Η Ελλάδα στην εποχή των «ντιλ» εκτός πλαισίου

Φόρτωση Text-to-Speech…

Βρισκόμαστε σε μια περίεργη και αντιφατική φάση της νεότερης ιστορίας. Από τη μια, μαίνονται συγκρούσεις και συρράξεις σε πολλά μέρη του πλανήτη, με κάποιες από αυτές να εντείνονται, λόγω της απουσίας ενός διεθνούς μηχανισμού αποτροπής και εν μέσω κενών που δημιουργεί η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, τα οποία εκμεταλλεύονται ηγέτες με αυτοπεποίθηση και αναθεωρητικές ατζέντες. Από την άλλη, ο πρόεδρος Τραμπ εμπλέκεται προσωπικά και μέσω απεσταλμένων σε διάφορες διαμάχες, στοχεύοντας είτε στην αποσόβησή τους είτε στη διευθέτησή τους, έστω και προσωρινά. Επιζητεί έτσι τα εύσημα της διεθνούς κοινότητας για τον ρόλο του ειρηνοποιού και η αλήθεια είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται ιδιαίτερα πιεστικός προς τα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να βρουν έστω και έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Eχοντας προσώρας αποτύχει στη διαχείριση του Ουκρανικού αλλά και στον μετριασμό της διαρκούς αιματοχυσίας στη Γάζα, υποχρεώνεται να στραφεί προς άλλες υποθέσεις, ίσως πιο βατές. Το κάνει προκειμένου να εξωραΐσει την εικόνα του, επιλέγοντας, πάντως, περιπτώσεις που ο λόγος του περνάει (βλ. Καμπότζη – Ταϊλάνδη, Αζερμπαϊτζάν – Αρμενία), υποκαθιστώντας διεθνείς και περιφερειακούς, υπερεθνικούς οργανισμούς που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίλυση κρίσεων με πιο ισορροπημένο και (κοινώς) αποδεκτό τρόπο. Στον δικό του κόσμο, η μόνη εξασφάλιση για τα κράτη είναι η διατήρηση λειτουργικών σχέσεων μαζί του. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους και η Ουάσιγκτον είναι απρόθυμη να τα συνδράμει. Αυτή η νέα συνθήκη πάντως εμπεριέχει πολλούς κινδύνους, γιατί τέτοιες συνεννοήσεις γίνονται συνήθως ακανόνιστα, εκτός προσδιορισμένου πλαισίου.

Σε ένα περιβάλλον όπου επιζητούνται γρήγορες έως και πρόχειρες λύσεις, όπως η συμφωνία-πλαίσιο Ευρωπαϊκής Ενωσης – Ηνωμένων Πολιτειών για τους δασμούς, οδεύουμε σε μια απότομη μετάβαση από ένα πολεμικό σε ένα μεταπολεμικό τοπίο στην ευρύτερη γειτονιά μας. Σε αυτή τη μετεξέλιξη, η πολυμερής διπλωματία και η δικαιοκρατική τάξη, πάνω στις οποίες η χώρα μας έχει βασίσει το μεγαλύτερο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της, υποχωρούν δραματικά. Η Τουρκία από τη μεριά της μεθοδεύει την ανάπτυξη ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην επόμενη φάση, πλασάροντας τη θέση της εγγυήτριας δύναμης στη Συρία, στο Ιράκ, ακόμη και στον Λίβανο και στη Γάζα, ενώ διεκδικεί λόγο στους υπό διαμόρφωση ή αναδιάρθρωση μηχανισμούς ασφάλειας και ειρήνης (διόλου τυχαία η παρουσία Σινιρλίογλου στον ΟΑΣΕ), προσφέροντας τις καλές υπηρεσίες της είτε στην ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας είτε σε επιμέρους προβληματικές καταστάσεις που χρήζουν διευθέτησης, από τον Καύκασο μέχρι και την Αφρική. Παράλληλα, επιχειρεί την υπέρβαση ευρωπαϊκών αποφάσεων μέσω διμερών συνεννοήσεων, με κάποια κράτη-μέλη, όπως η Ιταλία, να παίζουν το παιχνίδι της.

Πρέπει να αρχίσουμε να εγκαλούμε την Aγκυρα δημοσίως σε όλα τα fora, προλειαίνοντας το έδαφος για σκληρότερες αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Η Ελλάδα ξετυλίγει τη στρατηγική κατοχύρωσης και προώθησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της με σωστές, έστω και όψιμες, ενέργειες, οι οποίες όμως, όπως διαπιστώσαμε μέσα στην εβδομάδα, προκαλούν την αντίδραση ακόμη και κρατών με τα οποία έχουμε εδραιώσει σχέσεις συνεργασίας και εμπιστοσύνης, όπως η Αίγυπτος. Εξάλλου, η αδυναμία ή και απροθυμία οριοθέτησης στην ευρύτερη περιοχή δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης μαξιμαλιστικών απόψεων, οι οποίες συν τω χρόνω εμπεδώνονται σε γραφειοκρατία, ελίτ και κοινωνία, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη η κατάληξη σε συμφωνίες. Από αυτή τη συνθήκη ωφελούνται χώρες που, αγνοώντας το διεθνές δίκαιο της Θάλασσας ή/και συνειδητά παρερμηνεύοντάς το, διά της ισχύος και της απειλής χρήσης βίας, αυξάνουν το κόστος για τους νομιμόφρονες, επιδιώκοντας το μονοπώλιο της διαχείρισης της περιοχής. Η Aγκυρα εκμεταλλεύεται το διεθνές περιβάλλον, με τη στάση του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, που σε κάποιες περιπτώσεις συνιστά διαφοροποίηση από πολιτικές δεκαετιών της Ουάσιγκτον στην περιοχή, να της δίνει ισχυρές δόσεις αυτοπεποίθησης, ενώ η δική μας πολιτική των συμπράξεων με Αίγυπτο και Ισραήλ παραμένει κατά κάποιο τρόπο καθηλωμένη, λόγω της δυσχερούς κατάστασης της πρώτης και της ολοένα και μεγαλύτερης περιθωριοποίησης του δεύτερου. Ακόμη και με την Κυπριακή Δημοκρατία, οι σχέσεις μας δεν είναι ανέφελες και επηρεάζονται αρνητικά από την επαμφοτερίζουσα στάση της στο ζήτημα του καλωδίου GSI.

Πρέπει, επομένως, να εξακολουθήσουμε να κινούμαστε ακόμη πιο προωθημένα στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, εξισορροπώντας παράλληλα την πολιτική μας στη Μέση Ανατολή, μέσω της εμβάθυνσης της σχέσης μας με τη Σαουδική Αραβία και με άλλα αραβικά κράτη. Οι περιφερειακές πρωτοβουλίες μας πρέπει να έχουν γνώμονα τη σταδιακή μετατροπή μας σε οιονεί διαμεσολαβητή και καταλύτη στη διευθέτηση ορισμένων κρίσεων (συμπεριλαμβανομένων των Βαλκανίων), διεκδικώντας με συγκεκριμένο πλάνο προτάσεων ρόλο και λόγο στις εξελίξεις, ώστε να μας υπολογίζουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Με το βλέμμα στραμμένο στην παρεμπόδιση από πλευράς Τουρκίας ερευνών που αφορούν σχέδια ευρωπαϊκού και ευρύτερου ενδιαφέροντος, πρέπει να εξασφαλίσουμε πάση θυσία την υλοποίησή τους. Ενεργειακά σχέδια και μεταφορικά δίκτυα θα βρεθούν εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο, άλλοτε ανταγωνιστικά, άλλοτε συμπεριληπτικά. Και τέλος, πρέπει να αρχίσουμε να εγκαλούμε την Aγκυρα δημοσίως σε όλα τα fora, προλειαίνοντας το έδαφος για σκληρότερες αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Χρειάζεται επίσης οπωσδήποτε η μονιμοποίηση καναλιών επικοινωνίας με την κυβέρνηση Τραμπ.

O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Πηγή

Tελευταία Nέα