Κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε μια ιστορία –σε μια παρέα, σε ένα οικογενειακό τραπέζι ή ακόμα και σε έναν περίπατο με έναν φίλο– συμμετέχουμε σε κάτι πολύ πιο σύνθετο από απλή ανάκληση γεγονότων. Η αφήγηση δεν είναι μια παθητική πράξη μνήμης. Είναι μια ζωντανή διαδικασία, μια συνήθεια που κουβαλάει μέσα της σχέση, συναίσθημα και ανάγκη σύνδεσης.
Η ερώτηση «γιατί λέμε και ξαναλέμε τις ίδιες ιστορίες;» ανοίγει ένα μονοπάτι που διασχίζει την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, τη γλωσσολογία και τη νευροεπιστήμη. Αλλά πάνω απ’ όλα, μας καλεί να δούμε τον άνθρωπο σαν όν αφηγηματικό, που βρίσκει νόημα στη ζωή του μέσα από τις ιστορίες που διηγείται και ακούει.
Advertisment
Η μνήμη είναι αφήγηση
Συχνά φανταζόμαστε τη μνήμη σαν μια βιβλιοθήκη ή ένα αρχείο όπου φυλάσσονται γεγονότα. Όμως, όπως έδειξε ο ψυχολόγος Frederic Bartlett ήδη από τη δεκαετία του 1930, η μνήμη λειτουργεί περισσότερο σαν εργαστήριο – αναδομεί, συμπληρώνει, και προσαρμόζει. Και ο βασικός της μηχανισμός είναι η αφήγηση.
Όταν θυμόμαστε, αφηγούμαστε. Αλλά δεν μιλάμε μόνο στον εαυτό μας – μιλάμε και προς τους άλλους. Και κάθε φορά, η ιστορία αλλάζει λίγο, καθώς προσαρμόζεται στο εκάστοτε πλαίσιο, στην παρουσία του ακροατή, στη διάθεση της στιγμής. Αυτό δεν την κάνει λιγότερο αληθινή. Την κάνει ζωντανή.
Η αφήγηση μάς βοηθά να τακτοποιήσουμε το χάος των εμπειριών σε μια μορφή που έχει αρχή, μέση και τέλος. Όταν διηγούμαστε ένα γεγονός, το τοποθετούμε σε πλαίσιο, του δίνουμε αιτία και αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο, η μνήμη δεν είναι μόνο αναπαράσταση του παρελθόντος – είναι ερμηνεία του.
Advertisment
Η επανάληψη και η επιβεβαίωση ταυτότητας
Όλοι έχουμε ιστορίες που λέμε ξανά και ξανά. Γιατί; Επειδή αυτές οι ιστορίες μάς προσδιορίζουν. Όπως έχει δείξει ο ψυχολόγος Dan McAdams, η ταυτότητά μας δομείται μέσα από τις αφηγήσεις που επιλέγουμε να κρατήσουμε και να επαναλάβουμε.
Η ιστορία για εκείνη την απόφαση που μας άλλαξε, για το ατύχημα, για το καλοκαίρι που δεν ξεχάστηκε είναι σημεία αναφοράς. Και όταν τις μοιραζόμαστε, δεν επιβεβαιώνουμε μόνο τον εαυτό μας. Επαναβεβαιώνουμε και τους δεσμούς μας με τους ανθρώπους γύρω μας.
Με την επανάληψη, αυτές οι ιστορίες αποκτούν σταδιακά σταθερότητα – γίνονται σαν «πυλώνες» της προσωπικής μας μυθολογίας. Και κάθε φορά που τις αφηγούμαστε, είτε σε φίλους είτε σε εμάς τους ίδιους, εδραιώνουμε την αίσθηση συνέχειας και συνοχής στον χρόνο.
Η μνήμη ως κοινωνικό παιχνίδι
Ο φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein μίλησε για τα «γλωσσικά παιχνίδια» – τα μικρά τελετουργικά της καθημερινής γλώσσας που έχουν νόημα μόνο μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο. Η αφήγηση ιστοριών είναι ακριβώς αυτό: ένα παιχνίδι. Έχει ρόλους, σιωπές, διακοπές, γέλια, διορθώσεις. Και κάθε φορά που παίζεται ξανά, γίνεται λίγο διαφορετικό.
Όταν κάποιος διηγείται για πολλοστή φορά μια ιστορία και το ακροατήριο τον ακούει με χαμόγελο πρόκειται για κοινή μνήμη. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις γίνονται πιο βαθιές – όχι μόνο με το τι λέμε, αλλά με το πώς το μοιραζόμαστε.
Η συμμετοχή σε μια αφήγηση είναι σαν ένα παιχνίδι εμπιστοσύνης. Ο αφηγητής βασίζεται στην ανοχή και την αποδοχή του ακροατή ότι θα τον ακούσει ξανά, χωρίς ειρωνεία, χωρίς ανυπομονησία. Με τον τρόπο αυτό, η ίδια η διαδικασία της αφήγησης μετατρέπεται σε πράξη εγγύτητας.
Η δύναμη της αφήγησης: μνήμη, νευροεπιστήμη και εγγύτητα
Σύμφωνα με τον Roger Schank, ο εγκέφαλος αποθηκεύει εμπειρίες με τη μορφή ιστοριών. Η επανάληψη λοιπόν, είναι τρόπος εμπέδωσης. Με κάθε νέα αφήγηση, ενισχύονται νευρωνικά μονοπάτια και η εμπειρία γίνεται πιο «δική μας».
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το εξής: όταν αφηγούμαστε μια ιστορία και ο άλλος ακούει προσεκτικά, οι εγκέφαλοί μας συγχρονίζονται. Οι fMRI μελέτες του Uri Hasson (Princeton University) δείχνουν ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα του ακροατή αρχίζει να καθρεφτίζει αυτή του αφηγητή. Δηλαδή, βιώνουμε μαζί την ιστορία – κυριολεκτικά. Ο ακροατής πέρα από μάρτυρας γίνεται και συνοδοιπόρος.
Αυτός ο νευρωνικός συγχρονισμός είναι κάτι περισσότερο από ένα τεχνικό εύρημα. Εξηγεί γιατί οι ιστορίες μπορούν να δημιουργήσουν εμπιστοσύνη, συναισθηματικό δεσμό, ακόμη και αίσθηση κοινής εμπειρίας. Σε ομάδες, η κοινή αφήγηση μπορεί να μειώσει την αίσθηση απομόνωσης. Σε σχέσεις, η επανάληψη της ιστορίας του «πώς γνωριστήκαμε» είναι μηχανισμός σύνδεσης.
Παράλληλα, η δύναμη της αφήγησης φαίνεται και στην ψυχοθεραπεία. Σε πολλές θεραπευτικές προσεγγίσεις, το να πει κανείς την ιστορία του –και να την ξαναπεί– αποτελεί βασικό βήμα προς τη θεραπεία. Μέσα από την αφήγηση, ανασυνθέτουμε τον εαυτό μας, εντοπίζουμε τα μοτίβα, ξαναδίνουμε νόημα σε γεγονότα που έμοιαζαν χαοτικά ή τραυματικά. Η νευροεπιστήμη δείχνει ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι συμβολική. Αλλάζει τον τρόπο που ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη μνήμη.
Η δύναμη της αφήγησης λοιπόν, είναι νευρωνικά μετρήσιμη και βιωματικά μεταμορφωτική. Και η επανάληψή της, όταν γίνεται με αποδοχή και προσοχή, γίνεται χώρος σχέσης, κατανόησης και εγγύτητας.
Από την ατομική μνήμη στη συλλογική πραγματικότητα
Μια ιστορία που λέγεται ξανά και ξανά παύει να ανήκει μόνο σε εκείνον που την έζησε. Γίνεται κοινή αναφορά. Σκέψου τις οικογενειακές ιστορίες που όλοι γνωρίζουν απέξω, τα ανέκδοτα που περνούν από γενιά σε γενιά, τους εθνικούς μύθους που επαναλαμβάνονται στις επετείους.
Η επανάληψη κάνει την ιστορία πέρα από οικεία και δομικό στοιχείο του ανήκειν. Είναι αυτό που δίνει στους ανθρώπους το αίσθημα ότι «ήμασταν εκεί», ακόμη κι αν δεν ήμασταν.
Η συλλογική μνήμη οικοδομείται μέσα από αυτές τις επαναλήψεις. Η ταυτότητα ενός λαού, μιας κοινότητας, μιας οικογένειας, είναι το σύνολο των γεγονότων που έζησε, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να τα θυμάται. Κάθε επαναλαμβανόμενη αφήγηση γίνεται θεμέλιο πολιτισμικής συνοχής – χωρίς να είναι απαραίτητα ακριβής- γιατί γίνεται σημαντική.
Σε κοινωνιολογικό επίπεδο, η συλλογική μνήμη λειτουργεί ως μηχανισμός δημιουργίας κοινών αξιών και νοημάτων. Όπως σημειώνει ο Maurice Halbwachs, θεμελιωτής της έννοιας, η ατομική μνήμη είναι πάντα τοποθετημένη σε ένα κοινωνικό πλαίσιο – δεν θυμόμαστε μόνοι μας, θυμόμαστε μέσα από τους άλλους. Και οι ιστορίες που λέγονται ξανά και ξανά, λειτουργούν ως σημεία αναφοράς της κοινότητας: τι αξίζει να θυμόμαστε, ποια γεγονότα μας ορίζουν, ποια μαθήματα πήραμε.
Σε μικρότερη κλίμακα, σε ομάδες, παρέες ή οικογένειες, η κοινή αφήγηση γίνεται τρόπος για να διατηρηθεί η αίσθηση του «εμείς». Οι ιστορίες που λέγονται ξανά σε γιορτές, σε συναντήσεις, σε τυχαίες στιγμές, δεν είναι ποτέ ουδέτερες. Είναι «κώδικες σύνδεσης», που ενσωματώνουν το παρελθόν στην παρούσα στιγμή και το χρησιμοποιούν για να ορίσουν το μέλλον: ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, τι σημαίνει να ανήκουμε κάπου.
Σε τελική ανάλυση, η συλλογική πραγματικότητα χτίζεται με αφηγήσεις. Και κάθε φορά που μια ιστορία λέγεται ξανά, ενισχύει ένα νήμα που συνδέει τον ατομικό εαυτό με κάτι μεγαλύτερο. Η μνήμη γίνεται έτσι όχι απλώς εργαλείο ανάκλησης, αλλά χώρος ταυτότητας.
Αγαπάμε να επαναλαμβάνουμε ιστορίες γιατί αυτός είναι ο τρόπος μας να θυμόμαστε – όχι μόνο το παρελθόν, αλλά κι ο ένας τον άλλον. Η μνήμη είναι πράξη σχέσης και η αφήγηση είναι το νήμα που μας δένει μέσα στον χρόνο.
Η επανάληψη μιας ιστορίας είναι νοσταλγία και αντίσταση στη λήθη. Μια μικρή πράξη μοιράσματος και τελικά, ένας τρόπος να πούμε: «Αυτό που έζησα έχει σημασία και θέλω να το ξαναζήσω μαζί σας».
Βιβλιογραφία
- Bartlett, F. (1932). Remembering: A Study in Experimental and Social Psychology.
- McAdams, D. P. (1993). The Stories We Live By: Personal Myths and the Making of the Self.
- Schank, R. C. (1990). Tell Me a Story: Narrative and Intelligence.
- Pasupathi, M. & Hoyt, T. (2009). The development of narrative identity in late adolescence and emerging adulthood.
- Hasson, U. et al. (2012). Brain-to-brain coupling: a mechanism for creating and sharing a social world. Trends in Cognitive Sciences.
- Wittgenstein, L. (1953). Philosophical Investigations.