ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια να καταστεί ο βασικός εκφραστής του μουσουλμανικού κόσμου. Στον αντίποδα, οι τελευταίες εξελίξεις καθιστούν αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ, αλλά και της Σαουδικής Αραβίας, χωρών με τις οποίες η Αθήνα διατηρεί στρατηγική σχέση, με αποτέλεσμα το τελικό «ισοζύγιο» να μη θεωρείται αρνητικό για την ελληνική πλευρά. Μάλιστα, με το σκηνικό που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή το Ισραήλ μπορεί να καταστεί ευθέως ανταγωνιστικό προς την ίδια την Τουρκία, καθώς τα «αναχώματα» που υπήρχαν έως πρόσφατα, όπως η Συρία και τώρα το Ιράν, πιθανότατα παύουν να υφίστανται. Αναφορικά με τις οικονομικές παρενέργειες της σύρραξης, στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμάται πως οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι μικρές, στην περίπτωση κατά την οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επέλθει αποκλιμάκωση το αμέσως επόμενο διάστημα. Είτε, δηλαδή, μέσω της εξεύρεσης λύσης διά της διπλωματικής οδού, όπως θα επιθυμούσε η Αθήνα, ή με την αναδίπλωση της Τεχεράνης εξαιτίας της πολεμικής πίεσης του Ισραήλ – και ενδεχομένως των ΗΠΑ.
Υπ’ αυτή την έννοια, εκφράζεται βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να «θιγεί» το πακέτο των περίπου 2 δισ. που θα εξαγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ. Πάντως, αναγνωρίζεται πως τα δεδομένα ίσως μεταβληθούν εάν η σύγκρουση Ιράν και Ισραήλ αποκτήσει χρονικό βάθος, ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία υλοποιηθούν οι απειλές για κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, εξέλιξη που θα έχει μεγάλες επιπτώσεις στη διεθνή, και την ελληνική, οικονομία.

Πίεση για το casus belli
Η έντονη διεθνής αστάθεια και η «απρόβλεπτη» διπλωματία του Ντόναλντ Τραμπ εκ των πραγμάτων αντανακλώνται και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στις οποίες δεν θα πρέπει να αναμένονται θεαματικές εξελίξεις τους επόμενους μήνες, παρότι την επόμενη εβδομάδα οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν ενδέχεται να συναντηθούν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, στη Χάγη. Η Αγκυρα είναι σαφές ότι δεν μεταβάλλει στρατηγική σε κανένα από τα μέτωπα που έχει δημιουργήσει: Στην Αθήνα εκτιμάται πως παρασκηνιακά διαδραμάτισε ρόλο στην αιφνίδια αμφισβήτηση από τη Λιβύη της χωροθέτησης των δύο οικοπέδων για έρευνες νοτίως της Κρήτης, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο η Τρίπολη να απευθυνθεί για το θέμα και στον ΟΗΕ. Παράλληλα, η Τουρκία παραμένει σταθερή στη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», όπως προκύπτει και από τον χάρτη που κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα στην UNESCO, ως απάντηση στον Ελληνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, ενώ προεξοφλείται πως τουρκική αντίδραση θα υπάρξει και στις ανακοινώσεις για τα θαλάσσια πάρκα στις οποίες θα προχωρήσει η Αθήνα μέχρι τα τέλη του μήνα. Βεβαίως, σταθερή στις εθνικές κόκκινες γραμμές θα παραμείνει και η ελληνική πλευρά. Μάλιστα, ειλημμένη είναι η απόφαση στη φαρέτρα των ελληνικών θέσεων να ενταχθεί και η αξίωση της άρσης του τουρκικού casus belli προκειμένου η Αθήνα να ανάψει το πράσινο φως για τη συμμετοχή της Aγκυρας στο πρόγραμμα SAFE. Για τη συμμετοχή τρίτων χωρών απαιτείται ομοφωνία, άρα είναι απαραίτητη η συναίνεση της Αθήνας, που όπως λέγεται θα αντιδράσει «μπλοκάροντας» πιθανές συμφωνίες στη λογική της «συνάφειας»: Δηλαδή το θέμα του casus belli θα εγείρεται στο πεδίο των αμυντικών συνεργειών της Ε.Ε. με την Αγκυρα, και όχι σε κάθε πτυχή των ευρωτουρκικών σχέσεων. Πάντως, οι προσδοκίες για αλλαγή πλεύσης της Τουρκίας στο ζήτημα του casus belli είναι εξαιρετικά περιορισμένες, καθώς εκτιμάται πως ο Ταγίπ Ερντογάν πολύ δύσκολα θα προχωρήσει στην άρση του, αφού η συγκεκριμένη κίνηση θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, αλλά και σε επίπεδο κοινής γνώμης.

Χωρίς πυξίδα μετά το συνέδριο
Χωρίς πολιτικό «δράμα» και χωρίς να συγκεντρώσει τα φώτα της δημοσιότητας, ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, επαναβεβαιώνοντας ότι ο δρόμος προς την ανάταξη του κόμματος θα είναι εξαιρετικά δύσβατος. Εξάλλου τα βασικά συμπεράσματα από τις εργασίες, όπως καταγράφονται από έμπειρα στελέχη της Κουμουνδούρου, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι: Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε φάση μετάβασης χωρίς να έχει αποτιμήσει με αυτοκριτική διάθεση ούτε την περίοδο Τσίπρα ούτε την περίοδο Κασσελάκη, κάτι που, όμως, θα ήταν απαραίτητο προκειμένου να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια. Δεύτερον, ο ίδιος ο κόσμος του κόμματος έχει αποστασιοποιηθεί. Oπως λέγεται, στα πηγαδάκια του συνεδρίου οι συζητήσεις είχαν λιγότερο ως επίκεντρο την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ και –πολύ– περισσότερο τις επόμενες κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Τρίτον, οι προσωπικές στρατηγικές παραμένουν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Κουμουνδούρου. Είναι ενδεικτικό ότι παρά τις βαθιές διαφορές που τους χωρίζουν, Σωκράτης Φάμελλος, Νίκος Παππάς και Παύλος Πολάκης εμφανίστηκαν να συμπλέουν στο ότι η όποια πρωτοβουλία του Αλ. Τσίπρα δεν μπορεί να «υπερβαίνει» τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών, μέσω της συγκεκριμένης προσέγγισης ο Σ. Φάμελλος επιδιώκει να «υπερασπιστεί» τη θέση του ως προέδρου του κόμματος, ενώ οι Ν. Παππάς και Π. Πολάκης γνωρίζουν πως εάν ο Αλ. Τσίπρας προχωρήσει στη δημιουργία νέου φορέα, οι ίδιοι θα βρίσκονται «εκτός κάδρου». Στον αντίποδα, ίσως αποτελεί θετική εξέλιξη στην κατεύθυνση της «ομογενοποίησης» του πολιτικού λόγου και της στρατηγικής της Κουμουνδούρου πως οι εσωκομματικοί συσχετισμοί έχουν μεταβληθεί τους τελευταίους μήνες και η επιρροή του Π. Πολάκη έχει περιοριστεί, με το προεδρικό μπλοκ να ενισχύεται σημαντικά όπως προκύπτει και από τις ψηφοφορίες που διενεργήθηκαν. Η συγκεκριμένη εξέλιξη όμως αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι το συνέδριο δεν μετέδωσε εικόνα επανασυσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνοδεύτηκε από αποχωρήσεις σειράς στελεχών, μεταξύ των οποίων ο Γ. Τσίπρας. Μάλιστα, κατά πληροφορίες, το αμέσως επόμενο διάστημα οι αποχωρήσεις θα συνεχιστούν.