Οι παρεμβάσεις της δεν έλειψαν ποτέ από τη δημόσια σφαίρα για τα ζητήματα στα οποία αφιέρωσε την ακαδημαϊκή και προσωπική της διαδρομή: τις βυζαντινές σπουδές, τη σχέση Ελλάδας και Ευρώπης, τους κορυφαίους έλληνες ποιητές, τον Πικάσο, τον Κοκτώ, φημισμένους γάλλους προέδρους. Αυτά είναι και ορισμένα από τα κεφάλαια που περιέχονται στο βιβλίο «Η κληρονομιά του ελληνισμού» (εκδ. Καστανιώτη), όπου ο Θανάσης Θ. Νιάρχος έχει συγκεντρώσει 20 ομιλίες, κείμενα και συνεντεύξεις (οι τρεις εξ αυτών στα «ΝΕΑ») της Ελένης Αρβελέρ από το 1979 έως φέτος. Από το τομίδιο, που αναμένεται αρχές Απριλίου και περιλαμβάνει πρόλογο των Μαρίας Ευθυμίου και Ιουλίτας Ηλιοπούλου, προδημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα.
Το πρώτο προέρχεται από ομιλία της Ελένης Αρβελέρ στον Εβρο, στις 7 Μαΐου 2003, όταν η Ελλάδα είχε αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο πρώτο εξάμηνο. Αναφέρεται στα πολιτιστικά θεμέλια της ενωμένης Ευρώπης και την έννοια της ελληνικότητας ως συστατικό υλικό της ευρωπαϊκότητας.
ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕ ΔΑΚΡΥΑ
«Η Ευρώπη μένει απείθαρχη σε ορισμούς»
Ειπώθηκε, ίσως με κάποια υπερβολή, ότι παραπαίουσα η Ευρώπη πραγματοποίησε τα πρώτα αβέβαια βήματά της προς τη θεσμική της ενοποίηση, μπρος στα αδιάφορα βλέμματα των λαών που την απαρτίζουν. Ειπώθηκε, επίσης, ασφαλώς με κάποια υπερβολή, ότι η μόνη συνεκτική δύναμη της Ευρώπης είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων, παρόλο που κανείς δεν επιχειρεί να καθορίσει τα ειδοποιά στοιχεία της οικονομικής και πολιτικής συνοχής, μέσα στο πολυκύμαντο ιστορικό γίγνεσθαι του διαπλανητικού κόσμου. Ειπώθηκε, τέλος (κι αυτό σίγουρα δικαιολογημένα), ότι η Ευρώπη είναι η ιστορία της – έτσι η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα του ιστορικού βιώματος εμποδίζει την οποιαδήποτε προσέγγιση της Ευρώπης, πριν καθορισθεί η, πάντα μερική, οπτική γωνία και σκοπιά. Μιλούν τώρα για Ευρώπη στον πληθυντικό, έγραψαν για ζώνες της χρυσής και της λευκής Ευρώπης (του ήλιου δηλαδή και των χιονιών), ερευνούν επισταμένα θεμελιακούς μύθους για την εξιχνίαση του πρωταρχικού χαρακτήρα των Ευρωπαίων, εξετάσθηκαν τέλος αρχιτεκτονικές συνήθειες και καλλιτεχνικές λαϊκές εκφράσεις, αλλά και η πρακτική καθημερινή ζωή, για να βγει το γενικό σχεδόν συμπέρασμα ότι (αντιγράφω εδώ, σχεδόν, τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παρουσίασε η Επιτροπή του Emilio Colombo) η Ευρώπη είναι ένας κοινός πολιτιστικός χώρος που, παρά την πολύπτυχη και πολυδιάστατη συμβολή των λογής Ευρωπαίων, έχει κοινές ρίζες και αναγνωρίσιμες εκφράσεις, οι οποίες επιτρέπουν να μιλάμε για έναν ενιαίο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ετσι γράφτηκε λίγο βιαστικά, σαν απεικόνιση της πολιτιστικής συνοχής των Ευρωπαίων, ότι η Ευρώπη είναι ένα κοινό Μουσείο, μια κοινή Βιβλιοθήκη, μια κοινή αισθητική και μια συγκινησιακή κοινή αναφορά.
Ο αντίλογος για όλες αυτές τις διαπιστώσεις είναι ευκολονόητος και θα φανεί παιδαριώδης· ας πούμε μόνο ότι η Ευρώπη και η υπαρξιακή της υπόσταση μένει απείθαρχη σε ορισμούς και σε κάθε γνωστικό πλαίσιο και περίγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, ότι όλοι όσοι καταπιάστηκαν με τον καθορισμό της οποιασδήποτε Ευρώπης έχουν για υποχρεωτική αναφορά τα πανάρχαια γεγονότα και δρώμενα που είδαν το φως στον χώρο που ορίζει γεωγραφικά και ιστορικά την αρχή της Ευρώπης, εννοώ την Ελλάδα. Ετσι η εισαγωγή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα χαιρετίσθηκε σαν το σύμβολο που θα επέτρεπε στους Ευρωπαίους ν’ αναφερθούν στη διαχρονική συνέχεια του πολιτιστικού ευρωπαϊκού κατορθώματος και ν’ απαγκιστρωθούν από τον στενά οικονομικό και τεχνοκρατικό χαρακτήρα του θεσμού. Οι ελπίδες, βέβαια, αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν όλες, μολονότι η ευρωαπαισιοδοξία των Ευρωπαίων διανοούμενων γνώρισε έκτοτε κάποια ύφεση. Σημαδιακά σχεδόν, σήμερα η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της κοινοτικής Ευρώπης, σε μια άλλη στιγμή κόπωσης και πεσιμισμού. Τρέφονται από την τεχνοκρατική πολυπλοκότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ, αλλά και από την αδυναμία της Ευρώπης να ανταποκριθεί στις ανθρωπιστικές και πολιτιστικές υποχρεώσεις που της υπαγορεύουν τα δραματικά γεγονότα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στο νέο αυτό κλίμα ευρωπαϊκής αβεβαιότητας, η Ελλάδα, και μόνο αυτή, μπορεί να θυμίσει την εξοχότητα της πολιτιστικής καταβολής της Ευρώπης και να εργασθεί για την εμπέδωσή της σ’ όλο τον ενοποιημένο, μετά την πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ιστορικό ευρωπαϊκό χώρο. Ευχή αυτή μαζί και ελπίδα.
«Θα δώσω στον Ευρωπαίο έναν ορισμό όχι γεωγραφικό ή ιστορικό, αλλά λειτουργικό», γράφει ο Πωλ Βαλερύ: «Θεωρώ Ευρωπαίους τους λαούς που στην ιστορία τους δέχθηκαν την επίδραση τριών βασικών παραγόντων: α) της Ρώμης, που σαν κράτος και εξουσία κυριάρχησε με το νομοθετικό της έργο και τη διοικητική της οργάνωση στον κόσμο, β) του Χριστιανισμού, με την ιουδαϊκή ιστορικότητά του και γ) πάνω από όλα, της αρχαίας Ελλάδας, της υψίστης αναφοράς ανθρωπισμού». Αυτά θεμελιώνει ο Βαλερύ στο δοκίμιό του «Ποιος είναι ο Ευρωπαίος» και συνεχίζει παραστατικότερα: «Παντού όπου τα ονόματα του Βιργίλιου, του Παύλου, του Μωυσή, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα έχουν απήχηση, βάρος και σημασία, εκεί είναι η Ευρώπη».
Η πολιτιστική αυτή προσέγγιση μπορεί να φέρει τα σύνορα της Ευρώπης ως την απόμακρη προέκτασή της, την Αμερική, αλλά αγνοεί κάθε κελτογερμανική και κάθε σκυθοσλαβική συμβολή (τόσο της μόδας σήμερα και οι δύο) στην επεξεργασία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κι αυτό για να σταθεί καίρια μόνο στις θεμελιακές αρχές του ευρωπαϊκού πνεύματος: στην ορθολογιστική ενατένιση και την προσήλωση στον άνθρωπο που χρωστά η Ευρώπη στην Ελλάδα, στη χριστιανοϊουδαϊκή πνευματικότητα με την κοινωνική διάταξη, και βέβαια στην έννομη κοινωνική διάταξη και θεσμική λειτουργία που επέβαλε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στον αχανή κόσμο της επικράτειάς της, στην όλη δηλαδή τότε Ευρώπη. Πρώτη στον χρόνο και πρωταρχική σε σημασία, από τις βασικές καταβολές της Ευρώπης, μένει ωστόσο πάντα η ελληνικότητα.
Μια επέκταση αναγεννητική της αρχαίας Ελλάδας, θεωρήθηκε σωστά το ρωμαϊκό επίτευγμα· αδύνατη αποδείχθηκε η εξάπλωση του χριστιανισμού και η επεξεργασία του δόγματος χωρίς τη συμβολή της ελληνικής διανόησης και χωρίς την οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας, της κοινής ελληνικής λαλιάς, που έφτασε ως μέσα στη Βακτριανή και στους Ινδούς, κατά τον καβαφικό λόγο. Η κοινή ελληνική κυριάρχησε στον κόσμο που είχε ενοποιήσει, μετά την αλεξανδρινή κατάκτηση, το «ελληνίζειν» (όπως γράφει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός), η προσπάθεια δηλαδή να μιμηθεί ο καθείς, κατά το δυνατόν, τους Ελληνες στον τρόπο ζωής και σκέψης. Τα ελληνικά που μιλούσαν, όπως γράφει πάντα ο Καβάφης, από τον Ζάγρο και τα Φράατα πέρα, γίνονται τότε ο φορέας της φήμης· στα ελληνικά μεταφράζεται για πρώτη φορά η Παλαιά Διαθήκη, στα ελληνικά γράφονται τα Ευαγγέλια (πλην ενός), οι Αποστολικές Πράξεις και Επιστολές, ελληνικά και τα έργα των Πατέρων και των ιεραρχών, η γραμματολογία που πάνω της θα θεμελιωθεί η χριστιανική πράξη και ηθική, αυτή που ορίζει τα εν κόσμω (τη θύραθεν παιδεία), αλλά και αυτή που ρυθμίζει την αναχωρητική άσκηση. Ιδού γιατί στην ελληνικότητα συγκλίνουν χρονικά και ουσιαστικά όλες οι αρχές της ευρωπαϊκής υπόστασης, ιδού γιατί το μόνο αδύνατο είναι μια Ευρώπη χωρίς Ελλάδα, ιδού το αληθινό του λόγου και η δικαίωση του Σέλεϋ, που αποφασιστικά υπογράμμισε ότι «τα θέσμιά μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, η τέχνη μας, όλα έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα». Ρίζα η Ελλάδα της κάθε Ευρώπης, της μεσογειακής και της ατλαντικής, της ορθόδοξης και της καθολικής, της λατινικής, της γερμανοτραφούς, της σλαβικής και της νορμανδικής, εκφράζεται με αδιάλειπτη συνέχεια ως τα σήμερα από τη γλώσσα, που λακωνικότατα συνοψίζει τα υψηλά και τα ωραία του ευρωπαϊκού πνεύματος, όσα έχουν για βάση και αρχή την ελληνική διαχρονική σκέψη.
Ελληνογενείς σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες η μητέρα της σκέψης -η φιλοσοφία- και η ρίζα των επιστημών -τα μαθηματικά-, ελληνικό «το κτήμα ες αεί», εννοώ την Ιστορία. Παντού σχεδόν ελληνικά τα πράγματα και οι λέξεις: Θέατρο, Μουσείο, Βιβλιοθήκη, για να μην αναφέρω τον μακρύ ονομαστικό κατάλογο όλων αυτών των επιστημών που έκαναν τον αιώνα μας να γίνει η εποχή ακόρεστης γνωστικής βουλιμίας. Ελληνικοί, τέλος, οι μύθοι που σαν συνδετικοί κρίκοι οδηγούν τους Ευρωπαίους σε συγκινήσεις, ανατάσεις και πάθη που σημαδεύουν την αλληλεγγύη της ομάδας μέσα στην πολυκύμαντη Ιστορία. Να θυμίσω ενδεικτικά τον μύθο της Ευρώπης, της Φοίνισσας κόρης με το ευρύ βλέμμα -όπως θέλει το όνομά της-, που ο ελληνικός Δίας έφερε στην Κρήτη (την κοιτίδα του πρώτου ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού πολιτισμού: του μινωικού), εγκαινιάζοντας με την αρπαγή αυτή τον κατά της Ασίας ελληνικό αγώνα. Βασικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής υπόστασης η αντιπαράθεση αυτή με την Ασία. Απωθητική έλξη ορίζει, από την Αρχαιότητα, τις ευρωασιατικές σχέσεις που έχουν για φορέα τον ελληνικό κόσμο. Συναγωνιστικές οι ανταλλαγές, ανταγωνιστικές οι επιδιώξεις.
Λυρικός, φιλοπαίγμων, ειδωλολάτρης
Ο υπερρεαλισμός, γέννημα του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, εκφράζει, νομίζω, την αμφισβήτηση της αισθητικής ταυτότητας όλων εκείνων που δοκιμάστηκαν και συγκλονίστηκαν από τον πόλεμο του 1914-18 και τις συνέπειές του: σκέφτομαι ιδιαίτερα την Ελλάδα και τον τραυματισμό που προκάλεσε η Μικρασιατική καταστροφή στο έθνος το 1922. Ο Ελύτης έζησε τις δραματικές αυτές στιγμές της ιστορίας του τόπου του που σημαδεύτηκε από την ήττα του ήρωα (του Βενιζέλου, προσωπικού φίλου της οικογένειάς του), γεγονός το οποίο θα σημαδέψει εφεξής τις στενές σχέσεις του με το ιστορικό γίγνεσθαι. Ισως από τότε αρχίζει ο Ελύτης (που δεν έχει κλείσει ακόμη τα δώδεκα) να κρατά αποστάσεις από την πολιτική και επιδιώκει να υπερβεί την ιστορική αδικία που πλήττει τον μικρό τον μέγα λαό των Ελλήνων και συνεπώς και τον ίδιο, με την ποιητική έκφραση εκείνης της εποχής, πεδίο που του ανοίγει τον ευρωπαϊκό χώρο (το 1923 ταξιδεύει στην Ευρώπη), τον οποίο διαπερνά το αμφισβητησιακό ρίγος του υπερρεαλισμού, που τείνει να κυριαρχήσει στην ποίηση αλλά και σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση, από τη ζωγραφική (Μαξ Ερνστ, Νταλί) και τη γλυπτική (Αρπ) ως τον κινηματογράφο. Το 1928 ο Μπουνιουέλ σε συνεργασία με τον Νταλί γύριζαν τον Ανδαλουσιανό σκύλο· την ίδια χρονιά ο Ελύτης ανακαλύπτει τον Ελυάρ (Ο έρωτας η ποίηση) και αρχίζει να παρακολουθεί τακτικά τη Νέα Γαλλική Επιθεώρηση. Η πρώτη ποιητική του παραγωγή χρονολογείται από το 1935· τότε επιλέγει και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, που είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον εσωτερικό του κόσμο. Ο Ελύτης είναι είκοσι τεσσάρων ετών, η προσωπικότητά του έχει διαμορφωθεί μέσα στην αβέβαιη μοίρα του ελληνισμού· εμπνέεται από τη φωτεινή ομορφιά του ελληνικού τοπίου, το οποίο παρατηρεί με τα κατάπληκτα μάτια ενός εφήβου, ερωτευμένου με την κίνηση της αιωνιότητας. Το Παρίσι τροφοδοτεί ήδη τον λυρικό στοχασμό του. Την ίδια εποχή ο νεαρός Ελυάρ επηρεάζεται από τον Πιερ-Ζαν Ζουβ, που δεν έχει ακόμη υιοθετήσει τα διδάγματα του φροϋδισμού, που σύντομα θα τον αναγάγει σε θρησκεία. Σ’ αυτό περίπου το κλίμα κινείται και ο Ελύτης.
Λυρικός, φιλοπαίγμων αιγαιοπελαγίτης, ειδωλολάτρης: επίθετα που επαναλαμβάνουν αδιάκοπα οι βιαστικοί ανθολόγοι και οι συγγραφείς εγχειριδίων για να χαρακτηρίσουν τον Ελύτη. Δεν λαμβάνουν όμως υπόψη τους το κρυμμένο πρόσωπο του ποιητή του Αξιον Εστί, αυτής της αγνωστικής κοσμογονίας που είναι διάχυτη από πνευματικότητα και όπου ο πηλός διαλέγεται με το φως και τη σκιά του· δεν σκύβουν, τέλος, στο μυστήριο της καρδιάς, που ταλαντεύεται στο ημίφως ακούγοντας την Αποκάλυψη του Ιωάννη (που την έχει αποδώσει στα νέα ελληνικά) πριν λυτρωθεί από τα ερέβη με το φωτεινό παιχνίδι των χρωματιστών κολάζ, καθώς κατεβάζουν από τον ουρανό αγγέλους με φτερά από όστρακα και πρόσωπα παρθένων που ονομάζονται: Μαρία Νεφέλη, Μαρίνα, Ελένη, Μυρτώ, Αλεξάνδρα, Ρωξάνη, Κύνθια και Φωτεινή· στο όνομά τους ο ποιητής διεκδικεί τον Παράδεισο σαν «δικαίωμα», χωρίς ωστόσο να ξεχνά ότι ο Παράδεισος
είναι «φτιαγμένος από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η κόλαση».
Διαβάστε τον Μικρό Ναυτίλο, αυτόν τον απολογισμό της καρδιάς, αυτόν το χάρτη της τρυφερότητας, αυτό το νοερό κοντσέρτο με τον κατάλογο των υλικών που συνθέτουν την ψυχή του ποιητή· κοιτάξτε τα κολάζ του Ελύτη που μοιάζουν με χρωματογραφίες και φωτίζουν περισσότερο τις φαντασιώσεις του απ’ ό,τι τα ποιήματά του, και τότε θα καταλάβετε ότι η Παναγία και οι Αγγελοι είναι οι προστάτες του ποιητή μας, οι κυβερνήτες του καραβιού της ενδοχώρας του, ότι η ηλιόλουστη θάλασσα με την ασημένια επιφάνεια και ο ήλιος, καράβι στο πέλαγος, είναι η σκηνή της ιστορίας του, και τα ταπεινά ξωκλήσια, λησμονημένα στα ακρωτήρια των νησιών είναι οι άσβεστοι φάροι που φωτίζουν την άβυσσο της ύπαρξής του, η διαχρονική αντανάκλαση της ελληνικής ψυχής εις τους αιώνας των αιώνων. Θα ‘λεγε κανείς ότι ο Ελύτης, με την ευλογία των αυστηρών αγίων της ορθοδοξίας, με τη σύμπραξη των αγγέλων και κάτω από το τρυφερό και γλυκό βλέμμα της Θεοτόκου με τα αναρίθμητα ονόματα, «των θλιβομένων η χαρά», «ελέους πηγή», «Πλατυτέρα», ύφανε τον ιστό της πιο παγανιστικής, της πιο χαρωπής, της πιο δαιμονιακής και ερωτόληπτης ποίησης. Κοντολογίς, μιας ποίησης που μέσα από τον καθρέφτη των παφλαζόντων υδάτων του Αιγαίου ‒ της θάλασσας του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντανακλά τη συμφιλίωση του Ευαγγελιστή Ιωάννη με τον Όμηρο και τον Ηράκλειτο, της Σαπφώς με την Κασσιανή: την ποίηση της Σαπφώς ο Ελύτης την έχει αποδώσει θαυμάσια στη νέα ελληνική γλώσσα, ενώ την Κασσιανή την τραγουδά υπαινικτικά σ’ ένα στίχο από τον Μικρό Ναυτίλο που μουρμουρίζουμε χαμηλόφωνα: Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντικρύ μου το πέλαγος.
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η Λέξη», Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1991, τεύχ. 106)