Η Ιαπωνία ενέκρινε την επανεκκίνηση του μεγαλύτερου πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στον κόσμο, περισσότερο από μια δεκαετία μετά το κλείσιμό του εξαιτίας της καταστροφής της Φουκουσίμα. Στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ενέργειας, η χώρα επιστρέφει στην πυρηνική ενέργεια.
Με την απόφαση του κυβερνήτη της περιφέρειας Νιιγκάτα να επανεργοποιηθεί μια μονάδας αντιδραστήρα, ξεπερνιέται και το τελευταίο σημαντικό εμπόδιο για την επανεκκίνηση του σταθμού Κασιβαζάκι-Καρίβα.
Η Ιαπωνία αποσύρθηκε από την πυρηνική ενέργεια έπειτα από το τσουνάμι που διέκοψε τα συστήματα ψύξης και προκάλεσε τήξη του πυρηνικού σταθμού της Φουκουσίμα το 2011. Το γεγονός προκάλεσε ανησυχίες για την ασφάλεια της βιομηχανίας και για τους κινδύνους μόλυνσης.
Ο σταθμός Κασιβαζάκι-Καρίβα ανήκει στην Tokyo Electric Power Company και χρησιμοποιεί παρόμοιο σχεδιασμό αντιδραστήρα με τις τρεις μονάδες της Φουκουσίμα που έλιωσαν.
Η δυναμική παραγωγής του σταθμού είναι σχεδόν 8.000 μεγαβάτ. Το γεγονός αυτό τον καθιστά τον μεγαλύτερο πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής στον κόσμο. «Η επανεκκίνηση είναι μια στιγμή τεράστιας σημασίας», δήλωσε ο Γιουκάρι Γιαμασίτα, διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας.
Υψηλό κόστος ενέργειας
Η Ιαπωνία αντιμετωπίζει διαρκώς αυξανόμενο κόστος ενέργειας, από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και μετά. Η ενεργειακή κρίση επιδεινώθηκε και εξαιτίας του αδύναμου νομίσματός της, καθώς η χώρα εισάγει το μεγαλύτερο μέρος από την ενέργεια που καταναλώνει, με τη μορφή πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η επανεκκίνηση του πυρηνικού εργοστασίου έρχεται για να δώσει λύση στο σοβαρό αυτό πρόβλημα, παρέχοντας ενέργεια στο Τόκιο και την ευρύτερη περιοχή Κάντο.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της ιαπωνικής κυβέρνησης, Μινόρου Κιχάρα, δήλωσε ότι η επανεκκίνηση ήταν «εξαιρετικά σημαντική από την άποψη της μείωσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και της εξασφάλισης πηγών ενέργειας χωρίς άνθρακα».
Πριν από το ατύχημα της Φουκουσίμα, η πυρηνική ενέργεια αποτελούσε σχεδόν το 30% του ενεργειακού μείγματος της χώρας. Μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν μετά την καταστροφή. Πλέον η Ιαπωνία επανεκκινεί σταδιακά τους αντιδραστήρες, ανοίγοντας ξανά 14 από τους 54 που ήταν κλειστοί.
Άλλοι τέσσερις αντιδραστήρες θα επανεκκινήσουν μόλις οι τοπικές κυβερνήσεις δώσουν το πράσινο φως για να παραχθεί πυρηνική ενέργεια. Επίσης, οκτώ ακόμη αντιδραστήρες είναι σε αναμονή, καθώς εκκρεμεί η έγκριση των ρυθμιστικών αρχών.
Στο όνομα της «καθαρής ενέργειας»
Η Ιαπωνία φέτος αναθεώρησε τη στάση της απέναντι στην πυρηνική ενέργεια και δεσμεύτηκε να «μεγιστοποιήσει τη χρήση πηγών ενέργειας χωρίς άνθρακα, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η πυρηνική ενέργεια».
Η χώρα στοχεύει να προμηθεύεται το 20% της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνική ενέργεια έως το 2040, από περίπου 8,5% τώρα. Αυτό αποτελεί μέρος του στόχου μείωσης των ορυκτών καυσίμων από σχεδόν 70% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2023 σε 30 ή 40%.
Φέτος, η Kansai Electric Power έγινε η πρώτη εταιρεία μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα που προώθησε σχέδια για την κατασκευή ενός νέου αντιδραστήρα στην Ιαπωνία.
Στα χρόνια μετά το ατύχημα, η Tepco αντιμετώπισε έντονη κριτική για την εταιρική της κουλτούρα, γεγονός που οδήγησε στην τοπική αντίθεση στην επανεκκίνηση του πυρηνικού σταθμού.
Αυξημένα μέτρα ασφαλείας
Σύμφωνα με τον Χιντέο Χαναζούμι, κυβερνήτη της Νιιγκάτα, το ερώτημα για το τι πρέπει να γίνει με το εργοστάσιο ήταν ένα σημαντικό ζήτημα για τους κατοίκους εδώ και πολλά χρόνια. «Αυτήν τη στιγμή, φαίνεται ότι οι απόψεις μεταξύ των ανθρώπων σχετικά με το αν θα πρέπει να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο εξακολουθούν να διίστανται. Αλλά έχουμε αποφασίσει ότι, συνεχίζοντας να παρέχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πυρηνική ενέργεια και τα μέτρα ασφαλείας και πρόληψης καταστροφών, η κατανόηση του κοινού θα διευρυνθεί», είπε.
Η Tepco έχει λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με την πυρηνική ενέργεια. Σε αυτά περιλαμβάνεται η ανανεωμένη έμφαση στους βιομετρικούς ελέγχους ασφαλείας στις εγκαταστάσεις, αφού οι ρυθμιστικές αρχές διαπίστωσαν βλάβες στον εξοπλισμό ανίχνευσης εισβολών και κακή χρήση ταυτοτήτων.

