Δεν είναι λίγες οι φορές που το παράλογο ανάγεται σε κεντρικό αφήγημα στην εξωτερική πολιτική. Οποτε όμως έχει γίνει αυτό στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, οδηγηθήκαμε σε ανυπέρβλητα αδιέξοδα.
Ως μελετητές των διεθνών φαινομένων χρόνια τώρα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρούμε το γκωλικό αφήγημα περί αυτονομίας της Ευρώπης να έρχεται στην επιφάνεια. Είναι όμως η πρώτη φορά που αυτό συνδυάζεται με εξόφθαλμες ιδεολογικοφανείς επιλογές και με στρατηγική ακαμψία, που δύναται να οδηγήσει σε μια Ευρώπη κλειδωμένη σε σύγκρουση προς Ανατολάς χωρίς τις ΗΠΑ. Η διατλαντική ατζέντα αδυνατίζει και διακυβεύεται η δυτική ενότητα δίχως ο ήχος των πλησιαζόντων γεγονότων να μπορεί να μεταφρασθεί σε ορθολογικές πολιτικές. Το ζητούμενο σε μια καίρια στιγμή για τον δυτικό κόσμο δεν μπορεί παρά να είναι ένα νέο συμβόλαιο Ευρώπης – ΗΠΑ. Ακούμε έκπληκτοι από το στόμα Ευρωπαίων αξιωματούχων τη «βεβαιότητα» ότι η Ε.Ε., ένας σχηματισμός που μετά τόσες δεκαετίες έχει αποτύχει στα ζητήματα της πολιτικής ωρίμανσης εξαιτίας αστοχιών των ηγεσιών της, θα αναχθεί σε διεθνή πολέμαρχο και θα τραβήξει εντελώς διαφορετικό δρόμο από τις ΗΠΑ, σχεδόν σίγουρα διακυβεύοντας και την ενωσιακή συνοχή. Διότι οι απόψεις περί προκλήσεων και εχθρών διαφέρουν μεταξύ των «27».

Αυτό μας φέρνει και στην Ελλάδα. Δεν είναι η πρώτη φορά από το 2010 που η Ελλάδα αντιμετωπίζεται από την Ε.Ε. ως κράτος δεύτερης ταχύτητας, παρά τις αξιοσημείωτες δυνατότητες και επιδόσεις της στον τομέα της άμυνας και των σχετιζόμενων δαπανών. Είναι όμως η πρώτη φορά που υπάρχει συντονισμένη προσπάθεια της Ευρώπης να οικοδομήσει ένα θολό τοπίο στην ευρωπαϊκή άμυνα, με την Τουρκία να εισέρχεται από την πίσω πόρτα, ενώ στην πατρίδα μας να προσφέρεται ρόλος θεατή στην κερκίδα.
Θολό τοπίο. Είναι η πρώτη φορά που υπάρχει προσπάθεια της Ευρώπης να οικοδομήσει ένα θολό τοπίο στην ευρωπαϊκή άμυνα, με την Τουρκία να εισέρχεται από την πίσω πόρτα, ενώ σ’ εμάς προσφέρεται ρόλος θεατή.
Είναι ευθύνη όσων κατέχουν τη θεωρητική γνώση και την εμπειρική τριβή να μην αποσιωπήσουν τον κίνδυνο των οδών στις οποίες εισέρχεται η Ευρώπη, όταν κάποιοι εκ των ηγετών της υιοθετούν μια στάση που στην ουσία αποτελεί δώρο προς την Κίνα και τη Ρωσία. Παράλληλα, σε μια χρονική καμπή που η Δύση γίνεται στόχος, για άλλη μία φορά, του τζιχαντισμού, το να αποκτά η Τουρκία ερείσματα εντός του πυρήνα της Ευρώπης αποτελεί απόδειξη πολιτικής αφέλειας, αλλά και ένδειξη αυτοκτονικού ιδεασμού. Το να υπάρχουν φωνές εντός της Ευρώπης που να κηρύττουν την αποδόμηση του ΝΑΤΟ για χάρη μιας ασαφούς ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, που δεν έχει ούτε την οικονομική προοπτική αλλά ούτε και την κοινωνική νομιμοποίηση για να προχωρήσει σε πολεμική κλιμάκωση χωρίς να έχει απειληθεί κάποιο μέλος της Ε.Ε. ή του ΝΑΤΟ, αποτελεί ένδειξη της πολιτικής αστοχίας που διαπερνά μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής και ακαδημαϊκής διανόησης.

Στα καθ’ ημάς, το να αποδεχόμαστε ρόλο κομπάρσου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, το να έχουμε υποχωρήσει από τις εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια εξαιτίας κελευσμάτων ευρωπαϊκών δυνάμεων που φέρουν την αποφορά των αδιεξόδων του 19ου αιώνα, όταν έχουμε το στρατηγικό πλεονέκτημα της κομβικής παρουσίας μας στην Ανατολική Μεσόγειο με δύο κράτη αλλά μία φωνή και ψυχή και της στενής σχέσης μας με την Ιερουσαλήμ, αποτελεί απλώς αποδοχή του μικροϊδεατικού συνδρόμου που διαπερνά συγκεκριμένα τμήματα της ελληνικής πολιτικής και ακαδημαϊκής ελίτ από την επόμενη ημέρα της οικοδόμησης του νεωτερικού μας οίκου μέχρι και σήμερα.
Ανεύθυνες φωνές. Η επιλογή των στενών δεσμών συνεργασίας με τις ΗΠΑ μετά τον Εμφύλιο δεν πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση εξαιτίας ανεύθυνων φωνών που αμφισβητούν ανοικτά τον ατλαντικό προσανατολισμό της Ελλάδας.
Η διαπραγμάτευση μορφών ενότητας του δυτικού κόσμου αποτελεί αναγκαιότητα που ξεπερνά ιδεολογικές ατζέντες και επιβάλλεται από τις διεθνοσυστημικές εξελίξεις. Ο διατλαντισμός αποτελεί τη ρεαλιστική γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών του ελεύθερου κόσμου. Η κεντρική κατεύθυνση της Ευρώπης, που έμεινε εκτός του Σιδηρού Παραπετάσματος μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πανηγύρισε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην ειδική σχέση μεταξύ της Γηραιάς Ηπείρου και του Νέου Κόσμου, μπορεί να διαταράσσεται από καιρού εις καιρόν, αλλά δεν επιτρέπεται να αφεθεί να διαρραγεί. Οπως ασφαλώς και η βασική επιλογή των προπατόρων μας, σε αυτόν εδώ τον τόπο, που δημιούργησε ακόμη στενότερους δεσμούς συνεργασίας με τις ΗΠΑ μετά το τέλος της δοκιμασίας του εμφυλίου πολέμου, δεν πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση εξαιτίας ανεύθυνων και ανορθολογικών φωνών που αμφισβητούν ανοικτά τον ατλαντικό προσανατολισμό της Ελλάδας, αλλά δεν ενοχλούνται με τον ρόλο του θεατή, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται σε Παρίσι και Λονδίνο δίχως να έχει προηγουμένως επιτευχθεί έστω και μια υποτυπώδης συναίνεση για το θέμα αυτό. Στο μέτρο που μας αναλογεί, τονίζουμε την κρισιμότητα της διατήρησης και περαιτέρω ενίσχυσης των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ, υπογραμμίζουμε τους κινδύνους που φέρουν στη συγκεκριμένη συγκυρία τα νεογκωλικά αφηγήματα στην ενότητα του δυτικού κόσμου και συνιστούμε αυτοσυγκράτηση σε αυτούς εντός του ελληνικού περιγράμματος που οραματίζονται την επίσημη ανάδειξη της «Μικρής και Φοβικής Ελλάδας».
Ο κ. Κ. Α. Λάβδας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο κ. Σπ. Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Διεθνείς σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.